Ένα νέο τοπίο διαμορφώνεται στο “καθεστώς” των εισφορών υπέρ της επικουρικής ασφάλισης και των εφάπαξ παροχών.
Αυτό γίνεται σαφές από τις εφαρμοστικές εγκυκλίους τις οποίες εξέδωσε ο Υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης, κ. Τάσος Πετρόπουλος, κατ’ εφαρμογή διατάξεων που πέρασε η κυβέρνηση το 2016 και συμπληρωματικά το 2018.
Σύμφωνα με αυτές και όπως δημοσιεύει το Capital.gr, κοντά στους 250.000 αυτoαπασχολούμενους (κυρίως μηχανικοί, γιατροί και δικηγόροι) θα πρέπει να καταβάλουν ελάχιστες εισφορές υπέρ του επικουρικού και εφάπαξ από φέτος, αλλά και αναδρομικά για την περίοδο 2017 -2018.
Οι αναδρομικές εισφορές θα πρέπει να καταβληθούν σε 36 δόσεις, ενώ οι τρέχουσες κάθε μήνα, αρχής γενομένης από τον Ιανουάριο του 2019.
Σημαντικά, επίσης, είναι δύο ακόμα στοιχεία τα οποία επισημαίνουν οι εγκύκλιοι Πετρόπουλου.
Το πρώτον είναι ότι από τον ερχόμενο Ιούνιο μειώνονται στο 6,5% οι εισφορές του επικουρικού έναντι 7% που είναι για την περίοδο Ιανουαρίου 2017-Μαΐου 2019.
Επίσης, στις περιπτώσεις παράλληλης ασφάλισης, οι αντίστοιχες εισφορές για την επικουρική ασφάλιση και το εφάπαξ θα παρακρατούνται μόνο μία φορά επί του προβλεπόμενου κατώτατου μισθού, ανεξαρτήτως του αριθμού των υπαγόμενων δραστηριοτήτων. Σε περίπτωση, μάλιστα, μισθωτής απασχόλησης και παράλληλης αυτοαπασχόλησης, η κράτηση θα γίνεται μόνο από τη μισθωτή απασχόληση.
Πιο αναλυτικά, οι δύο εγκύκλιοι, ανά κλάδο ασφάλισης (επικουρικό και εφάπαξ), προβλέπουν τα ακόλουθα:
Εισφορές επικουρικής ασφάλισης
Από την 1-1-2017 μέχρι και 31-5-2019 το ποσό της μηνιαίας εισφοράς του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του ΕΤΕΑΕΠ όλων των αυτοαπασχολουμένων και ελευθέρων επαγγελματιών ασφαλισμένων πριν και μετά την 1-1-1993 διαμορφώνεται σε ποσοστό 7% και υπολογίζεται “επί του κατωτάτου βασικού μισθού μισθωτού, όπως εκάστοτε ισχύει.
Με τη θέσπιση της διάταξης αυτής επέρχεται αλλαγή στη βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών υπέρ επικουρικής ασφάλισης για όλους τους αυτοαπασχολούμενους και τους ελεύθερους επαγγελματίες.
Ειδικότερα, από την 01-01-2017 για τη συγκεκριμένη κατηγορία ασφαλισμένων η ασφαλιστική εισφορά υπέρ επικουρικής ασφάλισης θα υπολογίζεται μηνιαία επί του κατωτάτου μισθού μισθωτού.
Επιπλέον, προσδιορίζεται ότι για τους ασφαλισμένους του πρώην Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Πρατηριούχων Υγρών Καυσίμων το εν λόγω ποσοστό καθώς και η νέα βάση υπολογισμού ισχύουν και εφαρμόζονται από την 01-12-2012, ενώ για τους ασφαλισμένους του πρώην Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Αρτοποιών από την 01-01-2015.
Επισημαίνεται ότι για τους ασφαλισμένους που προέρχονται από το πρώην ΕΤΑΑ και τους αυτοαπασχολούμενους αποφοίτους σχολών ανώτατης εκπαίδευσης, που είναι εγγεγραμμένοι σε επιστημονικούς συλλόγους ή επιμελητήρια που έχουν τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προερχόμενοι από τον πρώην ΟΑΕΕ, κατά την πρώτη πενταετία από την υπαγωγή τους στην ασφάλιση ορίζεται ότι τα προβλεπόμενα κάθε φορά για επικουρική ασφάλιση ποσοστά υπολογίζονται επί του 70% του κατωτάτου βασικού μισθού μισθωτού.
