Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις, ανέφερε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο Εκάλη Club.
Ο κ. Στουρνάρας αναφέρθηκε στην πρόοδο που έχει επιτευχθεί στην Ελλάδα από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα, υπογράμμισε τις προϋποθέσεις για την ολοκλήρωση της μετάβασης σε ένα βιώσιμο, εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και υπογράμμισε τα δυνητικά πλεονεκτήματα που προσφέρει η Ελλάδα ως χώρα προορισμού επενδύσεων, αναφέρει το newmoney.
Σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των προκλήσεων υπογράμμισε ότι η οικονομική πολιτική θα πρέπει να επικεντρωθεί μεταξύ άλλων στη δραστική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ), τα οποία περιορίζουν την ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει την οικονομική ανάπτυξη. Επίσης είπε ότι θα πρέπει να εφαρμοσθούν οι συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις, να υπάρξει βελτίωση της ποιότητας και διασφάλιση της ανεξαρτησίας των θεσμών, και τέλος να δοθεί έμφαση στο κράτος δικαίου και την υιοθέτηση ενός μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής που θα είναι φιλικότερο προς την ανάπτυξη.
Ειδικότερα σε σχέση με τα κόκκινα δάνεια είπε ότι « η Τράπεζα της Ελλάδος στην πρόσφατη Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος, παρουσίασε την πρότασή της για τη δημιουργία Εταιρίας Ειδικού Σκοπού (SPV) για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με χρήση μέρους των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων. Μια εναλλακτική πρόταση, όχι αναγκαίως ανταγωνιστική με αυτή της Τράπεζας της Ελλάδος, έχει παρουσιάσει το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, πρόταση η οποία χρησιμοποιεί κρατικές εγγυήσεις για μέρος του ομολόγου που θα εκδοθεί μέσω της τιτλοποίησης των δανείων. Οι προτάσεις αυτές αξιολογούνται από την κυβέρνηση και αναμένεται να συζητηθούν με τη Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς λήψη αποφάσεων».
Αναλυτικά η ομιλία του Γιάννη Στουρνάρα:
Κυρίες και κύριοι,
Η παρέμβασή μου σήμερα έχει ως κεντρικό θέμα την ελληνική οικονομία. Αρχικά, θα αναφερθώ στην πρόοδο που έχει επιτευχθεί στην Ελλάδα από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα. Στη συνέχεια, θα υπογραμμίσω τις προϋποθέσεις για την ολοκλήρωση της μετάβασης σε ένα βιώσιμο, εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Τέλος, θα επισημάνω τα δυνητικά πλεονεκτήματα που προσφέρει η Ελλάδα ως χώρα προορισμού επενδύσεων.
A. Η πρόοδος που έχει πραγματοποιηθεί από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα.
Από την αρχή της κρίσης το 2010, η Ελλάδα εφάρμοσε ένα τολμηρό πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, εξαλείφοντας το δημοσιονομικό έλλειμμα και το έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου και βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα.
Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης, από έλλειμμα ύψους 15,1% του ΑΕΠ το 2009, κατέγραψε, για δεύτερη χρονιά, πλεόνασμα (0,8% του ΑΕΠ) το 2017. Το πρωτογενές αποτέλεσμα ως ποσοστό του ΑΕΠ (δηλ. το αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης χωρίς τις δαπάνες για τόκους) βελτιώθηκε κατά 14 ποσοστιαίες μονάδες από την αρχή της κρίσης, και καταγράφει πλεόνασμα τα 2 τελευταία χρόνια. Ειδικά για το 2017, το πρωτογενές αποτέλεσμα (σε όρους προγράμματος) διαμορφώθηκε στο 4,1% του ΑΕΠ έναντι στόχου 1,75% του ΑΕΠ.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών συρρικνώθηκε κατά 13 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ από την έναρξη της κρίσης μέχρι σήμερα.
Η ανταγωνιστικότητα σε όρους κόστους εργασίας αποκαταστάθηκε πλήρως, ενώ η ανταγωνιστικότητα σε όρους τιμών έχει βελτιωθεί σημαντικά από το 2009. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό επιτεύχθηκε κυρίως μέσω μιας επώδυνης διαδικασίας εσωτερικής υποτίμησης, δηλαδή μέσω της μείωσης των ονομαστικών μισθών.
