Το μυστικό της επιτυχίας σε μία εποχή αβεβαιότητας, στην πολιτική και την οικονομία, αναζήτησαν οι συμμετέχοντες σε κλειστή εκδήλωση της The Boston Consulting Group (BCG), που έλαβε χώρα χθες, Δευτέρα 30 Ιανουαρίου, στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία με τίτλο “Επιτυγχάνοντας σε αβέβαιους καιρούς”, σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση.
Στην εκδήλωση, την οποία παρακολούθησαν ανώτατα στελέχη επιχειρήσεων, κεντρικοί ομιλητές ήταν ο Γιάννης Στουρνάρας, Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, και ο Martin Reeves, Επικεφαλής του Ινστιτούτου Στρατηγικής της BCG.
Ακολούθησε συζήτηση στρογγυλής τραπέζης, υπό τον συντονισμό του δημοσιογράφου Αλέξη Παπαχελά, με τη συμμετοχή του κ. Στουρνάρα, του κ. Reeves και του κ. Hans-Paul Buerkner, Προέδρου της BCG Group παγκοσμίως. Την εισαγωγική τοποθέτηση στην εκδήλωση πραγματοποίησε ο Βασίλης Αντωνιάδης, Senior Partner and Managing Director της BCG στην Ελλάδα.
Ο κ. Στουρνάρας μίλησε κυρίως για το ευρωπαϊκό πλαίσιο, επισημαίνοντας ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους, καθώς στην επόμενη κρίση η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν θα μπορεί να είναι τόσο αποτελεσματική, λόγω της χαμηλής ανάπτυξης στην Ευρώπη επί σειρά ετών και του περιορισμένου δημοσιονομικού χώρου σε πολλά κράτη-μέλη, αναφέρεται στην ανακοίνωση.
Παραδέχθηκε ότι μπορεί μεν να μην είναι ρεαλιστικό ένα “ευρωπαϊκό κράτος” αυτή τη στιγμή, ωστόσο υποστήριξε ότι υπάρχουν λύσεις. Ειδικότερα πρότεινε την ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και σε βάθος δεκαετίας τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου, που θα δανείζει ως τελευταία καταφυγή σε κράτη-μέλη, όπως έκανε η ΕΚΤ μέχρι σήμερα.
“Η άποψη ότι για την ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να περιμένουμε για πιο κατάλληλες εποχές είναι επικίνδυνη”, σχολίασε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, ο οποίος ζήτησε επίσης βελτιώσεις στο πακέτο Γιούνκερ και έναν πανευρωπαϊκό μηχανισμό υποστήριξης των ανέργων.
Κατά τη συζήτηση, ο κ. Στουρνάρας σημείωσε επίσης ότι η Ελλάδα έκανε μεν λάθη στο παρελθόν, αλλά από το 2010 και εντεύθεν η προσαρμογή στη χώρα μας ήταν η μεγαλύτερη δυνατή μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ όσον αφορά στην ανταγωνιστικότητα. “Ασφαλώς χρειάζονται πολλά ακόμη, αλλά από την άλλη, το 90% των απαραίτητων προσαρμογών έχει γίνει και μας έμεινε το 10%. Θα ήταν κρίμα εάν εξαιτίας αυτού του 10% κατέρρεε το οικοδόμημα”, είπε ο διοικητής της ΤτΕ.
Από την πλευρά του, ο κ. Reeves παρέθεσε συγκεκριμένα παραδείγματα του τρόπου με τον οποίο αντέδρασαν στην αβεβαιότητα της κρίσης διεθνείς εταιρείες όπως η Ford, η Amazon, η Alibaba, η IBM, η BMW, η Daimler, η General Motors. Παραδείγματα που αφορούσαν κυρίως στην προσαρμοστικότητα στις νέες συνθήκες.
