Την ανάγκη να κλείσει άμεσα η αξιολόγηση τόνισε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας κατά την διάρκεια της παρουσίασης της Ενδιάμεσης Έκθεσης της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2016, στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής. Την ίδια στιγμή ο κ. Στουρνάρας κάλεσε όλα τα μέρη “να κάνουν ένα βήμα πίσω” και υπογράμμισε ότι δεν νοείται αποτυχία σε αυτή τη φάση που βρισκόμαστε.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας ζήτησε να κλείσει εδώ και τώρα η β αξιολόγηση διότι διαφορετικά «ίσως θα είναι πολύ αργά». «Δεν υπάρχει ορθολογική επιλογή μεταξύ ολοκλήρωσης της αξιολόγησης τώρα ή αργότερα. Αργότερα οι συνθήκες θα είναι πολύ χειρότερες. Αργότερα ίσως θα είναι πολύ αργά», δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Στουρνάρας.
Ολόκληρη η ομιλία του Γ. Στουρνάρα:
Η παρούσα Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική συζητείται στη Βουλή σε μια περίοδο που οι διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος βρίσκονται σε πολύ κρίσιμη φάση.
Η πρόοδος στην εφαρμογή του προγράμματος το 2016 είχε θετική επίδραση στη ρευστότητα και στο κλίμα εμπιστοσύνης, και αντανακλάται στη θετική εξέλιξη του ΑΕΠ το γ’ τρίμηνο του έτους, τις θετικές δημοσιονομικές εξελίξεις αλλά και τη βελτίωση των αποτελεσμάτων των τραπεζών. Το γεγονός αυτό ενισχύει τις προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας και την οριστική έξοδο από την κρίση. Αυτό είναι ιδιαίτερα χρήσιμο, αλλά και επιτακτικό, σε μία περίοδο εξωτερικών κλυδωνισμών και ενδεχόμενων κινδύνων.
Η θετική δυναμική που έχει διαμορφωθεί στην οικονομία πρέπει να διασφαλιστεί με την άμεση ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και να στηριχθεί στην υλοποίηση των στόχων του προγράμματος και στην επιτάχυνση του ρυθμού εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που έχουν συμφωνηθεί.
Αυτό θα διευκολύνει επίσης τη λήψη αποφάσεων για τα μέτρα που θα διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και την ένταξη των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Κάτι τέτοιο θα προλειάνει το έδαφος για την πλήρη επάνοδο του Ελληνικού Δημοσίου και των ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς κεφαλαιαγορές.
Δεν υπάρχει ορθολογική επιλογή μεταξύ ολοκλήρωσης της αξιολόγησης τώρα ή αργότερα. Αργότερα οι συνθήκες θα είναι πολύ χειρότερες. Αργότερα ίσως θα είναι πολύ αργά. Σε ότι ακολουθεί, θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί η δεύτερη αξιολόγηση πρέπει να ολοκληρωθεί τώρα.
***
Στη διάρκεια των πρώτων μηνών του 2016 η οικονομία επηρεάστηκε από τις συνέπειες των κεφαλαιακών περιορισμών, αλλά και το αβέβαιο οικονομικό κλίμα των παρατεταμένων διαπραγματεύσεων. Στην αρνητική εξέλιξη του ΑΕΠ το α’ εξάμηνο του 2016 συνέβαλαν κυρίως η υποχώρηση της κατανάλωσης (ιδιωτικής και δημόσιας) και η κάμψη του εξωτερικού τομέα της οικονομίας, ενώ αντίθετα σε θετική κατεύθυνση κινήθηκαν οι επενδύσεις. Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, ωστόσο, έθεσε τις βάσεις για τη βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης και την ανάκαμψη της οικονομίας. Ταυτόχρονα, η επίλυση εκκρεμοτήτων που εντάχθηκαν στην πρώτη και δεύτερη αξιολόγηση – όπως για παράδειγμα η ολοκλήρωση των ιδιωτικοποιήσεων των περιφερειακών αεροδρομίων και του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού – βοήθησε στη σταδιακή ενίσχυση του οικονομικού κλίματος.