Εφαρμόστηκε ένα τολμηρό και εκτεταμένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων. Μεταρρυθμίσεις υλοποιήθηκαν στο ασφαλιστικό σύστημα, στο σύστημα υγείας, στις αγορές εργασίας και προϊόντων, στο επιχειρηματικό περιβάλλον, στη δημόσια διοίκηση, στο φορολογικό σύστημα και στο δημοσιονομικό πλαίσιο.
Ως αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών, έχει αυξηθεί σημαντικά η εξωστρέφεια της οικονομίας και έχει ήδη αρχίσει η αναδιάρθρωσή της υπέρ κλάδων παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών με εξαγωγικό προσανατολισμό. Για παράδειγμα, το σύνολο των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε από 19% το 2009 σε 34,2% το 2017. Η βελτίωση αυτή προήλθε σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές, κυρίως αγαθών και δευτερευόντως υπηρεσιών. Στο ίδιο διάστημα, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, εξαιρουμένου του τομέα της ναυτιλίας, αυξήθηκαν κατά 54% σε πραγματικούς όρους, ξεπερνώντας την αντίστοιχη αύξηση των εξαγωγών της ευρωζώνης. Το μερίδιο των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών στην πραγματική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκε κατά 10% (σε σχέση με τα μη εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες) από το 2010. Η αναπροσαρμογή της οικονομίας υπέρ των διεθνώς εμπορεύσιμων κλάδων υποβοηθήθηκε από την αύξηση των σχετικών τιμών και των περιθωρίων καθαρού κέρδους των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Η βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας και οι σημαντικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν την τελευταία οκταετία είχαν ως αποτέλεσμα την υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας από 27,8% στο τέλος του 2013 σε 18,3% το τρίτο τρίμηνο του 2018.
Το εγχώριο τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε σαφώς πιο εύρωστη θέση σε σύγκριση με τα πρώτα χρόνια της κρίσης. Σε αυτό συνέβαλε η αναδιάρθρωση, και σημαντική ανακεφαλαιοποίησή του, μετά από αυστηρές ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, σε συνδυασμό με διεξοδικό έλεγχο της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού. Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω αλλαγών, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών έχουν διαμορφωθεί σε ικανοποιητικά επίπεδα1, ενώ και οι προβλέψεις τους παραμένουν σε επίπεδα κατάλληλα για να αντεπεξέλθουν σε πιθανούς πιστωτικούς κινδύνους. Επίσης, οι τράπεζες έχουν βελτιώσει τη ρευστότητά τους καθώς έχουν επανακτήσει την πρόσβασή τους στη διατραπεζική αγορά, με αποτέλεσμα να περιοριστεί σημαντικά η εξάρτησή τους από το μηχανισμό έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) της Τράπεζας της Ελλάδος.
Παρ’ όλα αυτά, το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) εξακολουθεί να αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για το τραπεζικό σύστημα. Ωστόσο, έως τώρα έχουν γίνει σημαντικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να αντιμετωπιστεί και αυτό το πρόβλημα:
Πρώτα απ’ όλα, ενισχύθηκε το εποπτικό πλαίσιο. Η Τράπεζα της Ελλάδος, σε συνεργασία με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM), εξέδωσε εποπτικές οδηγίες για την εσωτερική διαχείριση των ΜΕΑ και συμφώνησε με τις τράπεζες επιχειρησιακούς στόχους για την περίοδο Ιουνίου 2016-Δεκεμβρίου 2019, που οδηγούν σε μείωση των ΜΕΑ κατά 37,6%.
Προωθήθηκε η δημιουργία δευτερογενούς αγοράς για τη διαχείριση και απόκτηση μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ήδη χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε 15 μη τραπεζικές εταιρίες διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων, και έχουν αρχίσει να γίνονται μεταβιβάσεις χαρτοφυλακίων προς αυτές από τράπεζες ή εταιρίες απόκτησης μη εξυπηρετούμενων δανείων. Επίσης, απελευθερώθηκαν σε μεγάλο βαθμό οι πωλήσεις δανείων και έχουν πωληθεί σε τρίτους επενδυτές μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ονομαστικής αξίας 17,8 δισεκ. ευρώ.
Κατέστη δυνατή η άρση των νομικών, δικαστικών και διοικητικών εμποδίων στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Μεταξύ άλλων, υπήρξε βελτίωση του πλαισίου αφερεγγυότητας των νοικοκυριών, απλούστευση και επιτάχυνση των νομικών διαδικασιών, ενίσχυση των δικαιωμάτων εκείνων των πιστωτών οι οποίοι κατέχουν εξασφαλίσεις, θεσπίστηκε η νομική προστασία των στελεχών των τραπεζών και του δημόσιου τομέα που συμμετέχουν στην αναδιάρθρωση χρεών επιχειρήσεων, θεσπίστηκε ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση των προβλέψεων και διαγραφών, και τέθηκαν σε λειτουργία η πλατφόρμα για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό και η πλατφόρμα διενέργειας ηλεκτρονικών πλειστηριασμών.
