Η Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή, η περιβόητη ΑΤΑ, στην Ελλάδα έχει συνδεθεί από πολλούς με την εποχή της μεγάλης ρεμούλας. Με την εποχή της μεγάλης ανατροπής της πλάστιγγας, από την πλευρά που ευνοούσε τις ελίτ στην πλευρά των «μη προνομιούχων». Συνδέεται η ΑΤΑ με την εποχή της οικονομικής ασυδοσίας, του πρώτου υπερδανεισμού της Ελλάδας, της αποβιομηχάνισης, της επικράτησης της φιλοσοφίας της ήσσονος προσπάθειας.
Την τελευταία επταετία, τα χρόνια της κρίσης που οι μισθοί, οι συντάξεις, οι από κάθε πηγή «αποδοχές», οι τιμές των ακινήτων και των αξιών εν γένει έχουν καταρρεύσει, η ΑΤΑ της δεκαετίας του ’80 παρά τα ενοχικά συναισθήματα που φέρνει σε πολλούς ή τη θλίψη για το τέλος μιας «παλιάς καλής εποχής» που φέρνει σε άλλους, αντιμετωπίζεται από τους Έλληνες και σαν ένα άπιαστο όνειρο, αναφέρει το in.gr.
Όμως οι μισθολογικές αυξήσεις σε άλλους ευρωπαϊκούς λαούς αντιμετωπίζονται ως κίνητρο για οικονομική και επαγγελματική δραστηριότητα και πρόοδο. Και όταν πρόκειται για τον κατώτατο μισθό, όπως αναφέρει το ΒΗΜΑ, αυτός αντιμετωπίζεται ως ελάχιστη αμοιβή της εργασίας προκειμένου αυτή να εξασφαλίζει την αξιοπρεπή διαβίωση του εργαζομένου.
Οι μεγάλες διαφορές στους κατώτατους μισθούς
Οπως δείχνει έρευνα της «Figaro» (βασίζεται σε στοιχεία της Eurostat), οι διαφορές των κατώτατων μισθών στις 28 χώρες-μέλη της ΕΕ είναι αβυσσαλέες, καθότι αβυσσαλέες είναι και οι διαφορές στο κόστος ζωής στις χώρες-μέλη. Έτσι ο λόγος μεταξύ του χαμηλότερου κατώτατου μισθού στην ΕΕ που έχει η Βουλγαρία (235 ευρώ καθαρά μηνιαίως) και του υψηλότερου που χορηγεί το Λουξεμβούργο (1.998 ευρώ) είναι 1 προς 8,5.
Σχηματικά θα διακρίναμε τρεις ομάδες κρατών αναφορικά με το ύψος του κατώτατου μισθού που έχουν θεσπίσει, συν μια φωτεινή εξαίρεση, εκείνη του Λουξεμβούργου, που «είναι μια κατηγορία μόνο του», καθώς ο νεοπροσληφθείς ανειδίκευτος και άπειρος εργαζόμενος ενθυλακώνει για την ακρίβεια 1.998,59 ευρώ μηνιαίως. Στην πρώτη κατηγορία κατατάσσονται έξι χώρες της Βόρειας Ευρώπης (Ιρλανδία, Βέλγιο, Ολλανδία, Γερμανία, Γαλλία και Βρετανία) όπου οι βασικοί κυμαίνονται από τα 1.397 ευρώ (στη Βρετανία) έως τα 1.563,25 ευρώ στην (πρώην φτωχή και ευεργετηθείσα μαζί με την Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία από τα περίφημα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα των 80s και του Ανδρέα Παπανδρέου ασφαλώς) Ιρλανδία.
Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει πέντε μεσογειακές και… μεσαίου εισοδήματος χώρες της ΕΕ (Ισπανία, Σλοβενία, Μάλτα, Ελλάδα και Πορτογαλία), όπου ο κατώτατος μισθός κυμαίνεται από τα 649,83 ευρώ (στην Πορτογαλία) μέχρι τα 825,65 ευρώ (στην Ισπανία). Στην Ελλάδα η Eurostat καταγράφει για το 2017 (την 1η Ιουλίου συγκεκριμένα, διότι οι μετρήσεις της Στατιστικής Υπηρεσίας της ΕΕ γίνονται κάθε εξάμηνο) κατώτατο μισθό 684 ευρώ.
Η τρίτη κατηγορία συγκεντρώνει τις νεοφώτιστες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Πρόκειται για τις Πολωνία, Εσθονία, Κροατία, Σλοβακία, Τσεχία, Ουγγαρία, Λετονία, Λιθουανία, Ρουμανία και Βουλγαρία, όπου οι κατώτατοι μισθοί ξεκινούν από τα 235 ευρώ στη Βουλγαρία και φθάνουν μέχρι τα 473,27 ευρώ στην Πολωνία. Αίσθηση προκαλεί η κατάταξη της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Σλοβενίας στη δεύτερη κατηγορία, η οποία πάντως μετέχει και στην ευρωζώνη. Από την τρίτη κατηγορία χωρών στην ευρωζώνη μετέχουν η Σλοβακία και οι τρεις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες της Βαλτικής, η Εσθονία, η Εσθονία και η Λιθουανία.
Εξι χώρες, η Ιταλία, η Κύπρος, η Αυστρία, η Δανία, η Σουηδία και η Φινλανδία, δεν έχουν θεσπίσει ενιαίο κατώτατο μισθό για τους εργαζομένους (σημειωτέον ότι η Γερμανία προσφάτως θέσπισε). Στις χώρες αυτές οι κατώτατοί μισθοί για διάφορες επαγγελματικές κατηγορίες καθορίζονται με τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Οι μεγάλες μισθολογικές διαφορές που παρατηρούνται στην ΕΕ θέτουν τεράστια ζητήματα ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών-μελών. Συχνό είναι το φαινόμενο επιχειρήσεις να μετεγκαθίστανται για να εκμεταλλευθούν το φθηνό εργατικό δυναμικό μιας γειτονικής χώρας – και οι διαφορές στους συντελεστές φορολόγησης ασφαλώς παίζουν σπουδαίο ρόλο σε τέτοιες επιχειρηματικές αποφάσεις.