Παρά τη μεικτή εικόνα που παρουσιάζουν οι βραχυχρόνιοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το γ’ τρίμηνο του 2016 υποδηλώνουν σημαντική άνοδο του ΑΕΠ κατά 0,8% έναντι του β’ τριμήνου και κατά 1,8% έναντι του αντίστοιχου τριμήνου του 2015, εξέλιξη που σηματοδοτεί την επάνοδο της οικονομίας σε ανοδική τροχιά, καθώς στο εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2016 το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,2%. Η αύξηση του ΑΕΠ το εν λόγω εννεάμηνο οφείλεται στην αύξηση των ακαθάριστων επενδύσεων και την ανάκαμψη της κατανάλωσης, ενώ αρνητικά επέδρασαν οι καθαρές εξαγωγές.
Οι προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την ελληνική οικονομία δείχνουν ότι η ανάκαμψη της δραστηριότητας η οποία ξεκινά από το β’ εξάμηνο του 2016 θα συνεχιστεί, επιταχυνόμενη, στα έτη 2017, 2018 και 2019. Συγκεκριμένα, ενώ το 2016 αναμένεται αύξηση του ΑΕΠ της τάξεως του 0,4%, για το 2017 προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης 2,5%, ο οποίος εκτιμάται ότι θα επιταχυνθεί στο 3% τα έτη 2018 και 2019, βασιζόμενος στην άνοδο των επενδύσεων, της κατανάλωσης και των εξαγωγών.
***
Εξετάζοντας την πορεία της οικονομίας από μια πιο μακρόπνοη σκοπιά προκύπτει σαφώς ότι από την αρχή της κρίσης η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο όσον αφορά τη διόρθωση των δημοσιονομικών και εξωτερικών ανισορροπιών της που την οδήγησαν στη κρίση. Ειδικότερα, επιτεύχθηκαν:
αξιοσημείωτη δημοσιονομική προσαρμογή, καθώς η βελτίωση του “διαρθρωτικού” πρωτογενούς δημοσιονομικού αποτελέσματος την περίοδο 2009-2016 κατά περισσότερο από 17 εκατοστιαίες μονάδες του δυνητικού ΑΕΠ ήταν διπλάσια από την προσαρμογή που πέτυχαν άλλα κράτη-μέλη τα οποία εφάρμοσαν προγράμματα της ΕΕ-ΔΝΤ,
πλήρης ανάκτηση της απώλειας ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους εργασίας που είχε καταγραφεί μεταξύ 2000 και 2009,
εξάλειψη του ελλείμματος στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, με τη συνολική βελτίωση την περίοδο 2008-2016 να προσεγγίζει τις 15 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ,
ανακεφαλαιοποίηση και εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, με αποτέλεσμα να αντεπεξέλθει με επιτυχία στην κρίση και τη φυγή των καταθέσεων,
σημαντικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων, καθώς και στη δημόσια διοίκηση.
Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω αλλαγών, αναμένεται να ενισχυθεί το αναπτυξιακό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας μακροπρόθεσμα μέσω της ταχύτερης ανόδου της παραγωγικότητας της εργασίας και της αύξησης της απασχόλησης.
Οι αλλαγές που έχουν έως τώρα εφαρμοστεί έχουν συντελέσει στη διαφαινόμενη αναδιάρθρωση της οικονομίας προς ένα νέο εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο, που βασίζεται στους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών και στην αύξηση του μεριδίου των εξαγωγών στο ΑΕΠ. Οι ενδείξεις που υπάρχουν είναι ήδη βάσιμες και επιτρέπουν την εκτίμηση ότι η πορεία αναδιάρθρωσης θα επιταχυνθεί, αν εφαρμοστούν και όσες μεταρρυθμίσεις απομένουν.