Οι ενέργειες αυτές φαίνεται ότι άρχισαν να αποδίδουν καρπούς, καθώς παρατηρείται συνεχής μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε συνάφεια με τους τεθέντες στόχους. Σύμφωνα με στοιχεία τέλους Σεπτεμβρίου του 2018, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων έφθασε τα 84,7 δισεκ. ευρώ, μειωμένο κατά περίπου 9,7 δισεκ. ευρώ σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2017 και κατά περίπου 22,5 δισεκ. ευρώ (δηλ. περισσότερο από 20%) σε σχέση με το ανώτατο επίπεδο που είχε καταγραφεί το Μάρτιο του 2016.
Β. Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις.
Όπως προκύπτει από τη διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών, τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, την ενίσχυση των διεθνώς εμπορεύσιμων κλάδων της οικονομίας και την παρατηρούμενη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας από το 2017 και έπειτα, η πορεία της οικονομίας προς ένα νέο εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης έχει ήδη ξεκινήσει.
Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι, παρά την πρόοδο που συντελέστηκε, η κρίση επέφερε σημαντικό κόστος σε όρους απώλειας προϊόντος και απασχόλησης και σημαντική μείωση του πλούτου των νοικοκυριών. Μεταξύ 2008 και 2016, η χώρα απώλεσε περισσότερο από το ¼ του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές και η ανεργία αυξήθηκε σχεδόν κατά 16 ποσοστιαίες μονάδες. Επιπλέον, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ισοδύναμα αγοραστικής δύναμης διαμορφώθηκε το 2016 σε μόλις 68% του κοινοτικού μέσου όρου, από 93% το 2008. Παράλληλα, έλαβε χώρα ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης Ελλήνων με υψηλά προσόντα, στερώντας την ελληνική κοινωνία και οικονομία από ένα παραγωγικό τμήμα της, με ανυπολόγιστες δημογραφικές, οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες.
Ως αποτέλεσμα των προβλημάτων που κληροδότησε η οικονομική κρίση, έχουν αναδειχθεί ορισμένες μεσοπρόθεσμες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν έγκαιρα προκειμένου να ενισχυθούν οι θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας:
Το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στους ισολογισμούς των τραπεζών μειώνει την ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να παρέχει πιστώσεις σε υγιείς επιχειρήσεις, καθώς το κεφάλαιο παραμένει παγιδευμένο σε μη βιώσιμες επιχειρήσεις.
Παρά τη συμφωνία του Eurogroup, τον Ιούνιο του 2018 που εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους τουλάχιστον για την επόμενη δεκαετία, το δημόσιο χρέος παραμένει πλησίον του 180% του ΑΕΠ. Αυτό το πολύ υψηλό επίπεδο δημόσιου χρέους, αυξάνει το κόστος δανεισμού του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και περιορίζει την αναπτυξιακή δυναμική. Και αυτό συμβαίνει, παρά την ύπαρξη υψηλών διαθεσίμων του δημοσίου, της τάξης των 25 δις ευρώ.
Η υψηλή μακροχρόνια ανεργία δημιουργεί ανισότητα, θέτοντας σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή, και αυξάνει τον κίνδυνο απαξίωσης του ανθρώπινου κεφαλαίου.
Η μετανάστευση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού κατά τη διάρκεια της κρίσης σε συνδυασμό με τη γήρανση του πληθυσμού εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε μείωση του πληθυσμού, οδηγώντας σε χαμηλότερους ρυθμούς δυνητικής ανάπτυξης.
Οι επενδύσεις παραμένουν σε πολύ χαμηλό επίπεδο και το επιχειρηματικό περιβάλλον δεν θεωρείται ακόμη αρκετά φιλικό προς τις ιδιωτικές επενδύσεις, καθώς χαρακτηρίζεται από υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, εκτεταμένη γραφειοκρατία, πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος, περιορισμένη πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση και καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης. Επίσης, η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλή σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, και έχει μάλιστα υποχωρήσει τα τελευταία δύο χρόνια σύμφωνα με την έκθεση Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας και το δείκτη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ.
