Μπορεί η κυβέρνηση αμέσως μετά τη λήξη του χθεσινού Eurogroup να έσπευσε να πανηγυρίσει ότι η αξιολόγηση ολοκληρώθηκε και ότι θα δοθεί η δόση ύψους 10,3 δισ., η προσεκτικότερη, όμως, ανάγνωση τόσο του ανακοινωθέντος όσο και των δηλώσεων των ισχυρών της Ευρώπης κάθε άλλο παρά επιβεβαίωνουν την εικόνα αυτή.
Τόσο από τις δηλώσεις των κ.κ. Ντάισελμπλουμ, Μοσκοβισί και (κυρίως) Ρέγκλινγκ όσο και από το επίσημο κείμενο που εκδόθηκε μετά το Eurogroup προκύπτουν «γκρίζα» και αδιευκρίνιστα σημεία με άγνωστες συνέπειες για τους Έλληνες πολίτες.
Πρώτα και κύρια η κυβέρνηση αποσιωπά τεχνηέντως την αναφορά στο κείμενο των αποφάσεων ότι για να δοθεί η πρώτη δόση θα πρέπει να υπάρξει ένα συμπληρωματικό Μνημόνιο που θα πρέπει να εγκριθεί από τα εθνικά κοινοβούλια («Μετά την ολοκλήρωση της υιοθέτησης όλων των προαπαιτούμενων και υπό την προϋπόθεση ότι θα εγκριθούν από τα εθνικά κοινοβούλια, τα διοικητικά όργανα του ESM αναμένεται να αποδεχθούν το συμπληρωματικό Μνημόνιο και να εγκρίνουν την εκταμίευση της δεύτερης δόσης, βάσει του προγράμματος»).
Ένα δεύτερο στοιχείο έχει να κάνει με την αινιγματική αναφορά του επικεφαλής του ESM στο θέμα των δανείων. Ο Κλάους Ρέγκλινγκ στην παρέμβασή του κατά τη συνέντευξη τύπου έκανε λόγο για «πώληση όλων των δανείων στα ξένα funds» ως μια από τις αλλαγές που θα πρέπει να υπάρξουν προκειμένου να προχωρήσει η εκταμίευση της δόσης.
Η γενικόλογη αναφορά του προκαλεί προβληματισμό καθώς με το πολυνομοσχέδιο ήδη η κυβέρνηση έχει ανοίξει την πόρτα στα funds όλων των δανείων («κόκκινων» και «πράσινων») προστατεύοντας την πρώτη κατοικία μόνο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του 2017 και μόνο αν η αντικειμενική της αξία δεν ξεπερνά τις 140.000 ευρώ.
Τρίτο στοιχείο η αναφορά στη λίστα των προαπαιτουμένων για τα οποία οι δανειστές ζητούν αλλαγές προκειμένου να δώσουν το «πράσινο» φως για το θέμα της δόσης, του θέματος του ασφαλιστικού.
Στη συνέντευξη τύπου μετά τη λήξη του Eurogroup έγινε αναφορά σε ανάγκη αλλαγών στο ασφαλιστικό στη σκιά του τηλεγραφήματος του ΜΝΙ – πριν τη λήξη της συνεδρίασης των ευρωπαίων υπουργών Οικονομικών – για ενστάσεις των δανειστών σχετικά με την εξαγγελία Τσίπρα για το Ταμείο Κοινωνικής Αλληλεγγύης μέσω του οποίου θα επιχειρηθεί η αντικατάσταση του ΕΚΑΣ.
Δεν θα πρέπει επίσης να περάσει απαρατήρητη η αναφορά του Γερούν Ντάισελμπλουμ ότι «η Ελλάδα θα παραμείνει υπό εποπτεία και μετά το τέλος του προγράμματος» (2018) με δεδομένες τις εξελίξεις που θα υπάρξουν για το χρέος, αφού η όποια ελάφρυνση θα γίνει μετά το 2018, όπως συναίνεσε και το ΔΝΤ χθες.
Σε κάθε περίπτωση οι δανειστές πέταξαν και πάλι το μπαλάκι στην ελληνική πλευρά, αφού πριν από όλα θα πρέπει να κάνει εκείνη πάντα το πρώτο βήμα για όσα ζητάει, παίρνοντας μέτρα και προχωρώντας σε αποκρατικοποιήσεις και είσπραξη των φόρων.
Όσο αυτό θα γίνεται, οι δανειστές θα αξιολογούν και θα αποφασίζουν τόσο για την εκταμίευση των δόσεων, όσο και για «πιθανή ελάφρυνση», που ήταν ο όρος τον οποίο επαναλαμβάνανε επί σχεδόν μία ώρα ο πρόεδρος Ντάισελμπλουμ, ο Επίτροπος Μοσκοβισί και επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ, όσο διαρκούσε η συνέντευξη Τύπου που έδιναν στις 3 τα ξημερώματα (ώρα Ελλάδος) μετά τη λήξη του Eurogroup.
Παράλληλα με τη συμφωνία η κυβέρνηση δέχθηκε ότι θα πρέπει να πετύχει πλεόνασμα 3,5% το 2018 με κάθε κόστος ενώ στην πραγματικότητα με τα 7,5 δισ. της πρώτης «εύκολης» δόσης το μόνο που διασφαλίστηκε είναι η αποπληρωμή των δανειστών και όχι η ανακούφιση ή η ενίσχυση της ελληνικης οικονομίας.
Το μόνο για το οποίο υπήρξε απόλυτη συμφωνία τελικά ήταν το θέμα του «κόφτη» μισθών και συντάξεων καθώς, όπως φαίνεται στην ανακοίνωση του Eurogroup οι δανειστές το θεωρούν «εγγύηση» για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.