***
Παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια και την ανάκτηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους εργασίας, δεν έχει επιτευχθεί αντίστοιχη πρόοδος στην ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας σε όρους τιμών. Επίσης, παρά την έως τώρα βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους, οι εξαγωγές αγαθών υπολείπονται του επιπέδου που θα αναμενόταν με βάση τις ιστορικές συσχετίσεις μεταξύ των μεγεθών. Αυτό μπορεί σε μεγάλο βαθμό να αποδοθεί στην έλλειψη επαρκούς χρηματοδότησης, στο υψηλότερο κόστος μακροπρόθεσμου δανεισμού, στην αυξημένη αβεβαιότητα, καθώς και στο ότι οι μεταρρυθμίσεις στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών καθώς και η εξάλειψη των ποικίλων αντικινήτρων στην επενδυτική δραστηριότητα έχουν καθυστερήσει σε σχέση με τις μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη γίνει στην αγορά εργασίας.
Συνεπώς, η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων αναμένεται να επιταχύνει την ανάκαμψη και την αναδιάρθρωση της οικονομίας υπέρ των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών και την αύξηση των εξαγωγών. Απαιτείται όμως παράλληλα και βελτίωση της χρηματοδότησης και της ρευστότητας της οικονομίας. Κυρίως όμως απαιτείται η εξάλειψη των ποικίλων επενδυτικών αντικινήτρων, προκειμένου να ενισχυθούν οι επενδύσεις και οι ξένες άμεσες επενδύσεις μέσω τόσο των χρηματικών εισροών όσο και της επανεπένδυσης των κερδών πολυεθνικών εταιριών, και να αυξηθεί η εξαγωγική βάση αλλά και το (χαμηλό) τεχνολογικό περιεχόμενο των εξαγώγιμων αγαθών. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι οι επενδύσεις πριν από την κρίση ήταν 24% του ΑΕΠ, ενώ σήμερα κυμαίνονται γύρω στο 11%, ποσοστό που είναι πολύ χαμηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, που είναι περίπου 20%.
Βασική προϋπόθεση για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας είναι η εύρυθμη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, με προτεραιότητα την αποτελεσματική διαχείριση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αυτό θα επιδράσει θετικά στην οικονομική δραστηριότητα και την παραγωγικότητα μέσω της αύξησης της προσφοράς τραπεζικών δανείων και της μείωσης των επιτοκίων δανεισμού για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Παράλληλα, κατά τη διαδικασία αντιμετώπισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αφενός θα βελτιωθούν περαιτέρω οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, αφετέρου θα απελευθερωθούν πόροι οι οποίοι, εφόσον αναδιανεμηθούν προς τις πιο παραγωγικές επιχειρήσεις και κλάδους, θα οδηγήσουν μακροπρόθεσμα στην αναδιάρθρωση της οικονομίας και την αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας.
***
Με βάση τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα στοιχεία, το 2016, οι τραπεζικές καταθέσεις επιχειρήσεων και νοικοκυριών κατέγραψαν σωρευτική καθαρή εισροή. Με βάση τους ετήσιους ρυθμούς μεταβολής, σημαντική ήταν η άνοδος των καταθέσεων μίας ημέρας. Καταγράφηκαν ανακαταθέσεις τραπεζογραμματίων στις τράπεζες αξιόλογου ύψους και σε ορισμένες περιπτώσεις επιστροφή κεφαλαίων από το εξωτερικό. Είναι απολύτως αναγκαίο η τάση αυτή να διατηρηθεί, κάτι το οποίο δυστυχώς δεν αποτυπώνεται στα στοιχεία των πρώτων εβδομάδων του 2017. Αυτό αποδίδεται κυρίως στην αύξηση της αβεβαιότητας που συνδέεται με την καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης. Αποτελεί ευθύνη όλων μας να εργασθούμε για την ταχεία αποκατάσταση του κλίματος εμπιστοσύνης στην ευρύτερη καταθετική βάση ώστε να είναι εφικτή η άρση του συνόλου των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι κατά τους πρώτους εννέα μήνες του 2016, οι ελληνικές εμπορικές τράπεζες και οι όμιλοί τους εμφάνισαν οριακά κέρδη προ φόρων μετά από μια σειρά ζημιογόνων χρήσεων. Και στα τρία τρίμηνα του προηγούμενου έτους, τα καθαρά έσοδα διαμορφώθηκαν σε επίπεδο υψηλότερο εκείνου του σχηματισμού προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο. Παράλληλα εμφανίζεται αξιόλογη βελτίωση του πυρήνα των οργανικών εσόδων, δηλαδή των καθαρών εσόδων από τόκους και προμήθειες τραπεζικών εργασιών.