Το υψηλό κόστος του κεφαλαίου, η αδυναμία χρηματοδότησης βιώσιμων επιχειρηματικών σχεδίων, η υψηλή μακροχρόνια ανεργία και η μεγάλη μείωση των επενδύσεων συνέβαλαν στη μείωση του αποθέματος φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου με αρνητικές συνέπειες στο μακροπρόθεσμο δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Αυτό δημιουργεί τον κίνδυνο, εάν δεν αναληφθούν κατάλληλες δράσεις όπως η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων και των αποκρατικοποιήσεων, η δραστική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η μείωση της φορολογίας, η κυκλική επίδραση της ύφεσης και της στασιμότητας των τελευταίων χρόνων να καταστεί διαρθρωτικής φύσεως φαινόμενο και να οδηγήσει σε χαμηλούς μεσομακροπρόθεσμους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Κάτι τέτοιο θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος και τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
Γ. Οι προϋποθέσεις για την ολοκλήρωση της μετάβασης σε ένα βιώσιμο εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι προαναφερθείσες προκλήσεις και να διασφαλιστεί ότι η οικονομία θα προχωρήσει προς ένα βιώσιμο πρότυπο ανάπτυξης με βάση τις εξαγωγές και τις επενδύσεις, η οικονομική πολιτική θα πρέπει να επικεντρωθεί στα εξής:
Δραστική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ), τα οποία περιορίζουν την ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει την οικονομική ανάπτυξη. Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες έχουν ήδη υποβάλει αναθεωρημένους επιχειρησιακούς στόχους για τα ΜΕΑ, οι οποίοι καλύπτουν το διάστημα μέχρι το 2021, σύμφωνα με τους οποίους το μέσο ποσοστό των ΜΕΑ θα μειωθεί στο 20% ή και χαμηλότερα. Oι τράπεζες θα πρέπει να διευκολύνουν την αναδιάρθρωση βιώσιμων επιχειρήσεων, τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών και την εκκαθάριση των μη βιώσιμων επιχειρήσεων. Το προσεχές διάστημα θα πρέπει να δοθεί έμφαση στη μείωση των ΜΕΑ μέσω πωλήσεων δανείων, τιτλοποιήσεων, ρευστοποίησης εξασφαλίσεων και επιτυχών ρυθμίσεων δανείων. Για να επιτευχθεί όμως ταχύτερη αποκλιμάκωση του υπολοίπου των ΜΕΑ, προκειμένου να υπάρξει σύγκλιση με τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέχρι το 2021 ο οποίος σήμερα βρίσκεται στο 3,5%, θα πρέπει να εξεταστούν και πρόσθετες, πέραν των προσπαθειών των ίδιων των τραπεζών, συστημικές λύσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος στην πρόσφατη Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος, παρουσίασε την πρότασή της για τη δημιουργία Εταιρίας Ειδικού Σκοπού (SPV) για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με χρήση μέρους των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων. Μια εναλλακτική πρόταση, όχι αναγκαίως ανταγωνιστική με αυτή της Τράπεζας της Ελλάδος, έχει παρουσιάσει το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, πρόταση η οποία χρησιμοποιεί κρατικές εγγυήσεις για μέρος του ομολόγου που θα εκδοθεί μέσω της τιτλοποίησης των δανείων. Οι προτάσεις αυτές αξιολογούνται από την κυβέρνηση και αναμένεται να συζητηθούν με τη Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς λήψη αποφάσεων.
Εφαρμογή των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων. Πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί η ανατροπή συμφωνημένων πολιτικών, η οποία δημιουργεί πρόσθετους κινδύνους για την οικονομία και παράλληλα υπονομεύει την αξιοπιστία της ασκούμενης πολιτικής. Παράλληλα, απαιτείται η έγκαιρη ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων-δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί, προκειμένου να καταστεί δυνατή η επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά κρατικά ομόλογα που έχει στην κατοχή του το Ευρωσύστημα (SMP και ANFA). Κάτι τέτοιο θα έχει θετική επίδραση στην προσπάθεια για την έξοδο της χώρας στις αγορές.
Συνέχιση των μεταρρυθμίσεων που ενθαρρύνουν τον ανταγωνισμό στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, γεγονός που με τη σειρά του αυξάνει την παραγωγικότητα και την απασχόληση και βελτιώνει τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα.
