Τα σημεία – κλειδιά της πρότασης του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κ. Γιάννη Σουρνάρα, για τη δημιουργία Bad Bank, παρουσιάζονται στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, που δημοσιεύτηκε το μεσημέρι της Πέμπτης.
Πιο αναλυτικά, μολονότι το σχετικό σχέδιο βρίσκεται στη φάση της επεξεργασίας, με τις Rothschild, Boston Consulting και Deloitte να έχουν αναλάβει το ζήτημα της μεταβίβασης των «κόκκινων» δανείων, τη «σύμπλευση» με το κανονιστικό και νομοθετικό πλαίσιο και την επίλυση του αναβαλλόμενου φόρου αντίστοιχα, στην έκθεση αναφέρονται τα εξής:
Α) «Βάσει της πρότασης όχι μόνο δεν ανατρέπονται, αλλά αντίθετα αξιοποιούνται οι υφιστάμενες υποδομές των τραπεζών, καθώς και οι συμμετοχές τρίτων μερών στους τομείς διαχείρισης των ΜΕΔ». Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, αυτό πρακτικά σημαίνει πως οι συνέργειες, που πραγματοποίησαν όλο το προηγούμενο διάστημα οι τράπεζες (βλ. Eurobank με DoValue και Πειραιώς με Intrum), προκειμένου να πάρουν… εμπρός οι τιτλοποιήσεις, θα αξιοποιηθούν και στην περίπτωση της Bad Bank, ο χαρακτήρας της οποίας, ωστόσο, θα είναι εθελοντικός.
Β) «Ενδεχόμενες ζημίες που σχετίζονται με το υφιστάμενο απόθεμα ΜΕΔ καλύπτονται αποκλειστικά από τις τράπεζες και όχι από τον Έλληνα φορολογούμενο, μέχρι του ελάχιστου ορίου του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας». Εν ολίγοις, τα κορονοδάνεια, που τραπεζικές πηγές υπολογίζουν σε περίπου 10 δισ. ευρώ, δεν θα μεταβιβαστούν στην Bad Bank, ενώ τα κεφάλαια για τη σύστασή της θα προέλθουν από τα εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, μέχρι του ορίου, που δεν απαιτείται επέμβαση της ΤτΕ για αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου.
«Τον Μάρτιο του 2020, ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας (Capital Adequacy Ratio) διαμορφώθηκε σε 16,2%, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν ένα αξιόλογο μαξιλάρι ασφαλείας για να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις αφενός από την πανδημία και αφετέρου από την ανάγκη ταχείας μείωσης του υφιστάμενου αποθέματος ΜΕΔ. Όμως είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits) το Μάρτιο του 2020 ανέρχονταν σε €15,5 δισεκ. ευρώ αντιπροσωπεύοντας το 54% των συνολικών εποπτικών κεφαλαίων», τονίζεται στην Έκθεση και προστίθεται: «Σύμφωνα με εκτιμήσεις των υπηρεσιών της ΤτΕ στα επόμενα τέσσερα τρίμηνα, χωρίς να ληφθούν υπόψη οποιεσδήποτε επιπτώσεις από την πανδημία, η συμμετοχή του DTC στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών θα προσεγγίσει το 75%2 . Στην πράξη αυτό συνεπάγεται ότι μεγάλο μέρος των εποπτικών κεφαλαίων θα εμφανίζεται ως μη καταβληθέν (με άγνωστο το χρονοδιάγραμμα καταβολής), ενώ τα δικαιώματα ψήφου θα είναι στη διάθεση μετόχων, το κεφάλαιο των οποίων θα έχει ουσιαστικά εξαϋλωθεί, με ότι αυτό συνεπάγεται για τις αρχές εταιρικής διακυβέρνησης».
Γ) «Η πρόταση δεν αποσκοπεί απλώς σε κεφαλαιακή ελάφρυνση, αλλά και σε εκτέλεση συναλλαγών σε όρους αγοράς, με τη συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών». Η Bad Bank, δηλαδή, θα αγοράζει σε αγοραίες τιμές τα NPEs των τραπεζών.