Ο πρωθυπουργός προσπαθεί, για ευτελείς λόγους, να δημιουργήσει κλίμα αντιπαράθεσης στους κόλπους της βιομηχανίας.
Το πρόβλημα της ελληνικής βιομηχανίας –και, κυρίως, του παραγωγικού της ιστού– δεν είναι ποιοι βιομήχανοι θα είναι περισσότερο ή λιγότερο φιλικοί προς τον πρωθυπουργό.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ούτε, βέβαια, ενδιαφέρεται ο μέσος πολίτης αν η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα ή η Αθήνα είναι βιομηχανική πρωτεύουσα της χώρας. Τους πολίτες ενδιαφέρει άμεσα και σοβαρά πώς θα δημιουργηθούν θέσεις εργασίας και σε ποιον βαθμό η εξωστρέφεια της παραγωγής μας θα ανακόψει την φυγή πολύτιμου ανθρώπινου δυναμικού από την χώρα.
Υπό αυτή την έννοια, οι πρόσφατες δηλώσεις του πρωθυπουργού στην Θεσσαλονίκη είναι, πέρα από ατυχείς, και ανακριβείς.
Για παράδειγμα, η άποψή του στο Συνέδριο του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (ΣΒΒΕ) ότι «η Θεσσαλονίκη δικαιωματικά είναι η βιομηχανική πρωτεύουσα της χώρας», απέχει αισθητά από την ψυχρή πραγματικότητα των αριθμών. Όπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία της ICAP για τα μεγέθη των βιομηχανικών επιχειρήσεων, η βιομηχανική παρουσία στην Βόρεια Ελλάδα δεν ξεπερνά το 15% του συνόλου της χώρας.
Πιο αναλυτικά, οι βιομηχανίες που εδρεύουν στο σύνολο Μακεδονίας, Θράκης και Ηπείρου, ως προς την συμμετοχή τους στην εγχώρια βιομηχανία, καλύπτουν το 13,1% του ενεργητικού, το 14,4% των ίδιων κεφαλαίων, το 13% των πωλήσεων, το 18,3% των κερδών και το 24,5% της απασχόλησης.
Επίσης, από τα εμπειρικά στοιχεία προκύπτει ότι οι βιομηχανίες των προαναφερόμενων περιοχών έχουν απορροφήσει πάνω από το 30% του τραπεζικού δανεισμού προς την βιομηχανία, ποσοστό σαφώς υπέρμετρο του αντίστοιχου ποσοστού συμμετοχής τους στην συνολική παραγωγή της χώρας.
Είναι ενδιαφέρον να επισημανθεί και το γεγονός ότι, από τις κατανομές ΕΣΠΑ της περιόδου 2007-2013, η Βόρεια Ελλάδα απορρόφησε ποσοστό που πλησιάζει το 40% και σε απόλυτο αριθμό αντιπροσωπεύει περί τα 1,8 δισεκατομμύρια ευρώ. Είναι έτσι ολοφάνερο ότι, από χρηματοδοτικής πλευράς, η Βόρεια Ελλάδα έχει πολύ καλή μεταχείριση, η οποία σαφώς και ξεπερνά τις παραγωγικές της επιδόσεις.
Από την άλλη πλευρά, η αναφορά του πρωθυπουργού ότι «ο ΣΒΒΕ εξελίσσεται σε da facto εταίρο της κυβέρνησης στην δύσκολη προσπάθειά της» είναι μάλλον κενή περιεχομένου. Αν κρίνουμε από τα πεπραγμένα της κυβέρνησης, και όχι μόνον αυτής είναι αλήθεια, οι θεσμοθετημένοι κοινωνικοί εταίροι είναι μάλλον διακοσμητικοί. Αυτό εξάλλου προκύπτει και από τα παράπονα του προέδρου της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΟΚΕ) κ. Γιώργου Βερνίκου για την μικρή σημασία που δείχνει η δείχνει η κυβέρνηση απέναντί της.
Πυροτέχνημα θα πρέπει να θεωρηθεί και η αναφορά του πρωθυπουργού για σύσταση Εθνικού Συμβουλίου Βιομηχανίας. Παρόμοια πρωτοβουλία, υπενθυμίζουμε, είχε αναληφθεί από την υφυπουργό Βιομηχανίας κυρία Θεοδώρα Τζάκρη, αλλά ανατράπηκε από την ίδια την κυβέρνηση Τσίπρα λίγους μήνες αργότερα.
Είναι προφανές ότι ο πρωθυπουργός, ο οποίος τον τελευταίο καιρό σε κάθε ομιλία του ομιλεί γενικά κι αόριστα για αλλαγή παραγωγικού μοντέλου, στην ουσία κάθε άλλο παρά κάτι τέτοιο επιθυμεί. Άμεσος και κορυφαίος στόχος του είναι η παραμονή του στην εξουσία.
Όχι, όμως, μέσω σοβαρού μεταρρυθμιστικού έργου αλλά με την βοήθεια πρόσκαιρων κοινωνικών συμμαχιών –οι οποίες, ωστόσο, θα μπορούσαν να έχουν δυσάρεστα αποτελέσματα. Διότι, το να επιχειρεί κανείς να βρίσκεται στην εξουσία μέσω τού «διαίρει και βασίλευε» είναι μία εξαιρετικά επικίνδυνη ωρολογιακή βόμβα.
Στην παρούσα φάση της οικονομίας μας η ελληνική βιομηχανία βεβαίως και θέλει στήριξη, η οποία όμως θα πρέπει πρωτίστως να είναι διαρθρωτικού χαρακτήρα. Η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση απαιτεί πρώτα απ’ όλα αλλαγές στα μυαλά και στις συμπεριφορές –οι οποίες για να πραγματοποιηθούν θα πρέπει να πάνε από τα πάνω προς τα κάτω και όχι αντιστρόφως.