Προβλέπεται εκ νέου η τμηματική μείωση του ποσοστού της μηνιαίας εισφοράς για επικουρική ασφάλιση.
Ειδικότερα, από την 01-06-2019 και μέχρι τις 31-05-2022 το εν λόγω ποσοστό των αυτοαπασχολουμένων και ελευθέρων επαγγελματιών διαμορφώνεται σε 6,5%, ενώ από 01-06-2022 και εφεξής το ποσοστό διαμορφώνεται στο 6%.
Επίσης, από την 01-01-2019 επέρχεται μεταβολή και στη βάση υπολογισμού του μηνιαίου ποσοστού εισφοράς των έμμισθων δικηγόρων πριν και μετά την 01-01-1993, του οικείου τομέα του κλάδου επικουρικής ασφάλισης του πρώην ΕΤΑΑ (πρώην Τομέας Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων ΤΕΑΔ) σήμερα Κλάδος Επικουρικής Ασφάλισης του ΕΤΕΑΕΠ.
Συγκεκριμένα, από την εν λόγω ημερομηνία και μέχρι 31-05-2019 για όλους τους έμμισθους δικηγόρους, πριν και μετά την 01-01-1993, το ποσό της μηνιαίας εισφοράς υπολογίζεται σε ποσοστό 3,5% για τον ασφαλισμένο και 3,5% για τον εντολέα, επί του κατωτάτου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού, όπως εκάστοτε ισχύει.
Διευκρινίζεται ότι η εν λόγω διάταξη αφορά όλους τους δικηγόρους που παρέχουν τις υπηρεσίες τους είτε στον ιδιωτικό είτε στον δημόσιο τομέα.
Σε περιπτώσεις παράλληλης ασφάλισης, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να εξετάζεται για κάθε δραστηριότητα ξεχωριστά αν η κράτηση γίνεται στο εισόδημα (αποδοχές) ή στον κατώτατο μισθό με βάση τις κείμενες διατάξεις.
Έτσι, μπορεί να προκύψουν οι παρακάτω περιπτώσεις παράλληλης ασφάλισης:
– Στις περιπτώσεις μισθωτής απασχόλησης που η κράτηση γίνεται επί του εισοδήματος (των αποδοχών) για όλες τις υπαγόμενες δραστηριότητες, παρακρατείται το ποσό της εισφοράς ως είχε επί του εισοδήματος (αποδοχών) της κάθε μισθωτής απασχόλησης.
Για παράδειγμα, σε περίπτωση μισθωτού μηχανικού στο Δημόσιο, ο οποίος παράλληλα απασχολείται ως μισθωτός μηχανικός σε ιδιώτη, μετά από σχετική άδεια από το υπηρεσιακό συμβούλιο, η παρακράτηση γίνεται επί των αποδοχών από κάθε δραστηριότητα (μισθωτή απασχόληση).
Εάν το ποσό εισφοράς για επικουρική ασφάλιση που υπολογίζεται επί του εισοδήματος υπερκαλύπτει το ποσό της μηνιαίας εισφοράς που υπολογίζεται επί του κατώτατου μισθού μισθωτού, δεν παρακρατείται επιπλέον εισφορά πέραν από αυτή που υπολογίζεται επί του εισοδήματος.
– Στις περιπτώσεις που για κάποιες δραστηριότητες γίνεται κράτηση επί του εισοδήματος (των αποδοχών) λόγω μισθωτής απασχόλησης και παράλληλα υπάρχουν δραστηριότητες για τις οποίες γίνεται κράτηση επί του προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού, γίνεται η κράτηση μόνο επί των εισοδημάτων (των αποδοχών) των δραστηριοτήτων της πρώτης κατηγορίας από τη μισθωτή απασχόληση. Αυτό διότι τα εισοδήματα αυτά καλύπτουν το προβλεπόμενο ποσό εισφοράς που προβλέπεται για τις δραστηριότητες της δεύτερης κατηγορίας.