Βελτίωση της ποιότητας και διασφάλιση της ανεξαρτησίας των θεσμών, και έμφαση στο κράτος δικαίου. Η ορθή λειτουργία των ανεξάρτητων θεσμών έχει, σύμφωνα με την εμπειρία, μεγάλη σημασία για την οικονομική ανάπτυξη, και επιτρέπει στις χώρες να αντεπεξέρχονται σε σημαντικές προκλήσεις, επειδή επηρεάζουν θετικά τα κίνητρα των ιδιωτών και των επιχειρήσεων να επενδύουν σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο, σε τεχνολογία και στην οργάνωση της παραγωγής. Έχει αποδειχθεί διεθνώς ότι σε χώρες με ισχυρούς, ανεξάρτητους θεσμούς και ισχυρό κράτος δικαίου που εμπνέει σεβασμό, ενισχύεται η εμπιστοσύνη και προάγονται, οικονομικά και κοινωνικά, ωφέλιμες λύσεις.
Υιοθέτηση ενός μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής που θα είναι φιλικότερο προς την ανάπτυξη. Οι υψηλοί στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα που έχουν αποφασιστεί στο πλαίσιο της συμφωνίας του Eurogroup, τον Ιούνιο του 2018, για την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους, σε συνδυασμό με τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, περιορίζουν τους ιδιωτικούς πόρους που είναι διαθέσιμοι για πραγματικές επενδύσεις και οδηγούν σε παραγκωνισμό του ιδιωτικού από το δημόσιο τομέα, με αποτέλεσμα να επιβραδύνουν την οικονομική ανάκαμψη. Η υπερβολική εξάρτηση από τους φόρους αποτελεί αντικίνητρο για την εργασία και τις νέες επενδύσεις ενώ παράλληλα ενθαρρύνει τη στροφή των δραστηριοτήτων προς την παραοικονομία και παρέχει κίνητρα για φοροδιαφυγή. Στο πλαίσιο αυτό, είναι αναγκαίο να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην περικοπή των μη-παραγωγικών δημοσίων δαπανών, ενδεχομένως μέσω της εξέτασης δημιουργίας σχημάτων σύμπραξης δημόσιου-ιδιωτικού τομέα και της αύξησης της παραγωγικότητας του δημόσιου τομέα, καθώς και μέσω της βελτίωσης της αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, κυρίως μέσω μιας σύγχρονης νομοθεσίας για τις χρήσεις γης.
Ενίσχυση του «τριγώνου της γνώσης», δηλαδή της εκπαίδευσης, της έρευνας και της καινοτομίας, με την υιοθέτηση πολιτικών και μεταρρυθμίσεων που ενθαρρύνουν την έρευνα, διευκολύνουν τη διάχυση της τεχνολογίας, την επαφή της ερευνητικής και πανεπιστημιακής κοινότητας με τις επιχειρήσεις και, τελικώς, ενισχύουν την επιχειρηματικότητα. Κάτι τέτοιο θα συμβάλει στην ενίσχυση της έρευνας και ανάπτυξης, στην αύξηση του αποθέματος γνώσης και παραγωγικού κεφαλαίου μέσω της προσέλκυσης επενδύσεων, στην ανάπτυξη εξωστρεφών κλάδων και στην προώθηση της οικονομίας και της κοινωνίας της γνώσης γενικότερα.
Υποστήριξη των μακροχρόνια ανέργων. Είναι σημαντικό να δοθεί άμεση στήριξη στους ανέργους και σε όσους έχουν οριακή σύνδεση με την αγορά εργασίας μέσω της εφαρμογής ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης και μέσω στοχευμένων κοινωνικών μεταβιβάσεων με σκοπό την αντιστάθμιση της απώλειας εισοδήματος και τη μείωση του χρόνου παραμονής στην ανεργία. Παράλληλα, πρέπει να δοθεί έμφαση στις πολιτικές αναβάθμισης δεξιοτήτων και επανεκπαίδευσης. Επίσης, το ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας θα μπορούσε να βελτιωθεί με πολιτικές που ενθαρρύνουν την αύξηση της συμμετοχής των γυναικών.
Διατήρηση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας. Κάθε ρυθμιστική παρέμβαση για την προστασία των εργαζομένων πρέπει να διαφυλάξει την ευελιξία της αγοράς εργασίας και να μην θέσει σε κίνδυνο τη σταδιακή υποχώρηση της ανεργίας και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας που έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα. Στο πλαίσιο αυτό, η υπό διαβούλευση πρόταση για αύξηση των κατώτατων μισθών πρέπει να συμβαδίζει με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, έτσι ώστε να διασφαλίσει τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και τη μείωση του ποσοστού ανεργίας.
