Τα… έτοιμα καταναλώνουν τα νοικοκυριά για να καταφέρουν να ανταπεξέλθουν στα μηνιαία έξοδα και τη φοροεπιδρομή.
Όπως διαπιστώνει και το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, τα ελληνικά νοικοκυριά «τρώνε» από τα έτοιμα προκειμένου να διατηρήσουν την κατανάλωση τους η οποία μειώνεται σταθερά. Η απροθυμία των καταθετών να φέρουν πίσω στις τράπεζες μετρητά από στρέμματα και θυρίδες επιτείνεται από την έλλειψη εμπιστοσύνης και το κλίμα ανασφάλειας.
Συνολικά, την περίοδο 2010-2015 το χρέος των νοικοκυριών σε απόλυτο μέγεθος έχει παρουσιάσει μείωση κατά 24 δισ. ευρώ, ενώ το διαθέσιμο εισόδημα εμφανίζει συρρίκνωση της τάξης των 43 δισ. ευρώ, γεγονός που καταδεικνύει τις δραματικές επιπτώσεις της ασκούμενης πολιτικής στη χρηματοοικονομική κατάσταση των ελληνικών νοικοκυριών.
Η τάση είχε ξεκινήσει από το 2012 όταν για πρώτη φορά η κατανάλωση ήταν μεγαλύτερη από το διαθέσιμο εισόδημά τους. Με άλλα λόγια, τα νοικοκυριά χρησιμοποιούν πλέον άλλους πόρους για να διατηρήσουν την κατανάλωσή τους, η οποία μειώνεται σταθερά.
Με δεδομένο λοιπόν ότι η παροχή νέων δανείων προς τα νοικοκυριά είναι αρνητική, η εξέλιξη αυτή υποδηλώνει ότι η καταναλωτική δαπάνη των ιδιωτικών νοικοκυριών χρηματοδοτείται κυρίως από τις υφιστάμενες καταθέσεις τους, οι οποίες έτσι ωθούνται σε ολοένα και χαμηλότερα επίπεδα. Ήδη το Σεπτέμβριο το απόθεμα των καταθέσεων νοικοκυριών και επιχειρήσεων, διέψευσε για μία ακόμη φορά τις προσδοκίες των κυβερνώντων και υποχώρησε στα 123,5 δισ. ευρώ.
Η διαρκής αφαίμαξη των καταθέσεων, αν μάλιστα συνδυαστεί και με τη συνεχιζόμενη μείωση των μισθών, οδηγεί σύμφωνα με την Ενδιάμεση Έκθεση του ΙΝΕ, στη χειροτέρευση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των νοικοκυριών. Αυτή με τη σειρά της γίνεται αιτία επιδείνωσης του προβλήματος φερεγγυότητας του τραπεζικού συστήματος, καθώς δυσχεραίνει την αποπληρωμή του χρέους τους αυξάνοντας τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και υπονομεύοντας την κεφαλαιακή επάρκεια και την ποιότητα των χαρτοφυλακίων των τραπεζών.
Επιπλέον, η συμπίεση του διαθέσιμου εισοδήματος που προκαλούν η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης, η αύξηση των φόρων και η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, εξασθενεί τη φοροδοτική ικανότητα των νοικοκυριών δυσχεραίνοντας τη δημοσιονομική προσαρμογή της οικονομίας.
Το γεγονός αυτό επιβαρύνει περαιτέρω τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Ως αποτέλεσμα, η οικονομία φαίνεται να είναι εγκλωβισμένη σε έναν φαύλο κύκλο υφεσιακής στασιμότητας, δημοσιονομικής λιτότητας και εύθραυστης χρηματοπιστωτικής κατάστασης
«Με βάση την παρούσα δομή της οικονομίας, άμεση συνέπεια της δημοσιονομικής προσαρμογής είναι η χειροτέρευση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των νοικοκυριών, η οποία ταυτόχρονα γίνεται αιτία επιδείνωσης του προβλήματος φερεγγυότητας του τραπεζικού συστήματος, καθώς δυσχεραίνει την αποπληρωμή του χρέους τους αυξάνοντας τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και υπονομεύοντας την κεφαλαιακή επάρκεια και την ποιότητα των χαρτοφυλακίων των τραπεζών.
Επιπλέον, η συμπίεση του διαθέσιμου εισοδήματος που προκαλούν η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης, η αύξηση των φόρων και η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεών εξασθενεί τη φοροδοτική ικανότητα των νοικοκυριών δυσχεραίνοντας τη δημοσιονομική προσαρμογή της οικονομίας. Το γεγονός αυτό επιβαρύνει περαιτέρω τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Ως αποτέλεσμα, η οικονομία φαίνεται να είναι εγκλωβισμένη σε έναν φαύλο κύκλο υφεσιακής στασιμότητας, δημοσιονομικής λιτότητας και εύθραυστης χρηματοπιστωτικής κατάστασης. », σημειώνει το Ινστιτούτο.