Για παράδειγμα, μηχανικός ο οποίος εργάζεται ως μισθωτός στο Δημόσιο με μισθό π.χ. 1.000 ευρώ μηνιαίως και παράλληλα διατηρεί τεχνικό γραφείο, βάσει των ισχυουσών διατάξεων, θα καταβάλει εισφορά μόνο επί του εισοδήματος, ήτοι εν προκειμένω θα καταβάλει ποσό 70 ευρώ (1.000€ x 7%), το οποίο επιμερίζεται σε ποσό 35 ευρώ για τον εργοδότη και 35 ευρώ για τον εργαζόμενο.
Ειδικότερες είναι οι περιπτώσεις στις οποίες τα εισοδήματα από τις δραστηριότητες για τις οποίες γίνεται κράτηση επί του εισοδήματος, είναι συνολικά κατώτερα από τον προβλεπόμενο κατώτατο βασικό μισθό (περιπτώσεις μερικής απασχόλησης).
Σε αυτές τις περιπτώσεις, γίνεται κράτηση επί των εισοδημάτων από τις δραστηριότητες αυτές, και το υπολειπόμενο ποσό έως τη συμπλήρωση της εισφοράς που προκύπτει επί του προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού καλύπτεται από τις υπόλοιπες δραστηριότητες.
– Στις περιπτώσεις που η κράτηση γίνεται επί του προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού για όλες τις υπαγόμενες δραστηριότητες, το ποσό αυτό παρακρατείται μία φορά. Για παράδειγμα:
Σε περίπτωση έμμισθου δικηγόρου, ο οποίος διατηρεί και δικό του γραφείο, θα καταβληθεί από την απασχόλησή του ως έμμισθου δικηγόρου, με επιμερισμό μεταξύ εντολέα και δικηγόρου η προβλεπόμενη εισφορά επί του προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού.
Επίσης, περίπτωση αυτοαπασχολούμενου που διατηρεί Πρατήριο Υγρών Καυσίμων και Φούρνο, θα καταβληθεί μία εισφορά υπολογιζόμενη επί του προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού.
– Επισημαίνεται ότι για τα πρόσωπα της παρ. 9 του άρθρου 39 του ν. 4387/2016 (σ.σ.: μπλοκάκια) όπως έχει αντικατασταθεί και ισχύει, για τα οποία προκύπτει ότι το εισόδημά τους προέρχεται από την απασχόλησή τους σε έως δύο φυσικά ή νομικά πρόσωπα εξακολουθούν και εφαρμόζονται αναλογικά, ως προς το ύψος, τον τρόπο υπολογισμού και τον υπόχρεο καταβολής της εισφοράς οι διατάξεις περί μισθωτής απασχόλησης.
– Δίδεται η δυνατότητα στους εν λόγω ασφαλισμένους να επιλέξουν κατόπιν αιτήσεώς τους οποτεδήποτε τα ως άνω ποσοστά να υπολογίζονται επί ανωτέρας βάσης υπολογισμού απ’ αυτήν που προκύπτει με βάση τον εκάστοτε ισχύοντα κατώτατο βασικό μισθό μισθωτού. Με την εν λόγω αίτησή τους μπορούν να καθορίσουν επίσης το ύψος της βάσης υπολογισμού καθώς και το χρονικό διάστημα για το οποίο επιθυμούν να καταβάλουν το προβλεπόμενο ποσοστό σε ανώτερη βάση.
– Με τη διάταξη της περίπτωσης η΄ προβλέπεται εξουσιοδοτική διάταξη για την έκδοση απόφασης του Υπουργού Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με την οποία καθορίζεται ο τρόπος επιλογής της ανώτερης βάσης υπολογισμού, ο τρόπος εξόφλησης των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της εν λόγω ρύθμισης.
Οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές αυτοαπασχολουμένων και ελευθέρων επαγγελματιών, που αφορούν τη χρονική περίοδο από 01-01-2017 έως 31-12-2018, οι οποίες δεν έχουν αναζητηθεί από το ΕΤΕΑΕΠ λόγω τεχνικών δυσχερειών, υπολογίζονται χωρίς πρόσθετα τέλη, τόκους και προσαυξήσεις κεφαλαιοποιούνται και εξοφλούνται σε 36 ισόποσες μηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από τον Ιανουάριο του 2019.
