Το επάγγελμα του συγγραφέα είναι περιβεβλημένο με ακτινοβολία και αίγλη που πηγάζουν από το γεγονός ότι η συγγραφή αποτελεί ελκυστική δημιουργική ενασχόληση, άμεσα συνυφασμένη με την πνευματικότητα.
Ενώ σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο, οι συγγραφείς απολαμβάνουν την εκτίμηση και το σεβασμό του συνολικού εκδοτικού και βιβλιοεμπορικού κατεστημένου και του αναγνωστικού κοινού, στην Ελλάδα αντιμετωπίζονται περίπου σαν είλωτες.
Πρωτίστως οι εκδότες βιβλίου και δευτερευόντως οι βιβλιοπώλες τους αντιμετωπίζουν απαξιωτικά, σαν να μην τρέφονται από τη δημιουργική δύναμη του μυαλού τους.
Του Ανδρέα Μήλιου*
Η ειλωτεία των συγγραφέων στοιχειοθετείται από τα ακόλουθα:
α) Οι συγγραφείς λαμβάνουν το μικρότερο ποσοστό κέρδους από όλους του λοιπούς εμπλεκόμενους στην αγορά του βιβλίου. Ελάχιστοι, ίσως οι είκοσι εμπορικότεροι συγγραφείς, καταφέρνουν να πάρουν ποσοστό μεγαλύτερο του 10% της ονομαστικής τιμής του βιβλίου. Εκδότες και βιβλιοπώλες καρπούνται τη μερίδα του λέοντος της τιμής.
β) Οι εκδότες είναι οι μόνοι οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να αυξήσουν περαιτέρω το ποσοστό κέρδους τους, καθώς είναι οι μόνοι που γνωρίζουν τον πραγματικό αριθμό των αντιτύπων που τυπώνονται. Οι συγγραφείς κινούνται σε απόλυτο, πυκνό σκοτάδι. Δεν είναι σε καμία περίπτωση σε θέση να γνωρίζουν πόσα αντίτυπα τυπώθηκαν, πόσα πουλήθηκαν, πότε έγινε ανατύπωση ή επανέκδοση. Οι περισσότεροι εκδότες δεν ενημερώνουν τους συγγραφείς για τα πραγματικά μεγέθη και, όταν ενίοτε τηρούν τα προσχήματα και το κάνουν, η ενημέρωση είναι τις περισσότερες φορές ανειλικρινής.
Οι συγγραφείς, παντελώς ανίσχυροι να ελέγξουν οποιαδήποτε φάση της διαδικασίας εκτύπωσης και πώλησης των βιβλίων τους, βρίσκονται στο περιθώριο και αντιμετωπίζονται ως παρίες του συστήματος και όχι ως κινητήρια γρανάζια.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση φίλου συγγραφέα, ο οποίος το πρώτο εξάμηνο έκδοσης του βιβλίου του υπέγραψε προσωπικά μόνο σε παρουσιάσεις και φίλους 385 αντίτυπα, ενώ ο εκδότης του τον διαβεβαίωσε ότι την ίδια περίοδο πουλήθηκαν 235 αντίτυπα. Η απόκρυψη της φορολογητέας ύλης ξεπερνά το 40%, χωρίς τον υπολογισμό της φορολογίας που θα προέκυπτε για εκδότη και συγγραφέα. Καθόλου άσχημα!
γ) Με εξαίρεση τους είκοσι περίπου εμπορικότερους συγγραφείς, οι υπόλοιποι βρίσκουν δύσκολα εκδότη και όταν βρίσκουν τους ζητείται όχι ευκαταφρόνητη συμμετοχή, η οποία κυμαίνεται από 1500 μέχρι 5.000 ευρώ.
δ) Στα συμβόλαια των συγγραφέων τίθεται κατά κανόνα ο όρος ότι δικαιώματα θα αποδοθούν μετά από την πώληση ενός αριθμού αντιτύπων, που συνήθως είναι τα 300.
ε) Τέλος, πολλοί συγγραφείς από αυτούς που εκδίδουν επιστημονικές μελέτες,στοχεύοντας στην κατάληψη μιας θέσης σε πανεπιστήμιο, δεν διαθέτουν ούτε υποτυπώδη συμβόλαια με τους εκδότες, καθιστάμενοι έτσι έρμαια απόλυτης εκμετάλλευσης.
