Κανένα σχόλιο δεν έχει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) για την εκ νέου παραπομπή του πρώην επικεφαλής της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), Ανδρέα Γεωργίου, σε δίκη. Όπως δήλωσε στην “Καθημερινή της Κυριακής” αξιωματούχος του διεθνούς οργανισμού, “το ΔΝΤ γνωρίζει την υπόθεση, και είναι πολιτική του να μη σχολιάζει δικαστικές διαδικασίες στα κράτη-μέλη του”.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα της κυριακάτικης εφημερίδας, η σιωπή των θεσμών προκαλεί εντύπωση σε ανθρώπους που συνεργάσθηκαν με τον κ. Γεωργίου, καθώς χαρακτηρίζουν μέχρι και “πραξικοπηματική” την εκ νέου παραπομπή του σε δίκη με την κατηγορία της ψευδούς βεβαίωσης των στοιχείων του δημοσιονομικού ελλείμματος. Όπως εκτιμούν, “η παραπομπή δεν συνάδει με δημοκρατική, ευρωπαϊκή χώρα” και προβλέπουν ότι το κόστος για τη χώρα θα είναι “τεράστιο”.
Καθώς ο κ. Γεωργίου έχει διατελέσει στο παρελθόν στέλεχος του ΔΝΤ, στην έδρα του διεθνούς οργανισμού στην Ουάσιγκτον επικρατεί αμηχανία. Στον διεθνή οργανισμό δεν θέλουν η όποια στάση τους για το θέμα να αποδοθεί σε αυτή τη σχέση. Ενώ όμως δεν σχολιάζει, το ΔΝΤ παρακολουθεί την υπόθεση με ανησυχία. Άλλωστε, η “κρίση Γεωργίου” εκτιμάται ότι θα επηρεάσει, έστω και εμμέσως, την πορεία του ελληνικού προγράμματος.
Το… δεκατριάχρονο
Και αυτό διότι, σε συνδυασμό με τις διάφορες μάχες οπισθοφυλακής εντός της κυβέρνησης, η παραπομπή του σε δίκη για τα πεπραγμένα του ως προέδρου μιας ανεξάρτητης αρχής προκαλεί ένα ακόμη πλήγμα στην εμπιστοσύνη των θεσμών προς την Ελλάδα. Όπως τονίζει χαρακτηριστικά πρώην αξιωματούχος του ΔΝΤ, “το να συμπεριφέρεται κανείς ως δεκατριάχρονο όταν νομίζει ότι δεν το βλέπει κανείς, το να αλλάζει τους κανόνες του παιχνιδιού, έχει κόστος”.
Επί της αρχής, οι θεσμοί θεωρούν ότι οι ανεξάρτητες αρχές πρέπει να λειτουργούν χωρίς πολιτικές επιρροές και άλλα προσκόμματα. Καθώς όμως έχουν δει και κατά το παρελθόν ότι στην πράξη αυτό παραμένει προβληματικό, ζήτησαν ασυλία για τους ξένους τεχνοκράτες που συμβουλεύουν το ΤΑΙΠΕΔ για τις αποκρατικοποιήσεις, κάτι που καθυστέρησε την πρώτη αξιολόγηση. Μάλιστα, η παραπομπή του κ. Γεωργίου πιθανώς να καθυστερήσει όχι μόνο τη δεύτερη αξιολόγηση, αλλά και τη συμφωνία για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, καθώς τα δύο συνδέονται: Η διαπραγμάτευση για το χρέος θα εξαρτηθεί από την πορεία του προγράμματος, και δη την πρόοδο στις μεταρρυθμίσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις.
Οι Ευρωπαίοι από την πλευρά τους ελπίζουν ότι τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ρύθμισης του ελληνικού χρέους, τα οποία σχεδιάζει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM), θα είναι αρκετά για να καθυστερήσουν κάποια έτη τις αποφάσεις για μία μεγαλύτερη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Σύμφωνα με δημοσίευμα της “Κ”, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θέλει να ετοιμάσει στη βάση των μέτρων του ESM τη δική της ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους τον Νοέμβριο, με το υπουργείο Οικονομικών να ελπίζει ότι αυτή θα ανοίξει τις πύλες για την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Σύμφωνα ωστόσο με όλες τις εκτιμήσεις, η ανάλυση βιωσιμότητας χρέους του ΔΝΤ θα επιμένει ότι αυτό δεν είναι βιώσιμο. Τα στελέχη του ΔΝΤ επιμένουν σε χαμηλότερες προβλέψεις για την ανάπτυξη, αλλά και για την αποδοτικότητα των μέτρων του προγράμματος σε σχέση με τους Ευρωπαίους.
Όπως εκτιμά ο καθηγητής διεθνών οικονομικών του American University Ράνταλ Χένινγκ, το ερώτημα τότε για την επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ θα είναι πώς θα επιλύσει αυτή τη διαφορά με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Διότι είναι σαφές πως οι χώρες της Ευρωζώνης δεν θέλουν να κάνουν σε αυτή τη φάση παραχωρήσεις προς την Ελλάδα για το χρέος, ενόψει των εκλογών στη Γερμανία και την Ολλανδία το επόμενο έτος. Ή, όπως φέρεται να το θέτει ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αν δώσει τώρα κάρτα ελευθέρας στην ελληνική κυβέρνηση, αυτή δεν θα εφαρμόσει τα συμφωνηθέντα και θα αλλάξει τους νόμους.
Αν το πρόσφατο παρελθόν προσφέρει μια καλή ένδειξη, πάντως, η επικεφαλής του ΔΝΤ θα διαχωρίσει τη θέση της από τους Ευρωπαίους, δημοσιοποιώντας τις αντιρρήσεις του διεθνούς οργανισμού. Όπως σχολιάζει ο πρώην αξιωματούχος, “το ΔΝΤ χρειάζεται πλέον μία συγκεκριμένη δέσμευση για το χρέος προτού αναλάβει μεγαλύτερη έκθεση στην Ελλάδα”. Ο διεθνής οργανισμός μπορεί να μην εμπιστεύεται την ελληνική κυβέρνηση για τις μεταρρυθμίσεις, αλλά δεν εμπιστεύεται ούτε τους Ευρωπαίους για την ελάφρυνση του χρέους.