Υπό αμφισβήτηση βρίσκονται τα “πλεονάσματα” τα οποία πέτυχε η κυβέρνηση την περίοδο 2017-2018, χάρη στην προηγούμενη μείωση των επικουρικών συντάξεων, των νέων κύριων συντάξεων, των εφάπαξ και των μερισμάτων, του εκμηδενισμού του ΕΚΑΣ, αλλά και της αύξησης των εργοδοτικών εισφορών του δημοσίου.
Από τις αρχές του τρέχοντος έτους, η παραπάνω κατάσταση έχει αλλάξει. Από τη μια μεριά, μια σειρά μέτρων τα οποία έχει ήδη εφαρμόσει, έχει εξαγγείλει ή εξετάζει η κυβέρνηση και οδηγούν σε αύξηση των συνταξιοδοτικών δαπανών, και από την άλλη η κάμψη που έχει εμφανισθεί στα έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές θέτουν σε κίνδυνο την παραπάνω ομαλή εκτέλεση του προϋπολογισμού του ΕΦΚΑ και, έτσι, και των άλλων ασφαλιστικών φορέων (δηλ. του ΕΤΕΑΕΠ, του ΕΟΠΥΥ και του ΟΑΕΔ), αναφέρει το capital.gr.
Φέτος, για τον ΕΦΚΑ προβλέπεται επισήμως πλεόνασμα το οποίο μετά βίας θα φτάσει μόλις τα 250 εκατ. ευρώ (έναντι 700 εκατ. ευρώ-800 εκατ. ευρώ την προηγούμενη διετία), ενώ για το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών το πλεόνασμα αναμένεται οριακό.
Και αυτό λόγω της ακύρωσης του μέτρου της μείωσης των παλαιών συντάξεων έως 18% μέσω του περιορισμού της αρνητικής “προσωπικής διαφοράς” από την 1/1/2019. Αν είχε εφαρμοσθεί το μέτρο αυτό, τα πλεονάσματα των Ταμείων θα έφταναν σχεδόν ή ακόμα και θα ξεπερνούσαν τα 3 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν αρκέστηκε μόνο στην παρέμβαση της ακύρωσης των περικοπών των παλαιών συντάξεων, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα να διατηρήσει τη συνταξιοδοτική δαπάνη στο ίδιο με πέρσι επίπεδο. Έχει εξαγγείλει άλλες δύο παρεμβάσεις για φέτος για τις νέες συντάξεις.
Η μία προβλέπει αύξηση του ποσοστού αναπλήρωσης (από το 50% στο 70%) για τις νέες συντάξεις χηρείας και η άλλη καταβολή της σύνταξης στους οφειλέτες επαγγελματίες και αγρότες, οι οποίοι έχουν θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Και τα δύο αυτά μέτρα, τα οποία θα αυξήσουν τις συνταξιοδοτικές δαπάνες, θα περιλαμβάνονται, σύμφωνα με τις έως τώρα πληροφορίες, στο νομοσχέδιο (σ.σ.: στο ίδιο που θα προβλέπει και τη ρύθμιση των 120 δόσεων), το οποίο ετοιμάζεται το Υπουργείο Εργασίας να καταθέσει στη Βουλή εντός των επομένων μερών .
Αν και πράγματι θα ελαφρύνουν την οικονομική κατάσταση πάνω από 120.000 ατόμων (50.000 δικαιούχων συντάξεων χηρείας και 80.000 οφειλετών που δεν μπορούν να βγουν στη σύνταξη λόγω ασφαλιστικών χρεών), παράλληλα θα επιβαρύνουν τον εύθραυστο προϋπολογισμό των Ταμείων.
Εξάλλου, οι εν λόγω παρεμβάσεις, οι οποίες αναμένονται να εφαρμοσθούν από το επόμενο μήνα οδηγώντας άμεσα σε αύξηση των δαπανών για συντάξεις, θα έλθουν σε μια στιγμή που τα έσοδα των Ταμείων από εισφορές δείχνουν σαφέστατα σημάδια κάμψης.
Οι εισπράξεις από τις εισφορές των επαγγελματιών και των αγροτών έχουν πέσει κατά 20%-30% στο α’ τρίμηνο του 2019 σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα πέρσι. Αλλά και στο πεδίο των εισπράξεων των εισφορών μισθωτής απασχόλησης, οι οποίες μέχρι πρότινος τράβαγαν το “κάρο” συνολικότερα των ασφαλιστικών εσόδων, υπάρχουν σημεία “κόπωσης”. Οι εν λόγω εισπράξεις έπεσαν τον περασμένο Μάρτιο. Και αυτό παρά τις προβλέψεις για αύξηση, λόγω της αύξησης του μεικτού κατώτατου μισθού κατά 11% από την 1/2/2019. Ενδεχομένως, πολλοί εργοδότες είτε δεν έδωσαν την αύξηση αυτή σε όσους είχαν κατοχυρώσει επίδομα τριετίας το 2012, είτε αντιστάθμισαν τις αυξήσεις με μετατροπές συμβάσεων ή απολύσεις-επαναπροσλήψεις με νέες συμβάσεις.
Εξάλλου, η πολύμηνη αναμονή των επιχειρηματιών για τη ρύθμιση των 120 δόσεων οδήγησε αρκετούς στην αθέτηση των υποχρεώσεών τους απέναντι στα Ταμεία. Όσον αφορά τις προβλέψεις για αυξήσεις των εσόδων από την εν λόγω ρύθμιση, αρμόδια στελέχη των Ταμείων αποφεύγουν -για την ώρα- να κάνουν οποιαδήποτε βάσιμη εκτίμηση. Και αυτό λόγω της προεκλογικής περιόδου, στην οποία έχει εισέλθει η χώρα.
Το “γκρίζο” τοπίο το οποίο διαμορφώνεται στα Ταμεία, τόσο από πλευράς δαπανών, όσο και από εσόδων δημιουργεί ερωτηματικά για το αν και κατά πόσο θα αντέξουν μελλοντικά να σηκώσουν το “βάρος” το οποίο θα προκύψει σε περίπτωση που η κυβέρνηση αποφασίσει να επιστρέψει, αναδρομικά, τις περικοπές τις οποίες υπέστησαν οι συνταξιούχοι το 2011-2012. Αν και το ενδεχόμενο αυτό, σύμφωνα με πληροφορίες του Capital.gr, έχει μεταφερθεί για το 2020 και μετά, οι σχετικές αποφάσεις αναμένεται -όπως αναφέρουν οι ίδιες πηγές- να ληφθούν φέτος.