Και ενώ αυτά είναι τα κυριότερα στοιχεία της ειλωτίας, το επάγγελμα του βιβλιοεκδότη φαίνεται πως είναι ιδιαίτερα αποδοτικό. Διαφορετικά, σε μια χώρα ένδεκα εκατομμυρίων με αγοραστικό κοινό δέκα με δέκα πέντε χιλιάδες και αναγνωστικό κοινό γύρω στις τριάντα χιλιάδες, δεν θα δραστηριοποιούνταν μια χιλιάδα περίπου εκδοτικοί οίκοι. Σύμφωνα με στοιχεία του ΕΛΚΕΒΙ, το 2011 ήταν καταγραμμένοι 927 εκδότες, οι οποίοι εξέδωσαν 8.533 τίτλους βιβλίων. Ο τζίρος της ίδιας χρονιάς εκτιμάται σε περίπου 350 εκατ. ευρώ.
Μέχρι σήμερα, καμία κυβέρνηση δεν θέλησε να ελέγξει την εκδοτική διαδικασία και να προστατέψει τους συγγραφείς. Οι υπηρέτες της Αθηνάς αφέθηκαν βορά στα αρπακτικά νύχια των υπηρετών του κερδώου Ερμή.
Γιατί είναι δύσκολο αλήθεια να νομοθετηθεί η εισαγωγή ενός μοναδικού αύξοντος αριθμού σε κάθε αντίτυπο, ώστε ο συγγραφέας να έχει τη δυνατότητα ιχνηλάτησης της ποσότητας των αντιτύπων που τυπώθηκαν και οι ελεγκτικές αρχές τη δυνατότητα ελέγχου της διακινούμενης φορολογητέας ύλης;
Γιατί επιτρέπει το κράτος να διαφημίζονται ανύπαρκτες εκδόσεις των δεκάδων χιλιάδων αντιτύπων, με στόχο τον επηρεασμό της αγοραστικής συμπεριφοράς των αναγνωστών, όταν τα πραγματικά μεγέθη είναι υποδεκαπλάσια;
Ο έλεγχος και η εξυγίανση του εκδοτικού κυκλώματος του βιβλίου είναι ηθική υποχρέωση των κυβερνώντων προς τους πνευματικούς δημιουργούς. Οι ίδιοι οι συγγραφείς δεν φαίνεται να είναι σε θέση να δράσουν και να αντιδράσουν, πρωτίστως λόγω της φύσης της δουλειάς τους και δευτερευόντως λόγω της αδυναμίας συνεργασίας μεταξύ τους, γεγονός που αποδεικνύεται από την ύπαρξη πολλών ενώσεων συγγραφέων αντί μιας, ισχυρής και πανελλήνιας.
Συνεπώς, το βάρος της προστασίας των συμφερόντων των συγγραφέων πέφτει στο κράτος και στους θεσμικούς οργανισμούς που προστατεύουν και υπερασπίζονται τα δικαιώματά τους (Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Οργανισμός Συλλογικής Διαχείρισης Έργων του Λόγου – ΟΣΔΕΛ).
Οι δύο τελευταίοι είναι οι μόνοι που μπορούν να πιέσουν την Εκτελεστική Εξουσία για νομοθέτηση ρυθμίσεων που θα τροποποιούν τους όρους του παιχνιδιού υπέρ των συμφερόντων των δημιουργών και θα αποκαθιστούν τη στατικότητα του σαθρού οικοδομήματος της Νέας Σπάρτης.
Εκτός και εάν οι νέοι συγγραφείς αντιληφθούν σε κάποια στιγμή τη θεμελιώδη σημασία και δύναμη της συλλογικής συνεργασίας και αποφασίσουν να συγκροτήσουν μια πανελλήνια, ισχυρή ένωση συγγραφέων, η οποία δεν θα επιτρέπει στους υπηρέτες του κερδώου Ερμή να εκμεταλλεύονται χωρίς ουσιαστική ανταπόδοση τον πνευματικό τους μόχθο.
* Ο Ανδρέας Μήλιος είναι διδάκτωρ Πολιτειολογίας του πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης, οικονομολόγος.