Επίσης για πρώτη φορά από τις αρχές της κρίσης, παρατηρήθηκε μείωση του ύψους των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (με βάση τον ορισμό της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής- EBA) σε απόλυτα μεγέθη. Παράλληλα, το ποσοστό κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από τις συσσωρευμένες προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο παραμένει περίπου στο 50%, ενώ, αν προστεθεί στις συσσωρευμένες προβλέψεις και η αξία των εξασφαλίσεων που έχουν ληφθεί από τις τράπεζες έναντι των εν λόγω δανείων, τότε το ποσοστό κάλυψης ανέρχεται σε 100% περίπου.
Τέλος, όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, το Σεπτέμβριο του 2016 ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1), σε ενοποιημένη βάση, ανήλθε σε 18,1% (Δεκέμβριος 2015: 16,3%) και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 18,2% (Δεκέμβριος 2015: 16,5%).
Τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν τη σημασία διαμόρφωσης θετικού κλίματος στην οικονομία, καθώς η παράταση της αβεβαιότητας και η ενδεχόμενη υστέρηση στους κύριους μακροοικονομικούς δείκτες μπορούν να πλήξουν τα μεγέθη των τραπεζών και ιδιαίτερα τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας ενόψει των Stress Tests της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας το 2018.
Ο βασικός παράγοντας ο οποίος θα βαρύνει στην ανάκαμψη της πιστοδοτικής δραστηριότητας των ελληνικών τραπεζών είναι η αποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, η οποία αποτελεί την κυριότερη πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει ο τραπεζικός κλάδος. Ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προς το σύνολο των ανοιγμάτων των εγχώριων τραπεζών σε ατομική βάση σταθεροποιήθηκε στο 45,2% κατά τους πρώτους εννέα μήνες του 2016. Ιδιαιτέρως υψηλά είναι τα ποσοστά των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων μεταξύ των χρηματοδοτήσεων προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες και μάλιστα στους επιμέρους κλάδους της εστίασης, της κλωστοϋφαντουργίας, της βιομηχανίας χάρτου και ξύλου, όπως και στους κλάδους των κατασκευών και του εμπορίου.
Διαπιστώνεται ότι έχει σημειωθεί πρόοδος στην αντιμετώπιση αυτής, της κρισιμότερης πρόκλησης για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Ειδικότερα, οι τράπεζες προχώρησαν στη διάρκεια του εννεαμήνου του 2016 σε αύξηση στη ρύθμιση των μη εξυπηρετούμενων οφειλών κατά 11,3%, επιλέγοντας μάλιστα στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ρυθμίσεις με μακροπρόθεσμη προοπτική, οι οποίες πλέον αντιστοιχούν στο 44% περίπου του συνόλου των ρυθμίσεων και οριστικών διευθετήσεων οφειλών.