Εισφορές εφάπαξ
Διαφοροποιείται από 1-1-2017 η βάση υπολογισμού της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς υπέρ του Κλάδου Εφάπαξ Παροχών του ΕΤΕΑΕΠ για όλους τους “παλαιούς” και “νέους ασφαλισμένους” αυτοτελώς απασχολούμενους.
Επίσης, διαφοροποιείται από 1-1-2019 η βάση υπολογισμού της ασφαλιστικής εισφοράς υπέρ του Κλάδου Εφάπαξ Παροχών του ΕΤΕΑΕΠ για όλους τους πριν και µετά την 01-01-1993 ασφαλισµένους, έµµισθους δικηγόρους, µισθωτούς µηχανικούς και υγειονομικούς, των οικείων τοµέων του κλάδου πρόνοιας του πρ. ΕΤΑΑ.
Ειδικότερα, για όλους τους πριν και µετά την 01-01-1993 ασφαλισµένους, έµµισθους δικηγόρους, µισθωτούς µηχανικούς και υγειονομικούς, των οικείων τοµέων του κλάδου πρόνοιας του πρ. ΕΤΑΑ, το ποσό της µηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς, ορίζεται από 01-01-2019, σε ποσοστό 4%, υπολογιζόµενο επί του ποσού που αντιστοιχεί στον κατώτατο βασικό µισθό µισθωτού, όπως εκάστοτε ισχύει.
Ειδικά για τους έµµισθους δικηγόρους το ποσοστό 4% επιµερίζεται σε 2% για τον ασφαλισµένο και σε 2% για τον εντολέα.
Οι ασφαλισµένοι µε αίτησή τους στο ΕΤΕΑΕΠ µπορούν να επιλέξουν το ποσοστό 4% να υπολογίζεται επί ανώτερης βάσης υπολογισµού και να καθορίσουν το χρονικό διάστηµα εφαρµογής της.
Για τους αυτοτελώς απασχολούμενους, το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς ορίζεται από 1-1-2017 σε ποσοστό 4%. Το ποσοστό αυτό ισχύει για παλαιούς και για νέους ασφαλισμένους. Ως βάση υπολογισμού θεωρείται ο κατώτατος βασικός µισθός µισθωτού.
Από 01-01-2017, ειδικά για τους Αυτοτελώς Απασχολούμενους παλαιούς και νέους ασφαλισμένους που υπάγονται ή θα υπάγονταν, στην ασφάλιση του πρ. ΕΤΑΑ, το παραπάνω ποσοστό 4% κατά την πρώτη πενταετία από την υπαγωγή τους στην ασφάλιση υπολογίζεται επί του 70% του εκάστοτε προβλεπόµενου κατώτατου βασικού µισθού άγαµου µισθωτού.
Σε περιπτώσεις παράλληλης ασφάλισης, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να εξετάζεται για κάθε δραστηριότητα ξεχωριστά αν η κράτηση γίνεται στο εισόδημα (αποδοχές) ή στον κατώτατο βασικό μισθό με βάση τις κείμενες διατάξεις.
Με βάση τα παραπάνω μπορεί να προκύψουν οι παρακάτω περιπτώσεις παράλληλης ασφάλισης:
– Στις περιπτώσεις μισθωτής απασχόλησης που η κράτηση γίνεται επί του εισοδήματος για όλες τις υπαγόμενες δραστηριότητές του, παρακρατείται το ποσό της εισφοράς, ως είχε, επί του εισοδήματος (αποδοχών) της κάθε μισθωτής απασχόλησης.
Για παράδειγμα, σε περίπτωση ξενοδοχοϋπαλλήλου, νέου ασφαλισμένου, ο οποίος απασχολείται και ως υπάλληλος σε εμπορική επιχείρηση, η παρακράτηση γίνεται επί των αποδοχών από κάθε δραστηριότητα (μισθωτή απασχόληση).
Εάν το ποσό εισφοράς για τον Κλάδο Εφάπαξ Παροχών του ΕΤΕΑΕΠ που υπολογίζεται επί του εισοδήματος υπερκαλύπτει το ποσό της μηνιαίας εισφοράς που υπολογίζεται επί του κατώτατου βασικού μισθού μισθωτού, δεν παρακρατείται επιπλέον εισφορά πέρα από αυτή που υπολογίζεται επί του εισοδήματος.