Τα ανωτέρω θα συμβάλουν και στη διατηρήσιμη ανάπτυξη μέσω της ενίσχυσης των παραγωγικών επενδύσεων οι οποίες υποχώρησαν σημαντικά κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η ελληνική οικονομία χρειάζεται ένα επενδυτικό σοκ, με έμφαση στις πιο παραγωγικές και εξωστρεφείς επιχειρηματικές επενδύσεις, ώστε να αποφευχθούν τα λεγόμενα “φαινόμενα υστέρησης” (σύμφωνα με τα οποία η ύφεση που προηγήθηκε απαξιώνει το δυναμικό της οικονομίας σε σχεδόν μόνιμη βάση) και να δοθεί ώθηση στο μετασχηματισμό του παραγωγικού προτύπου προς διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες. Ωστόσο, ένα από τα εμπόδια τα οποία συνεχίζουν να αποτελούν τροχοπέδη στην αναπροσαρμογή της οικονομίας σχετίζεται με τη στενότητα των αποταμιευτικών και χρηματοδοτικών πόρων για επενδύσεις.
Η βελτίωση της εμπιστοσύνης στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και η αντιμετώπιση του προβλήματος του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων αναμένεται σταδιακά να ενισχύσουν τον τραπεζικό δανεισμό που παραδοσιακά αποτελεί βασική πηγή άντλησης κεφαλαίων κυρίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Σε κάθε περίπτωση, οι τραπεζικές πιστώσεις δεν αναμένεται να αυξηθούν, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, σε επαρκή βαθμό ώστε να επιτευχθεί σημαντική αύξηση των επιχειρηματικών επενδύσεων. Συνεπώς, είναι ανάγκη να διευρυνθούν οι πηγές μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης. Δηλαδή, θα πρέπει να αξιοποιηθούν σε µεγαλύτερο βαθµό οι δυνατότητες που προσφέρουν οι κεφαλαιαγορές ή η εναλλακτική χρηματοδότηση (π.χ. τα κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών, η συμμετοχική χρηματοδότηση και οι εξειδικευμένες χρηματιστηριακές πλατφόρμες αγορών μετοχών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι μετατρέψιμες οµολογίες καθώς και η έκδοση εταιρικών ομολόγων, τιτλοποιημένου χρέους και καλυμμένων ομολογιών). Επίσης, θα πρέπει να αξιοποιηθούν στο έπακρο οι διαθέσιμοι ευρωπαϊκοί πόροι από το ΕΣΠΑ 2014-2020, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων.
Πέραν όμως όλων αυτών, είναι επιτακτικά αναγκαία μια πολιτική προσέλκυσης ξένων άμεσων επενδύσεων, καθώς η εγχώρια αποταμίευση (περίπου 10% του ΑΕΠ) δεν επαρκεί να καλύψει τις αναγκαίες επενδύσεις (περίπου 20% του ΑΕΠ), προκειμένου να επιτευχθούν υψηλοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης τα αμέσως επόμενα χρόνια που το παραγωγικό κενό της οικονομίας παραμένει ακόμη αρνητικό λόγω της μακροχρόνιας ύφεσης που προηγήθηκε.
Οι ξένες άμεσες επενδύσεις, πέραν του ότι συμβάλλουν στη μείωση του κενού μεταξύ εγχώριων αποταμιεύσεων και αναγκαίων επενδύσεων, προάγουν στενότερους εμπορικούς δεσμούς με χώρες και επιχειρήσεις με τεχνολογίες αιχμής και διευκολύνουν τη συμμετοχή σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Κάτι τέτοιο θα αυξήσει την εξωστρέφεια και θα βελτιώσει τόσο την ποσότητα όσο και την ποιότητα των ελληνικών εξαγωγών. Αυτό με τη σειρά του θα επιταχύνει την ανακατανομή παραγωγικών πόρων προς τις εξαγωγές και θα αυξήσει το μακροπρόθεσμο δυνητικό προϊόν της χώρας.
Για να προσελκύσει η χώρα ξένες άμεσες επενδύσεις, θα πρέπει να επιταχυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις και να δοθεί έμφαση στην άρση σημαντικών αντικινήτρων, όπως η γραφειοκρατία, η ασάφεια και αστάθεια του νομοθετικού και ρυθμιστικού πλαισίου, το μη προβλέψιμο φορολογικό σύστημα, η ελλιπής προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, οι καθυστερήσεις στη δικαστική επίλυση των διαφορών καθώς και οι εναπομείναντες περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων.