Εξάλλου, θεσπίστηκε υποχρέωση των τραπεζών να ακολουθούν επιχειρησιακούς στόχους (αποτελεσμάτων και δράσεων) σχετικούς με τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους. Οι στόχοι αυτοί συμφωνήθηκαν τον Ιούνιο του 2016 μετά από διαβούλευση της Τράπεζας της Ελλάδος και της ΕΚΤ με τις τέσσερις συστημικές τράπεζες και αφορούν την περίοδο από το β΄ τρίμηνο του 2016 έως το 2019. Όπως προκύπτει από την πρώτη Έκθεση για τους επιχειρησιακούς στόχους μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που πρόσφατα δημοσίευσε η Τράπεζα της Ελλάδος, οι συστημικές τράπεζες δεσμεύθηκαν για μείωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά περίπου 38% (ή περίπου 40 δισεκ. ευρώ) μέχρι το τέλος του 2019. Η μείωση αυτή αναμένεται να επιτευχθεί κυρίως μέσω μακροπρόθεσμων ρυθμίσεων και οριστικών διευθετήσεων και επιλεκτικών διαγραφών δανείων.
Παράλληλα, νομοθετήθηκαν μέτρα που αφορούν την επιτάχυνση των εν γένει διαδικασιών στα δικαστήρια και την απλοποίηση των διαδικασιών εξυγίανσης και ειδικής εκκαθάρισης επιχειρήσεων, την προστασία των ευάλωτων δανειοληπτών παράλληλα με μέτρα κατά των στρατηγικών κακοπληρωτών και, τέλος, τη δυνατότητα ανάθεσης, από τις τράπεζες, της διαχείρισης ή και μεταβίβασης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους σε ειδικές, γι’ αυτό το σκοπό, εταιρίες, οι οποίες αδειοδοτούνται βάσει αυστηρών κριτηρίων από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Ως προς το τελευταίο, η Τράπεζα της Ελλάδος θέσπισε με τις Πράξεις Εκτελεστικής Επιτροπής 82/2016 και 95/2016 το ρυθμιστικό πλαίσιο αδειοδότησης και εποπτείας των εταιριών διαχείρισης και απόκτησης απαιτήσεων. Υπενθυμίζεται ότι οι εταιρίες που θα επιλέξουν να δραστηριοποιηθούν στην αγορά αυτή θα υπόκεινται σε αυστηρούς κανόνες όσον αφορά την προστασία των πιστούχων (νοικοκυριών και επιχειρήσεων) και θα πρέπει να συμμορφώνονται με τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα Δεοντολογίας.
***
Παρά τις θετικές ενδείξεις που καταγράφονται σήμερα και την πρόοδο που έχει επιτευχθεί, εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Ο σημαντικότερος και αμεσότερος κίνδυνος είναι η μη έγκαιρη κατάληξη των διαπραγματεύσεων για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος. Δεδομένων των εθνικών εκλογικών αναμετρήσεων σε μία σειρά από χώρες-μέλη της ευρωζώνης στο άμεσο μέλλον, ο χρήσιμος χρόνος που απομένει είναι ελάχιστος. Υπενθυμίζεται ότι η δεύτερη αξιολόγηση έπρεπε, σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό, να είχε ολοκληρωθεί πέρυσι το Φεβρουάριο. Η περαιτέρω καθυστέρηση της ολοκλήρωσής της πέραν του τρέχοντος μηνός, πρώτον, θα τροφοδοτήσει ένα νέο κύκλο αβεβαιότητας, δεύτερον, θα καταστήσει δυσχερέστερη την επίτευξη συμφωνίας και τρίτον, θα υποσκάψει την προβλεπόμενη ανάκαμψη της οικονομίας. Αυτό θα καταστήσει ενδεχομένως αναγκαία τη λήψη νέων μέτρων για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων με αποτέλεσμα να μειώσει περαιτέρω το ρυθμό ανάπτυξης. Ένα τέτοιο αρνητικό σπιράλ θα μπορούσε να επαναφέρει την οικονομία σε ύφεση και στην επανάληψη των αρνητικών εξελίξεων που έλαβαν χώρα το πρώτο εξάμηνο του 2015.