– Στις περιπτώσεις που για κάποιες δραστηριότητες γίνεται κράτηση επί του εισοδήματος (των αποδοχών) και παράλληλα υπάρχουν δραστηριότητες για τις οποίες γίνεται κράτηση επί του προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού μισθωτού γίνεται η κράτηση μόνο επί των εισοδημάτων (των αποδοχών) των δραστηριοτήτων της πρώτης κατηγορίας από τη μισθωτή απασχόληση.
Αυτό διότι τα εισοδήματα αυτά καλύπτουν το προβλεπόμενο ποσό εισφοράς που προβλέπεται για τις δραστηριότητες της δεύτερης κατηγορίας.
Για παράδειγμα, μηχανικός ο οποίος εργάζεται ως μισθωτός στο Δημόσιο με μισθό π.χ. 1.000 ευρώ μηνιαίως (ως διοικητικός υπάλληλος) και παράλληλα διατηρεί τεχνικό γραφείο, βάσει των ισχυουσών διατάξεων, θα καταβάλει εισφορά μόνο επί του εισοδήματος (των αποδοχών) από τη μισθωτή απασχόλησή του στο Δημόσιο, ήτοι και εν προκειμένω θα καταβάλει ποσό 40 ευρώ (δηλαδή 1.000 ευρώ x 4%).
Ειδικότερες είναι οι περιπτώσεις στις οποίες τα εισοδήματα από τις δραστηριότητες για τις οποίες γίνεται κράτηση επί του εισοδήματος είναι συνολικά κατώτερα από τον προβλεπόμενο κατώτατο βασικό μισθό (περιπτώσεις μερικής απασχόλησης).
Σε αυτές τις περιπτώσεις, γίνεται κράτηση επί των εισοδημάτων από τις δραστηριότητες αυτές και το υπολειπόμενο ποσό έως τη συμπλήρωση της εισφοράς που προκύπτει επί του προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού καλύπτεται από τις υπόλοιπες δραστηριότητες.
– Στις περιπτώσεις που η κράτηση γίνεται επί του προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού για όλες τις υπαγόμενες δραστηριότητες, το ποσό αυτό παρακρατείται μία φορά.
Για παράδειγμα σε περίπτωση έμμισθου δικηγόρου, ο οποίος διατηρεί και δικό του γραφείο, θα καταβληθεί η προβλεπόμενη εισφορά από τη μισθωτή απασχόληση επί του προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού, με επιμερισμό μεταξύ εντολέα και δικηγόρου. Επίσης σε περίπτωση μηχανικού, ο οποίος διατηρεί δικό του γραφείο και είναι και εργολήπτης δημοσίων έργων θα καταβάλει μία εισφορά επί του προβλεπόμενου κατωτάτου βασικού μισθού.
Για τους ασφαλισμένους που αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών και για τους οποίους προκύπτει ότι το εισόδημά τους προέρχεται από την απασχόλησή τους σε ένα ή και δύο πρόσωπα θα καταβάλλονται από 1-1-2019 οι παρακάτω εισφορές: για τους µηχανικούς και υγειονομικούς, ποσοστό 4%, υπολογιζόµενο επί του ποσού που αντιστοιχεί στον κατώτατο βασικό µισθό µισθωτού.
Οι ασφαλισµένοι, µε αίτησή τους, που υποβάλλεται στο ΕΤΕΑΕΠ οποτεδήποτε, µπορούν να επιλέξουν το ποσοστό 4% να υπολογίζεται επί ανώτερης βάσης υπολογισµού από εκείνη που προκύπτει βάσει του εκάστοτε ισχύοντος κατώτατου βασικού µισθού µισθωτού και να καθορίσουν το χρονικό διάστηµα εφαρµογής της.
Οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές αυτοαπασχολουμένων και ελευθέρων επαγγελματιών, που αφορούν τη χρονική περίοδο από 1-1-2017 έως 31-12-2018, οι οποίες δεν έχουν αναζητηθεί από το ΕΤΕΑΕΠ λόγω τεχνικών δυσχερειών, υπολογίζονται χωρίς τόκους, πρόσθετα τέλη και προσαυξήσεις, κεφαλαιοποιούνται και εξοφλούνται σε 36 ισόποσες μηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από τον Ιανουάριο του 2019.