Δ. Επενδυτικές ευκαιρίες στην Ελλάδα
Στη συνέχεια θα αναφερθώ σε ορισμένους βασικούς παράγοντες που, παρά τα όποια προβλήματα, καθιστούν την Ελλάδα έναν ελκυστικό επενδυτικό προορισμό.
1ον Η συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ζώνη του ευρώ έχει ως συνέπεια οι επιχειρήσεις που εδρεύουν στην Ελλάδα να απολαμβάνουν τα οφέλη της νομισματικής σταθερότητας και της σταθερότητας των τιμών και να έχουν πρόσβαση στην ενιαία αγορά της ΕΕ. Δηλαδή, αντιμετωπίζουν ένα σταθερό θεσμικό περιβάλλον, απολαμβάνουν προστασία των επενδύσεών τους και έχουν πρόσβαση σε ένα υγιές τραπεζικό σύστημα που εποπτεύεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
2ον Η Ελλάδα, πέρα από μέλος της ΕΕ, είναι μέλος του NATO και άλλων διεθνών πολυμερών οργανισμών, γεγονός που συνεπάγεται σταθερότητα, ασφάλεια και αυξημένη οικονομική και αμυντική συνεργασία με τους εταίρους της.
3ον Η μακρόχρονη κρίση αποτέλεσε ένα σημαντικό μάθημα για όλους μας. Ως εκ τούτου οι πολιτικές δυνάμεις με ευρωπαϊκό προσανατολισμό κατανοούν πολύ περισσότερο σήμερα την ανάγκη της εφαρμογής των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων προκειμένου να ευημερήσει η χώρα στο πλαίσιο της ΟΝΕ.
4ον Η τήρηση των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ και η αυστηρή παρακολούθηση από την ΕΕ στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας μετά το πρόγραμμα, μειώνει σημαντικά την πιθανότητα επανεμφάνισης ανισορροπιών.
5ον Οι μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν την τελευταία οκταετία, σε συνδυασμό με την αποφασιστική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που απομένει να γίνουν, ενισχύουν περαιτέρω την εμπιστοσύνη, βελτιώνουν το επιχειρηματικό κλίμα και δημιουργούν θετικές προοπτικές για την ελληνική οικονομία. Η επαναφορά της οικονομίας σε σταθερή αναπτυξιακή τροχιά δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση κερδοφόρων εγχώριων και ξένων άμεσων επενδύσεων.
6ον Η Ελλάδα επωφελείται από άφθονους ευρωπαϊκούς πόρους που στοχεύουν στην ενίσχυση της ανάπτυξης και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Οι πόροι της ΕΕ που έχει προγραμματιστεί να εκταμιευθούν στην Ελλάδα την περίοδο 2014-2020 ανέρχονται σε 35,9 δισεκ. ευρώ.
7ον Το Ελληνικό Δημόσιο διαθέτει μεγάλη ακίνητη περιουσία η οποία είναι διαθέσιμη για αξιοποίηση από ιδιώτες επενδυτές στο πλαίσιο του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων ή και άλλων συνεργασιών. Το υφιστάμενο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων αλλά και οι ανάγκες για ιδιωτικές επενδύσεις δημιουργούν ευκαιρίες για επικερδείς επενδύσεις για τους ξένους επενδυτές. Οι εισροές ξένων άμεσων επενδύσεων έφθασαν περίπου τα 2,8 δισεκ. ευρώ την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2018, συνεχίζοντας έτσι την ανοδική τάση που ξεκίνησε το 2016 (2,5 δισεκ. ευρώ) και το 2017 (3,2 δισεκ. ευρώ). Οι αυξημένες εισροές ξένων άμεσων επενδύσεων τα τελευταία τρία χρόνια υποδηλώνουν ότι σημαντικοί ξένοι επενδυτές διαβλέπουν εδώ και καιρό θετικές προοπτικές για την ελληνική οικονομία.
8ον Ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα της Ελλάδας είναι η γεωγραφική της θέση, καθώς βρίσκεται στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων. Συνεπώς, η Ελλάδα παρέχει σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες ως κόμβος μεταφορών και ενέργειας. Η παράταση της σύμβασης αξιοποίησης του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών για άλλα 20 χρόνια και τα παραδείγματα της επένδυσης της Cosco στο λιμάνι του Πειραιά, της Fraport σε περιφερειακά αεροδρόμια και της Trenitalia στην ΤΡΑΙΝΟΣΕ είναι ενδεικτικά και υποδηλώνουν ότι τα οφέλη είναι πολύ μεγαλύτερα για όσους επενδυτές τοποθετηθούν γρήγορα σε ελληνικά περιουσιακά στοιχεία.