Επίσης, ενδεχόμενη αναβολή των αποφάσεων για τη διατύπωση συγκεκριμένων μέτρων με στόχο τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, εκ μέρους των εταίρων, θα αποτελούσε τροχοπέδη για τη βελτίωση των οικονομικών και επενδυτικών προοπτικών της χώρας και θα εξασθενούσε τις προοπτικές διατηρήσιμης πρόσβασης του Ελληνικού Δημοσίου και των ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων και κατ’ επέκταση τις προοπτικές οριστικής εξόδου από την κρίση.
Στο εσωτερικό εξακολουθούν να υφίστανται αρκετά εμπόδια που επιβαρύνουν το επιχειρηματικό κλίμα και δυσχεραίνουν την υλοποίηση επενδύσεων, πέραν της αβεβαιότητας που σχετίζεται με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Ορισμένα από αυτά συνδέονται με τις γραφειοκρατικές διαδικασίες της κεντρικής διοίκησης, αλλά αφορούν και τα προσκόμματα που θέτουν διάφορα μικρά ή μεγάλα κατεστημένα συμφέροντα και παράγοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω, καθυστερούν σημαντικές επενδύσεις. Αν δεν αντιμετωπιστούν αυτά τα εμπόδια στην πράξη που αποθαρρύνουν τις επενδύσεις, τότε οι προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας μπορεί να μην επιβεβαιωθούν, καθώς ένας από τους βασικούς πυλώνες ανάπτυξης της οικονομίας τα επόμενα χρόνια είναι η προσδοκώμενη άνοδος των επενδύσεων.
Εμπόδια υφίστανται και στην ομαλή λειτουργία των αγορών. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας όπου, με πρόσφατα νομοθετήματα, εισήχθησαν ρυθμίσεις που στρεβλώνουν τη λειτουργία της και δημιουργούν μείζονα προβλήματα ακόμα και σε επιχειρήσεις που αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του συστήματος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η δημοσιονομική προσαρμογή στηρίζεται ως επί το πλείστον σε μέτρα από την πλευρά των εσόδων, υπάρχει ο κίνδυνος η αυξημένη φορολόγηση να έχει μεγαλύτερες του αναμενομένου αρνητικές συνέπειες στην οικονομική δραστηριότητα. Συνεπώς, θα ήταν ευκταία η βελτίωση του μίγματος οικονομικής πολιτικής.
Παρά τα αξιοσημείωτα βήματα προόδου και την αναβάθμιση του σχετικού θεσμικού και νομοθετικού πλαισίου, υπάρχουν ακόμη ορισμένα κενά στο νομοθετικό πλαίσιο για το δραστικό περιορισμό του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στη δυνατότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων να χρηματοδοτήσουν νέες επενδύσεις. Εξίσου σημαντικές είναι οι απαιτούμενες παρεμβάσεις σε συστήματα και υποδομές του εγχώριου δικαστικού πλαισίου το οποίο καλείται να επιλύσει αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες υποθέσεις που αφορούν είτε σε δικαιώματα πιστωτών είτε σε προστασία δανειοληπτών.
Τέλος, υπάρχουν κίνδυνοι και αβεβαιότητες για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας και την ανάκαμψη του παγκόσμιου εμπορίου, που οφείλονται, μεταξύ άλλων, στην άνοδο του λαϊκισμού και της αντιευρωπαϊκής ρητορικής, στην άνοδο της πολιτικής αβεβαιότητας σε αρκετές ανεπτυγμένες χώρες, στην έξαρση του προστατευτισμού διεθνώς και σε ενδεχόμενη επιδείνωση της προσφυγικής κρίσης. Αυτοί οι κίνδυνοι θα μπορούσαν να επιβραδύνουν την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, αφενός μέσω αρνητικών επιπτώσεων στον τουρισμό και το εμπόριο και αφετέρου μέσω της βραδύτερης του αναμενομένου αποκλιμάκωσης των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων εξαιτίας της απροθυμίας των διεθνών επενδυτών να αναλάβουν κινδύνους.