Σημείωσε ότι οι στρατηγικές ανανέωσης αποτυγχάνουν σε ποσοστό 75%, είτε γιατί δεν φτάνουν στο βάθος που χρειάζεται είτε γιατί περιλαμβάνουν κυρίως μέτρα αμυντικά (περικοπή κόστους) και όχι στρατηγικές ανάπτυξης.
Διαφώνησε πάντως με την άποψη ότι η αυξημένη αβεβαιότητα έχει “σκοτώσει” την κλασική στρατηγική, αναφέροντας κατευθυντήριες γραμμές για τους επικεφαλείς επιχειρήσεων σε αυτό το καθεστώς αβεβαιότητας: καταρχήν, να αποδεχθούν πως η αβεβαιότητα είναι η νέα κανονικότητα και η στρατηγική τους προσέγγιση πρέπει να συνδυαστεί με το νέο περιβάλλον.
Ο κ. Reeves χρησιμοποίησε την ελληνική λέξη “αμφιδέξιος”, σχολιάζοντας ότι όπως το μικρό αυτό ποσοστό (3%) του ανθρώπινου πληθυσμού μπορεί να γράψει και με τα δύο χέρια, οι εταιρείες πρέπει και να διοικηθούν και να επανεφεύρουν εαυτόν και να εφαρμόζουν παράλληλα με επιτυχία διαφορετικές στρατηγικές προσεγγίσεις στις διαφορετικές επιχειρηματικές μονάδες. Το βασικό του μήνυμα δε ήταν πως οι εταιρείες δεν πρέπει να περιμένουν λύσεις από τους πολιτικούς, αλλά οι ίδιες να βρουν τις λύσεις που χρειάζονται.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, ο κ. Buerkner σημείωσε ότι στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός πρόσφατα “το μυαλό όλων ήταν στον Τραμπ”. Τόνισε όμως ότι: “Η λύση είμαστε εμείς. Μπορούμε να κατηγορήσουμε τον Τραμπ για ό,τι συμβεί τα επόμενα έτη, αλλά δεν θα μας βοηθήσει αυτό”, προτείνοντας στις επιχειρήσεις να αναζητήσουν οι ίδιες λύσεις μέσα στο περιβάλλον αβεβαιότητας.
Εξέφρασε άλλωστε την άποψη ότι δεν πρέπει να θεωρεί κανείς ότι ο κόσμος θα πάει προς τα κάτω, ούτε όμως ότι θα επιστρέψουμε γρήγορα στα επίπεδα προ του 2008. Εκτίμησε ότι στην Ευρώπη η ανάπτυξη δεν μπορεί να ξεπεράσει το 1% με 2%, καθώς και ότι δεν λείπουν τα χρήματα στην ΕΕ, αλλά η βούληση “να αγκαλιάσουμε την αλλαγή”, ώστε να προχωρήσουν οι επενδύσεις.
Στο ερώτημα ποιοι βασικοί παράγοντες θα ωθήσουν ή θα απωθήσουν επενδυτές για να έρθουν στην Ελλάδα, ο κ. Buerkner ανέφερε ως ελκυστικούς τομείς ευκαιριών στην Ελλάδα την τουριστική βιομηχανία, τα ακίνητα, την παιδεία, την υγεία, τις μεταφορές και τα logistics, καθώς σημείωσε ότι η χώρα προσφέρει πρόσβαση σε ανατολική Μεσόγειο, Βαλκάνια και Ρωσία, ενώ συμφώνησε με τον κ. Στουρνάρα για τις δυνατότητες στον χώρο της τεχνολογίας.
Τόνισε όμως ότι η χώρα οφείλει να είναι δεκτική και ανοιχτή σε ημεδαπούς και ξένους επενδυτές εξίσου και πως “το θέμα δεν είναι εάν η χώρα είναι φθηνή στο κόστος εργασίας, αλλά εάν υπάρχει περιθώριο να ξεκινήσει κανείς άμεσα την επένδυση και εάν υπάρχει προβλεψιμότητα”, καθώς “κανείς επενδυτής δεν θέλει εκπλήξεις”.