9ον Η Ελλάδα αποτελεί σημαντικό τουριστικό προορισμό. Υπάρχουν, συνεπώς, σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες στον τουρισμό μέσω της ενίσχυσης του δυναμικού και της αναβάθμισης της ποιότητας των τουριστικών υποδομών. Σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες υπάρχουν επίσης σε διάφορους άλλους τομείς, όπως η εφοδιαστική αλυσίδα (logistics), τα δίκτυα, η ναυτιλία, το εμπόριο, η φαρμακευτική βιομηχανία, η μεταποίηση, ο κλάδος των ορυχείων και των λατομείων.
10ον Πέρα από τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους και τιμών στη διάρκεια της κρίσης, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που καθιστούν την Ελλάδα ελκυστική για επενδύσεις. Σύμφωνα με την Έκθεση για την Παγκόσμια Ανταγωνιστικότητα του 2018 του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, η Ελλάδα καταλαμβάνει σχετικά υψηλή θέση (39η ανάμεσα σε 140 χώρες) στην κατάταξη ως προς τις δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού (skills). Επίσης, η Ελλάδα έχει σχετικά καλή κατάταξη ως προς τη δυνατότητα καινοτομίας (innovation capability – 44η ανάμεσα σε 140 χώρες), τις επιστημονικές δημοσιεύσεις (scientific publications – 30ή), τις αιτήσεις για διπλώματα ευρεσιτεχνίας (patent applications – 36η), την ποιότητα των ερευνητικών ιδρυμάτων (quality of research institutions – 31η) και τη δαπάνη σε Έρευνα και Ανάπτυξη (R&D) ως ποσοστό του ΑΕΠ (R&D expenditures – 40ή). Παράλληλα, η Ελλάδα καταλαμβάνει σχετικά καλή θέση όσον αφορά την ηλεκτρονική συμμετοχή (e-participation index – 33η), το ρυθμιστικό πλαίσιο περί αφερεγγυότητας (insolvency regulatory framework – 28η), το βαθμό ανοίγματος στο εξωτερικό εμπόριο υπηρεσιών (services trade openness – 31η), την ποιότητα διακυβέρνησης μετοχικών εταιριών (shareholder governance – 15η), τις υποδομές (infrastructure – 38η) και το κόστος για την έναρξη μιας επιχείρησης (cost of starting a business – 45η).
Ε. Συμπεράσματα
Η επιτυχής ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος προσαρμογής τον Αύγουστο του 2018 και τα μέτρα ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους που αποφασίστηκαν από το Eurogroup τον Ιούνιο του 2018 έχουν ασκήσει θετική επίδραση στην εμπιστοσύνη. Η ελληνική οικονομία από το 2010 μέχρι σήμερα έχει επιτύχει μια άνευ προηγουμένου διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών (κυρίως την εξάλειψη των «διδύμων ελλειμμάτων», δηλ. των ελλειμμάτων της γενικής κυβέρνησης και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών), τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους εργασίας και την ενδυνάμωση του τραπεζικού της συστήματος, ενώ η οικονομική ανάκαμψη έχει ήδη ξεκινήσει, με ρυθμό περίπου 2%. Παρ’ όλα αυτά, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων (και κατ’ επέκταση το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών) εξακολουθούν να βρίσκονται σε σχετικά υψηλά επίπεδα, τόσο λόγω των αναταράξεων στις διεθνείς αγορές, ιδιαίτερα στην Ιταλία, όσο και λόγω της ανησυχίας για την προσήλωση της οικονομικής πολιτικής στην υλοποίηση των προγραμματισμένων μεταρρυθμίσεων.
Προκειμένου λοιπόν να εμπεδωθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, μέσα σε ένα διεθνές οικονομικό περιβάλλον που δεν προβλέπεται να είναι ανέφελο τα επόμενα χρόνια, και να διασφαλιστεί η χρηματοδότηση του δημόσιου χρέους με βιώσιμους όρους από τις διεθνείς αγορές, απαιτείται, πάση θυσία, η διατήρηση και συνέχιση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, η διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας και η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Αυτό θα καταστήσει την Ελλάδα ελκυστικό προορισμό για εγχώριες και ξένες άμεσες επενδύσεις και θα υποβοηθήσει τη μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε ένα νέο, εξωστρεφές πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης, με υψηλούς και βιώσιμους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης.