«Μόνο μία ισχυρή και λειτουργική ευρωζώνη μπορεί να απορροφήσει τους κραδασμούς που επιφυλάσσουν οι διαφαινόμενες μεγάλες αλλαγές σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Και η συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτήν είναι επιτακτική, όχι μόνο για λόγους οικονομικούς, αλλά και για λόγους κοινωνικούς και εθνικούς. Το ευρώ είναι η ασπίδα μας.», επεσήμανε ο επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, σε ομιλία του σε εκδήλωση του Wharton Club of Greece.
Ο κεντρικός τραπεζίτης υπογράμμισε ότι αναγκαία προϋπόθεση της οικονομικής ανάκαμψης στη χώρα είναι πρωτίστως η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και η απαρέγκλιτη εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που περιγράφονται στο νέο πρόγραμμα.
Παράλληλα, όπως σημείωσε, ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην άρση των εμποδίων που αντιμετωπίζουν ακόμη και ιδιωτικοποιήσεις που έχουν ήδη εγκριθεί και στην περαιτέρω προώθηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας καθώς και στη βελτίωση της διαχείρισής του.
Στο πλαίσιο αυτό, τόνισε ότι απαιτείται ρεαλισμός και ευελιξία τόσο από τους εταίρους και τους θεσμούς όσο και από την ελληνική πλευρά, με στόχο την άμεση κατάληξη της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος και την ολοκλήρωση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων.
Αγκάθι τα NPLs
Για να διευκολυνθεί η ανάκαμψη, είναι επιτακτική η αντιμετώπιση του προβλήματος της υπερχρέωσης του ιδιωτικού τομέα που θα επιτρέψει την επιτάχυνση των χορηγήσεων, σημείωσε ο κ. Στουρνάρας.
Οπως είπε, το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων αφενός μειώνει την κερδοφορία των τραπεζών και έτσι δυσχεραίνει την προσφορά πιστώσεων, κάτι το οποίο πλήττει κατά κύριο λόγο τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες εξαρτώνται από τις τράπεζες για χρηματοδότηση, και αφετέρου καθυστερεί την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων και έτσι περιορίζει τη δυνατότητα των βιώσιμων επιχειρήσεων να χρηματοδοτήσουν νέα επενδυτικά προγράμματα. Το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και την ελληνική οικονομία.
Πέρα από τα έως τώρα μέτρα που αφορούν, μεταξύ άλλων, τη δημιουργία δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων και τη θέσπιση σειράς στόχων και βασικών δεικτών επιδόσεων με σκοπό τη μείωση του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά 38% (ή περίπου 40 δισεκ. ευρώ) μέχρι το τέλος του 2019, απαιτούνται τα ακόλουθα:
• Εισαγωγή πλαισίου για την εξωδικαστική διευθέτηση οφειλών, ώστε να διασφαλίζεται ταχεία, αποτελεσματική και διαφανής αντιμετώπιση για τα χρέη προς τον ιδιωτικό αλλά και το δημόσιο τομέα.
• Τροποποίηση στη νομοθεσία για ζητήματα που σχετίζονται:
– με τη φορολογική μεταχείριση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο και των διαγραφών δανείων,
– με τα δικαιώματα των πιστωτών έναντι των μη συνεργαζόμενων μετόχων κατά την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων,
– με τη νομική προστασία των στελεχών των τραπεζών και δημόσιων φορέων κατά την αναδιάρθρωση δανείων και την εξυγίανση επιχειρήσεων και
– με τη διαμόρφωση ασφαλούς και αποτελεσματικού πλαισίου αντιμετώπισης κοινών οφειλετών σε περισσότερες από μία τράπεζες.
Η πιο ενεργητική πολιτική διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων από την πλευρά των τραπεζών, σε συνδυασμό με την πλήρη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων αυτών, θα οδηγήσει στην ενίσχυση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας και στην οικονομική ανάπτυξη.
Οι κίνδυνοι στη ζώνη του ευρώ και τα επόμενα βήματα
Οι τρέχουσες προβλέψεις δείχνουν σταδιακή ανάκαμψη τόσο στην Ελλάδα όσο και στη ζώνη του ευρώ. Ωστόσο, σημείωσε ο κ. Στουρνάρας, η ανάκαμψη αντιμετωπίζει διάφορες αντιξοότητες, που αφορούν πολιτικούς κινδύνους, συνδεόμενους με την άνοδο του λαϊκισμού και της αντιευρωπαϊκής ρητορικής, την άνοδο της πολιτικής αβεβαιότητας σε αρκετές ανεπτυγμένες χώρες, την έξαρση του προστατευτισμού διεθνώς, την ενδεχόμενη επιδείνωση της προσφυγικής κρίσης και την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) (Brexit).
Όπως έχουν επισημάνει διακεκριμένοι στοχαστές, η άνοδος του λαϊκισμού και οι τάσεις ενδυνάμωσης του προστατευτισμού διεθνώς τροφοδοτήθηκαν από τις ανεπιθύμητες συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και της τεχνολογικής – ψηφιακής επανάστασης, δηλαδή την αύξηση της ανεργίας, τις αυξανόμενες εισοδηματικές ανισότητες και τη φοροδιαφυγή, κυρίως μέσω εξωχώριων δραστηριοτήτων.
Επιπρόσθετα, τόνισε ο κ. Στουνάρας, η τρέχουσα ανάκαμψη στην ευρωζώνη, συγκρινόμενη με παλαιότερες, είναι αισθητά πιο αργή, το παραγωγικό κενό εξακολουθεί να είναι αρνητικό, οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ υπολείπονται του προ-κρίσης επιπέδου τους, ενώ και το αυξανόμενο πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ζώνης του ευρώ υποδηλώνει σημαντικά υποτονική εσωτερική ζήτηση σε σχέση με την προσφορά. Τα παραπάνω οφείλονται στο ότι η ανάκαμψη στην ευρωζώνη παρεμποδίζεται από τα προβλήματα που κληροδότησε η κρίση, δηλ. την υψηλή ανεργία και το υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΚΤ δεν μπορεί να ασκεί διευκολυντική πολιτική σε μακροπρόθεσμη βάση, για να αντιμετωπιστούν τα υφιστάμενα προβλήματα και οι προκλήσεις απαιτείται εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και ενδυνάμωση του κοινού ευρωπαϊκού οικοδομήματος με βελτίωση της αρχιτεκτονικής της ΟΝΕ. Στο πλαίσιο αυτό, οι επόμενες κινήσεις θα πρέπει να περιλαμβάνουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να βελτιωθεί το αναπτυξιακό δυναμικό και για τη θωράκιση απέναντι σε μελλοντικές διαταραχές, καθώς και αυξημένο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών, σύγκλιση και επιμερισμό των κινδύνων εντός της ΟΝΕ, υπογράμμισε ο κεντρικός τραπεζίτης.