Τέλος στους αναδρομικούς φορο – ελεγχους που παράτυπα έφταναν ακόμα και σε βάθος 20ετίας βάζει η Ελληνική Δικαιοσύνη η οποία εκδίδει πλέον την μια δικαστική απόφαση μετά την άλλη θεωρώντας απαράδεκτες συνταγματικά και νομικά τις παρατάσεις παραγραφής που δίνει νομοθετικά η πολιτεία αδυνατώντας να ελέγξει εντός του εύλογου και νόμιμου χρονικού διαστήματος τις υποθέσεις φοροδιαφυγής.
Το μήνυμα που έχει εκπέμψει εδώ και καιρό το Συμβούλιο Επικρατείας (με απόφαση του Β’ Τμήματος αλλά και της 7μελούς σύνθεσης στη συνέχεια για την υπόθεση του καθηγητή Αλ. Μητρόπουλου) είναι πως η παράταση των προθεσμιών παραγραφής που επήλθαν με νόμους του Υπουργείου Οικονομικών, αντιβαίνει στις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης που επιβάλλουν τη σαφή διατύπωση των κανόνων δικαίου.
Εν ολίγοις θα πρέπει να ξεχάσουμε τις έρευνες για την παρελθούσα φοροδιαφυγή πέραν της 10ετίας (όταν υπάρχει βέβαια εντολή εισαγγελέα αρα και ερευνώμενο ποινικό αδίκημα), κάτι που σημαίνει απώλεια εκατομμυρίων για το Δημόσιο.
Με αυτό τον ξεκάθαρο τρόπο, χιλιάδες (αλλά όχι όλες) φορολογικές υποθέσεις πλούσιων φυσικών προσώπων προερχόμενες από τις γνωστές πλέον “λίστες “καθώς και πολλές άλλες υποθέσεις μεγάλης φοροδιαφυγής που βρίσκονται σε εκκρεμότητα οδεύουν πλέον προς παραγραφή.
Το χρονικό περιθώριο που έχει το Δημόσιο να ολοκληρώσει τους ελέγχους στις υποθέσεις αυτές λήγει στις 31-12-2016 και από ότι φαίνεται δεν υπάρχει δυνατότητα να δοθεί νέα παράταση στην προθεσμία παραγραφής, όπως έχει γίνει ηδη δυο φορές.
Το ΣτΕ
Είναι χαρακτηριστική η απόφαση ΣτΕ 1623/2016 (7μελής Συνθεση) η οποία διατυπώνει την εξής άποψη:
“Η παραγραφή αυτή πρέπει επίσης, να έχει, συνολικά, εύλογη διάρκεια, δηλαδή να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας, ώστε, […] να μην αφήνει τους μεν φορολογουμένους έκθετους σε μακρά περίοδο ανασφάλειας δικαίου -που αποτελεί παράγοντα αποτρεπτικό για την ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων με δυσμενείς επιπτώσεις στην ανάπτυξη, γενικότερα, και της εθνικής οικονομίας- και στον κίνδυνο να μην είναι πλέον σε θέση, μετά την παρέλευση μακρού χρόνου από το γεγονός που γεννά τη φορολογική υποχρέωση και την κτήση του διαφυγόντος τη φορολογία περιουσιακού οφέλους, να αμυνθούν προσηκόντως έναντι σχετικού ελέγχου, το δε Δημόσιο έκθετο στον κίνδυνο αδυναμίας είσπραξης τυχόν βεβαιουμένων ποσών προστίμων”.
Νέα απόφαση και 5ετία
Αυτό έχει επιβεβαιωθεί πολλάκις από τα Διοικητικά δικαστήρια με χαρακτηριστική επίσης του Διοικητικού Εφετείου Χανίων, σύμφωνα με την οποία στις υποθέσεις που έχει εκδοθεί εισαγγελική παραγγελία εντός του 2014 η παραγραφή επήλθε στις 31-12-2013. Δηλαδή η εντολή του 2014 έχει εκδοθεί για παραγεγραμμένες υποθέσεις.
Όμως ανάλογη απόφαση με ιδιαίτερη δυναμική εκδόθηκε και στις αρχές Δεκεμβρίου από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, η οποία σύμφωνα με πληροφορίες θεωρεί ότι είναι άκυρες οι εισαγγελικές εντολές ελέγχου (άρα και τη διακοπή της παραγραφής) για τις περισσότερες – αν όχι όλες – λίστες, επειδή εκδόθηκαν μαζικά και αναφέρονται συλλήβδην σε ολόκληρο το περιεχόμενο κάποιων CD και όχι ονομαστικά κατά περίπτωση, σε κάθε έναν ξεχωριστά από τους συνολικά 1,3 εκατομμύρια ελεγχόμενους.
Τι σημαίνει
Για να γίνει κατανοητό αυτό πρέπει να γίνει ένας βασικός διαχωρισμός για τον τρόπο που ξεκινά μια έρευνα:
– Αν ξεκινήσει με εντολή ελέγχου από τον επικεφαλής μιας ΔΟΥ για διοικητική και όχι ποινική παράβαση τότε η παραγραφή ρητά και με βούλα όλων των δικαστηρίων) είναι πενταετής.
– Αν ξεκινήσει με εντολή εισαγγελέα (και για) για ποινικό αδίκημα , όπως φοροδιαφυγή, ξέπλυμα κλπ τότε η παραγραφή φτάνει ακόμα και από 10-20 χρόνια.
Τι είπε το Δικαστήριο; Εφόσον θεωρεί άκυρες τις μαζικές εισαγγελικές εντολές τότε η παραγραφή πέφτει στα 5 χρόνια!
Πληροφορίες αναφέρουν πως τα στοιχεία που επικαλείται η Εφορία ως “νεότερα” ή “συμπληρωματικά” (οπτικός δίσκος – CD) το δικαστήριο τα θεωρεί “παλιά” (υπόλοιπα τραπεζικών καταθέσεων) και άρα, αφού δεν τα αξιοποίησε τόσα χρόνια και δεν εξέδωσε ποτέ πιο πριν εντολή ατομικού ελέγχου, ισχύει και για τους ελεγχόμενους της “λίστας Λαγκάρντ” το δικαίωμα 5ετούς παραγραφής (2008 και πριν), όπως και για όλους τους υπόλοιπους φορολογούμενους που δεν έχουν υποστεί έως τώρα κανέναν φορολογικό έλεγχο.