Τα συνολικά κεφάλαια που προσέλκυσαν οι ελληνικές επιχειρήσεις το 2018 άγγιξαν τα 5,5 δισ. ευρώ, με το κομμάτι των εξαγορών και συγχωνεύσεων να αντιστοιχεί σε συνολικά 51 συναλλαγές αξίας 3,8 δισ. ευρώ.
Από το υπόλοιπο των 5,5 δισ. ευρώ, 635 εκατ. ευρώ αφορούν την αξία των εταιρικών ομολόγων και 1 δισ. ευρώ τις ιδιωτικοποιήσεις. Ως προς το μέσο ύψος της συναλλαγής ήταν στα 75 εκατ. ευρώ, υψηλότερη κατά 27 εκατ. ευρώ έναντι της περυσινής χρονιάς. Οι συναλλαγές στη ναυτιλία αποτέλεσαν το 22% της συνολικής αξίας των συναλλαγών, ενώ οι πέντε μεγαλύτερες συναλλαγές άγγιξαν το 1,8 δισ. ευρώ, αναφέρει το newmoney.
Τα στοιχεία προκύπτουν από την τελευταία έρευνα της PricewaterhouseCoopers για τις σημαντικότερες εξαγορές και συγχωνεύσεις που πραγματοποιήθηκαν το 2018 στην ελληνική αγορά, από την οποία προκύπτει ότι η συνολική αξία των συναλλαγών αυξήθηκε κατά 1,1 δισ. ευρώ έναντι του 2017, γεγονός το οποίο οφείλεται κατά κύριο λόγο στο χώρο της ναυτιλίας, εν συνεχεία την ενέργεια και τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Το 2018 υπήρξε μεταστροφή από μικρές συναλλαγές σε μεγαλύτερης αξίας κυρίως μεσαίας κεφαλαιοποίησης και ειναι ένα έτος με αυξημένη δραστηριότητα εξαγορών και συγχωνεύσεων καθώς ο αριθμός των συναλλαγών αυξήθηκε κατά 31% έναντι του 2017.
Η PwC αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο οι εξαγορές, συγχωνεύσεις και ιδιωτικοποιήσεις να ξεπεράσουν τα 5 δισ. ευρώ το 2019.
Τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις ήταν 1 δισ. ευρώ και για μια ακόμη χρονιά ο στόχος του προϋπολογισμού ύψους 2,7 δισ. ευρώ δεν πιάστηκε. Τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις προήλθαν κυρίως από την πώληση του ΔΕΣΦΑ καθώς και την πώληση του τελευταίου μεριδίου του ΟΤΕ στην Deutsche Telekom. «Το 2019 περιμένουμε το Διεθνή Αερολιμένα, την πώληση των ΕΛΠΕ, τη μεγάλη επένδυση του Ελληνικού καθώς και την πώληση του ΕΕΣΣΤΥ», ανέφεραν οι επιτελείς της γνωστής εταιρείας συμβούλων, προσθέτοντας ότι συνολικά στο κομμάτι των εξαγορών και συγχωνεύσεων φέτος δεν αναμένονται θεαματικές αλλαγές για σημαντικά υψηλότερα νούμερα έναντι του 2018. Για το 2019 στην Ελλάδα θα συνεχίσει η αποεπένδυση συστημικών τραπεζών, οι εξαγορές και συγχωνεύσεις που έχουν ήδη συμφωνηθεί και θα ολοκληρωθούν φέτος μπορούν να ξεπεράσουν τα 2 δισ. ευρώ με επιπλέον 2,6 δισ. ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις.
Από τις πέντε μεγαλύτερες συναλλαγές της περυσινής χρονιάς που αφορούν αλλαγή πλειοψηφικού πακέτου, αξίας 1,88 δισ. ευρώ, η ναυτιλία οδηγεί το δρόμο (Poseidon Containers Holdings), η εξαγορά της Avis συνδέεται με την άνοδο του ελληνικού τουρισμού, ενώ η αλλαγή ιδιοκτησίας στο ΥΓΕΙΑ με αγοραστή την CVC σηματοδοτεί μία από τις σημαντικότερες συναλλαγές στα «πρότυπα των οποίων θα πρέπει να κινηθεί η αγορά».
Όπως επισημάνθηκε «θα αναμέναμε και θα θέλαμε πολλές περισσότερες συναλλαγές αναδιάρθρωσης να πραγματοποιηθούν ωστόσο δυστυχώς δεν έχουμε πολλές- μόλις έξι ανακοινώθηκαν επίσημα το 2018 (Lakitira, Καλογήρου, Lion, Nεώριο, Μεταλλουργική Βιομηχανία Ηπείρου, Μamidoil Jetoil). To πρόβλημα αυτών των συναλλαγών είναι η καθυστέρηση από πλευράς των τραπεζών αλλά και οι καθυστερήσεις στα ελληνικά δικαστήρια όπου οι σχετικές αποφάσεις μπορεί να αργούν ακόμη και για πάνω από 12μηνο».
Στην Ευρώπη οι 20 μεγαλύτερες συναλλαγές που ανακοινώθηκαν ανήλθαν σε 261 δις. ευρώ, αυξημένες σε κατά 25 δισ. ευρώ σε σύγκριση με την αμέσως προηγούμενη χρονιά, ενώ 1 στις 4 συναλλαγές των σημαντικότερων ευρωπαϊκών συμφωνιών αφορούν τον φαρμακευτικό κλάδο.
Το μακροοικονομικό περιβάλλον
Γενικότερα πάντως όσον αφορά το μακροοικονομικό περιβάλλον και την ανάπτυξη, οι επιτελείς της PwC, ο κ. Κώστας Μητρόπουλος, εντεταλμένος σύμβουλος και ο κ. Κυριάκος Ανδρέου, επικεφαλής του συμβουλευτικού τμήματος ανέφεραν ότι δεν υπάρχουν οι επενδύσεις αυτή την στιγμή στην Ελλάδα που μπορούν να οδηγήσουν σε ουσιαστική ανάπτυξη και γι’ αυτό οι όποιοι δείκτες παραμένουν αναιμικοί και το επίπεδο των επενδύσεων δεν συμβαδίζει με υψηλή ανάπτυξη. Το υψηλό κόστος κεφαλαίου, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα το οποίο είναι αργό στη διαδικασία μειωση των NPE’s από τους ισολογισμούς και δεν μπορεί να παράσχει την απαραίτητη ρευστότητα και η έλλειψη επενδύσεων δημιουργεί τρείς σοβαρούς κινδύνους:
-δυσκολία πρόσβασης στις αγορές
-υποτίμηση του ανταγωνισμού καθώς άλλες χώρες βελτιώνονται
-δυσκολία στην εναρμόνιση με τις λειτουργικές και δημοσιονομικές πιέσεις. «Οι αριθμοί αντέχουν οριακά και στην περίπτωση κάποιας εισερχόμενης κρίσης υφίσταται κίνδυνος μεγάλων κραδασμών», αναφέρθηκε χαρακτηριστικά.
«Η ελληνική πολιτική οικονομία πρέπει να επαναπροσδιοριστεί μέχρι το 2022 για να χτιστούν τα θεμέλια για μία μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Θα πρέπει μέσα στην επόμενη διετία ένα μακροπρόθεσμο πλάνο. Η ανάπτυξη φέτος θα είναι μεταξύ 1,5% και το πολύ 2% -αν και πιο πιθανό είναι να έχει το 1 μπροστά- κάτι το οποίο θα εξαρτηθεί και από την υπόλοιπη Ευρώπη. »