***
Για να αντιμετωπιστούν οι παραπάνω κίνδυνοι, να διορθωθούν προηγούμενες αποκλίσεις και να επαληθευθούν οι θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το 2017, απαιτούνται συγκεκριμένες και συντονισμένες ενέργειες. Ενδεικτικά απαιτούνται τα εξής:
Επίδειξη ρεαλισμού και ευελιξίας τόσο από την ελληνική πλευρά, όσο και από τους εταίρους, με τελικό στόχο την άμεση ολοκλήρωση της αξιολόγησης του προγράμματος, μαζί με μία δέσμευση για την ισχύ των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους. Τόσο η σημαντική υπερκάλυψη του δημοσιονομικού στόχου για το 2016, η οποία εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ περίπου, όσο και η καλύτερη του αναμενόμενου εξέλιξη του ΑΕΠ, αποτελούν σοβαρούς λόγους, αλλά και διαπραγματευτικά όπλα, για μια άμεση και επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
Επιτάχυνση του ρυθμού εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων. Η κυβέρνηση θα πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη στην έγκαιρη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που έχουν συμφωνηθεί με τους θεσμούς. Για αυτό θα πρέπει να αρθούν τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν ακόμη και ιδιωτικοποιήσεις που έχουν ήδη εγκριθεί.
Αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Το 2016 υιοθετήθηκαν πολλές μεταρρυθμίσεις του θεσμικού πλαισίου και άρχισαν να ακολουθούνται πρακτικές που θα βοηθήσουν αποφασιστικά στο άμεσο μέλλον στην αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στους ισολογισμούς των τραπεζών. Παρ’ όλα αυτά, το μέγεθος του προβλήματος δεν έχει επιτρέψει σημαντική ενίσχυση της διαμεσολαβητικής δραστηριότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και τη στήριξη με ικανή χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Συνεπώς, πέρα από τις έως τώρα προσπάθειες των τραπεζών και τις αλλαγές στο νομοθετικό και ρυθμιστικό πλαίσιο που έχουν ήδη δρομολογηθεί, απαιτούνται μεταξύ άλλων:
Εισαγωγή πλαισίου για την εξωδικαστική διευθέτηση οφειλών ώστε να διασφαλίζεται ταχεία, αποτελεσματική και διαφανής αντιμετώπιση για τα χρέη προς τον ιδιωτικό αλλά και το δημόσιο τομέα.
Τροποποίηση στη νομοθεσία για ζητήματα που σχετίζονται:
με τη φορολογική μεταχείριση προβλέψεων και διαγραφών απαιτήσεων
με τη νομική προστασία των στελεχών των τραπεζών, των δημόσιων φορέων και των ειδικών εκκαθαρίσεων κατά την εξυγίανση επιχειρήσεων
με τη νομοθετική κατοχύρωση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών.
Είναι αναγκαίο να επαναληφθεί ότι ανάλογες προσπάθειες πρέπει να καταβληθούν για την ταχεία υλοποίηση πρωτοβουλιών αναβάθμισης των συστημάτων και υποδομών του δικαστικού πλαισίου. Από την πλευρά των τραπεζών, η πιο ενεργητική πολιτική διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, σε συνδυασμό με την πλήρη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που έχουν νομοθετηθεί και την αντιμετώπιση των επιμέρους θεσμικών εμποδίων που έχουν εντοπιστεί, θα βελτιώσει την ποιότητα του ενεργητικού, την κερδοφορία και τη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος. Αυτό θα οδηγήσει στην ενίσχυση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας συμβάλλοντας στη δημιουργία νέων επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας, στην προσέλκυση επενδύσεων και εν γένει στην οικονομική ανάπτυξη.
