Με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ από την μια άκρη της χώρας έως την άλλη, το Μέγαρο Μαξίμου καταφεύγει σε παροχολογία ως μόνη ελπίδα διάσωσης.
Οι ανακοινώσεις ενδεχομένως να γίνουν την ερχόμενη εβδομάδα και για το σκοπό αυτό ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έχει δώσει εντολή στο οικονομικό επιτελείο να επεξεργαστεί τον σχετικό κατάλογο μέτρων.
Ωστόσο, οι αριθμοί είναι αμείλικτοι: συνολικά τα χρόνια που πέρασαν η κυβέρνηση μοίρασε 2,2 δισ. ευρώ την ώρα που τα υπερπλεονάσματα άγγιξαν τα 14 δισ. ευρώ.
Ουσιαστικά αφαιρέθηκαν από την Οικονομία χωρίς λόγο 12 δισ. ευρώ ρευστότητας, την ώρα που εφαρμοζόταν το 3ο μνημόνιο.
Κάτι που είχε επιπτώσεις στην ανάπτυξη, αλλά και στην τσέπη του πολίτη.
Το Μέγαρο Μαξίμου βέβαια κρύβεται πίσω από το αφήγημα των «κακών δανειστών» και του ΔΝΤ που επιβάλλουν τα σκληρά μέτρα, τα οποία η αριστερή κυβέρνηση προσπαθεί να εξισορροπήσει μέσω των αντίμετρων κοινωνικής πολιτικής που της επιτρέπει να λάβει ο δημοσιονομικός χώρος που δημιουργείται λόγω υπεραπόδοσης των σκληρών μέτρων.
Οι παροχές σχεδιάζονται στη βάση του δημοσιονομικού χώρου που δημιουργήθηκε από το ύπερογκο πρωτογενές πλεόνασμα -το οποίο «χτίστηκε» με την αφαίμαξη των φορολογουμένων. Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της Eurostat, το πρωτογενές πλεόνασμα έφθασε το 2018 στο 4,4% του ΑΕΠ, δηλαδή στα 8,2 δισ. ευρώ, κάτι που οδηγεί στην αναθεώρηση των στόχων για το 2019. Έτσι, αν και ο προϋπολογισμός προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 3,6% του ΑΕΠ μετά την υπεραπόδοση του 2018, ο στόχος θα αναθεωρηθεί προς τα πάνω, δημιουργώντας περιθώριο για έξτρα παροχές στην κυβέρνηση.
Σύμφωνα με την Αυγή, «η κυβέρνηση εκπονεί σχέδιο 4ετίας με μόνιμες φοροελαφρύνσεις και αυξήσεις κοινωνικών δαπανών που αγγίζουν τα 5 δισ. ευρώ».
Σε αυτό το προεκλογικό πακέτο παροχών η κυβέρνηση αναμένεται να εντάξει τη μείωση των φορολογικών συντελεστών ΦΠΑ -τα σενάρια αναφέρουν ότι ο μεγάλος συντελεστής θα πάει από το 24% στο 22% και ο μεσαίος από το 13% στο 12%-, τη μείωση του χαμηλού συντελεστή στον φόρο εισοδήματος, καθώς και μειώσεις στους φορολογικούς συντελεστές του ΕΝΦΙΑ.
Ακόμη, η κυβέρνηση σχεδιάζει να διαπραγματευθεί με τους θεσμούς τη μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης μέσα από την εφαρμογή νέας κλίμακας υπολογισμού η οποία προβλέπει μηδενικό συντελεστή για εισοδήματα έως και 30.000 ευρώ.
Πρόκειται για ένα μέτρο που ήταν προγραμματισμένο ως «αντίμετρο» για το 2020, αλλά η κυβέρνηση θα επικαλεστεί τις ευνοϊκές δημοσιονομικές συνθήκες, δηλαδή το υπέρογκο πρωτογενές πλεόνασμα του 4,4%, για να φέρει το αντίμετρο στην προεκλογική χρονιά. Στο ίδιο πλαίσιο, η κυβέρνηση επιμένει ότι δεν πρόκειται να μειωθεί το αφορολόγητο όριο από 1/1/20 όπως είναι συμφωνημένο με τους θεσμούς.
Το πακέτο των μέτρων
Στο πακέτο των παροχών που σχεδιάζει η κυβέρνηση βρίσκονται τα εξής μέτρα:
- Η επαναφορά της έκπτωσης 2% στην εφάπαξ εξόφληση φόρων. Το μέτρο εντάσσεται στην προσπάθεια της κυβέρνησης να αποκτήσει επικοινωνία με τα στρώματα του πληθυσμού που κατάφεραν να μείνουν όρθια στην κρίση πληρώνοντας το μεγάλο λογαριασμό της φορολογικής επίθεσης της κυβέρνησης.
- Η επαναφορά της εστίασης στον μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ και συγκεκριμένα από το 24% στο 13%. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εστίασης είχε μεταταγεί στον μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ και το 2014 αλλά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ την μετέταξε σε υψηλό συντελεστή στο πλαίσιο της υπογραφής του τρίτου μνημονίου.
- Η μετάταξη στον μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ, δηλαδή από 24% σε 13% βασικών τροφίμων όπως είναι τα ζυμαρικά και τα όσπρια.
- Η υπόσχεση για μη εφαρμογή της ψηφισμένης από την κυβέρνηση μείωσης του αφορολόγητου ορίου.
- Η μείωση του πρώτου συντελεστής της φορολογικής κλίμακας φυσικών προσώπων από το 22% στο 20% (από τα εισοδήματα 2020).
- Αναμόρφωση της έκτακτης εισφοράς αλληλεγγύης.
- Πρόσθετη μείωση του ΕΝΦΙΑ για τη μεσαία ακίνητη περιουσία.
- Μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα.
- Έναρξη καταβολής των αναδρομικών στους συνταξιούχους.
- Εφάπαξ παροχή 13ης σύνταξης.
- Ρύθμιση εφορίας. Η ρύθμιση θα είναι σε 120 δόσεις, χωρίς εισοδηματικά κριτήρια για εισοδήματα έως 10.000 ευρώ. Η ελάχιστη δόση καθορίζεται στα 20 ευρώ. Για εισοδήματα άνω των 10.000 ευρώ εισάγονται εισοδηματικά κριτήρια. Συγκεκριμένα, φορολογούμενος με εισόδημα της τάξης των 10.001 ευρώ που χρωστάει στην εφορία θα πρέπει να πληρώνει ετησίως το 2,4% των αποδοχών του.