Την «εκτροπή» των δημοσιονομικών και αναπτυξιακών στόχων του 2017, αλλά και την αδυναμία των τραπεζών να διατηρήσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια, επισήμανε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, λόγω της αβεβαιότητας που ήδη έχει προκαλέσει η καθυστέρηση στο κλείσιμο της αξιολόγησης.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, μιλώντας στο Συνέδριο για την Οικονομία, την Ανάπτυξη και τις Μεταρρυθμίσεις, που διοργανώνει στο Κοινοβούλιο το Γραφείο της Βουλής για την παρακολούθηση του κρατικού προϋπολογισμού, εξήγησε πως «για να επαληθευθούν οι θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το 2017 και μετά, απαιτείται η άμεση ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, η οποία έχει καθυστερήσει περισσότερο από ένα έτος».
Υπογράμμισε, δε, ότι «η καθυστέρηση αυτή δημιουργεί αβεβαιότητα, που έχει αρχίσει εδώ και μήνες να επιδρά δυσμενώς σε όλους τους δείκτες της οικονομίας, θέτοντας εν αμφιβόλω όλους ανεξαιρέτως τους στόχους του τρέχοντος έτους, αναπτυξιακούς, δημοσιονομικούς, χρηματοπιστωτικούς».
Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Στουρνάρας υποστήριξε ότι, μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στα ακόλουθα:
– Άρση των εμποδίων που υπάρχουν ακόμη και για τις ιδιωτικοποιήσεις που έχουν ήδη εγκριθεί και περαιτέρω προώθηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της ακίνητης δημόσιας περιουσίας, μέσω των κατάλληλων χρήσεων γης
– Αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων,
– Αντιμετώπιση του προβλήματος του υψηλού δημόσιου χρέους και ρεαλιστική αναπροσαρμογή των δημοσιονομικών στόχων…
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, που έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί, είναι συμβατή η βιωσιμότητα του χρέους με τη μείωση του δημοσιονομικού στόχου μετά το 2020 σε πρωτογενές πλεόνασμα 2,0% του ΑΕΠ (από 3,5%), εάν συνδυαστεί με ήπια μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, όπως για παράδειγμα με επιμήκυνση της μέσης σταθμισμένης περιόδου αποπληρωμής των τόκων του EFSF κατά 8,5 χρόνια.
– Αλλαγή στο μίγμα της δημοσιονομικής προσαρμογής, ώστε να καταστεί πιο φιλικό προς την επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη.
– Αντιμετώπιση του προβλήματος της μακροχρόνιας ανεργίας
Ο διοικητής της ΤτΕ υπερασπίστηκε τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, εξηγώντας ότι «ήδη, παρατηρείται αύξηση της απασχόλησης κατά περίπου 2% ετησίως τα τελευταία τρία χρόνια, ενώ η οικονομική δραστηριότητα σε όρους πραγματικού ΑΕΠ παραμένει ουσιαστικά στάσιμη. Αυτό οφείλεται στις μεταρρυθμίσεις που επέτρεψαν μεγαλύτερη ευελιξία στη διαδικασία προσδιορισμού των μισθών και στην αναθεώρηση της νομοθεσίας προστασίας της απασχόλησης. Οι δύο αυτοί παράγοντες αύξησαν την ελαστικότητα της απασχόλησης ως προς το ΑΕΠ».
Παράλληλα, επισήμανε ότι η μεταρρυθμιστική προσπάθεια πρέπει να συνεχιστεί -πέρα από τις αγορές εργασίας, αγαθών και υπηρεσιών- «σε όλους τους τομείς της δημόσιας διοίκησης (περιλαμβανομένης της φορολογικής διοίκησης και του δικαστικού συστήματος), στην αγορά ενέργειας, στα επαγγέλματα που ακόμα παραμένουν ουσιαστικά σε καθεστώς προστασίας, στους τομείς ανθρώπινων πόρων και κοινωνικής προστασίας, και στο χώρο των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ιδιαίτερα αυτών που ανήκουν σε στρατηγικούς κακοπληρωτές».
Ο κ. Στουρνάρας σημείωσε ότι «η κληρονομιά των μεταρρυθμίσεων που έχουν ήδη υλοποιηθεί είναι πλούσια. Η πολιτική και κοινωνική συνειδητοποίηση ότι η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να επιστρέψει ούτε στην υπερχρέωση, ούτε στην αμεριμνησία της προ-μνημονίων περιόδου είναι πια καθολική. Η συνέπεια και η επιμονή στη μεταρρυθμιστική ατζέντα είναι μονόδρομος».