Αντιμετώπιση του προβλήματος του υψηλού δημόσιου χρέους και ρεαλιστική αναπροσαρμογή των δημοσιονομικών στόχων. Η υλοποίηση συγκεκριμένων μέτρων που θα εξασφαλίζουν τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους θα ενισχύσει την αξιοπιστία και την αποδοχή των ασκούμενων πολιτικών, συμβάλλοντας περαιτέρω στην παγίωση της εμπιστοσύνης, στην ενίσχυση της οικονομικής ανάκαμψης και θα διευκολύνει τη διατηρήσιμη επιστροφή στις χρηματοπιστωτικές αγορές μετά τη λήξη του προγράμματος.
Παράλληλα, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι εφικτή η μείωση του δημοσιονομικού στόχου από το 2018 και έπειτα σε πρωτογενές πλεόνασμα 2,0% του ΑΕΠ (από 3,5%), εάν συνδυαστεί με ήπια μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Τα χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, σε συνδυασμό με την υλοποίηση των συμφωνηθεισών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για τη σταδιακή μείωση της φορολογίας, γεγονός που εκτιμάται ότι θα έχει θετικές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις στην οικονομική ανάπτυξη. Τα σχετικά επιχειρήματα τα ανέφερα πριν μια εβδομάδα σε σχετική εκδήλωση εδώ στη Βουλή.
Αλλαγή στο μίγμα της δημοσιονομικής προσαρμογής ώστε να καταστεί πιο φιλικό προς την επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί αν δοθεί περισσότερη έμφαση στην περικοπή μη παραγωγικών δαπανών, στην αποτελεσματική διαχείριση της δημόσιας περιουσίας και στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα, και ιδιαιτέρως του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, με παράλληλη μείωση των φορολογικών συντελεστών.
Αντιμετώπιση του προβλήματος της μακροχρόνιας ανεργίας. Οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και τα προγράμματα κατάρτισης μπορούν να υποβοηθήσουν το στόχο της μείωσης της ανεργίας, ιδιαίτερα σε κοινωνικές ομάδες που αντιμετωπίζουν το πιο σοβαρό πρόβλημα.
Χαλάρωση και τελικά άρση των περιορισμών που απομένουν στην κίνηση κεφαλαίων. Η σταδιακή χαλάρωση και τελικά η άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, η οποία θα επέλθει με τη βελτίωση του κλίματος εμπιστοσύνης και της ρευστότητας, αναμένεται να συμβάλει στην εξομάλυνση των οικονομικών συνθηκών, διευκολύνοντας τόσο τις επιχειρήσεις όσο και τα φυσικά πρόσωπα στις συναλλαγές τους.
***
Η απόφαση του Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου είναι ένα θετικό βήμα στην πορεία ολοκλήρωσης του προγράμματος. Με την απόφαση αυτή υλοποιούνται οι δεσμεύσεις των εταίρων για την ελάφρυνση του χρέους όπως είχαν συμφωνηθεί, με την άμεση λήψη βραχυπρόθεσμων μέτρων, τα οποία θα μειώσουν, σε βάθος χρόνου, το δημόσιο χρέος κατά 20 περίπου ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Αυτό θα επηρεάσει θετικά το κλίμα και θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη.
Το καίριο ζήτημα, σήμερα, είναι να ολοκληρωθεί, έγκαιρα και χωρίς καθυστερήσεις, η δεύτερη αξιολόγηση και να εξειδικευθούν τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους μετά το 2018. Αυτή η προτροπή απευθύνεται τόσο προς την ελληνική κυβέρνηση όσο και προς τους εταίρους της, προκειμένου να αρθούν τα εμπόδια στην τρέχουσα διαπραγμάτευση. Δεν νοείται, μετά τις τόσες προσπάθειες, τις θυσίες και την ήδη επιτευχθείσα προσαρμογή, αποτυχία.