Η επιβολή υψηλών φορολογικών συντελεστών εξανεμίζει τα κέρδη των επιχειρήσεων και στερεί κρίσιμη ρευστότητα που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για τη χρηματοδότηση αναγκαίων επενδύσεων που θα στήριζαν την επιχειρηματική δραστηριότητα.
Σύμφωνα με την “Καθημερινή”, είναι χαρακτηριστικό ότι οι φόροι που πλήρωσαν οι επιχειρήσεις το 2015 ανήλθαν στα 2 δισ. ευρώ, εξανεμίζοντας σε σημαντικό ποσοστό τα κέρδη των 2,9 δισ. ευρώ που πέτυχαν την ίδια χρονιά, μέρος των οποίων θα μπορούσε να επανεπενδυθεί, εάν δεν τα απομυζούσε το κράτος.
Το όφελος, άλλωστε, που προκύπτει για το κράτος είναι περιορισμένο, στον βαθμό που η αύξηση των φορολογικών συντελεστών δεν έχει ενισχύσει ανάλογα τα δημόσια έσοδα από τον φόρο εισοδήματος που πληρώνουν οι επιχειρήσεις και ο οποίος μειώθηκε από τα 3 δισ. ευρώ το 2009 στα 2 δισ. ευρώ το 2015, εν μέσω πτώσης και της κερδοφορίας από τα 5,4 δισ. ευρώ στα 2,9 δισ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο.
Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από την ανάλυση της έρευνας που πραγματοποίησε η Grant Thornton, μελετώντας 8.000 εταιρείες από 92 κλάδους της ελληνικής οικονομίας, από τις οποίες το 92% έχει κύκλο εργασιών κάτω των 50 εκατ. ευρώ και χαρακτηρίζονται ως μικρομεσαίες.
Πρόκειται για επιχειρήσεις που αποτελούν τον μεγαλύτερο εργοδότη της χώρας, καθώς απασχολούν το 66% του απασχολούμενου προσωπικού, γεγονός που καθιστά την απόδοσή τους ιδιαίτερα σημαντική για την ελληνική οικονομία, παρά το γεγονός ότι η συνεισφορά τους, βάσει οικονομικών μεγεθών όπως οι πωλήσεις, η λειτουργική κερδοφορία, ο δανεισμός, από μια πρώτη ματιά φαίνεται μικρή. Στόχος της έρευνας είναι να αναδείξει τις επιχειρήσεις που σε περιβάλλον παρατεταμένης κρίσης παρουσιάζουν δυναμική, αναπτύσσοντας τις πωλήσεις, τις θέσεις εργασίας, αλλά και την κερδοφορία τους.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης πρόκειται για 2.000 επιχειρήσεις, δηλαδή 1 στις 4, οι οποίες μάλιστα παρά την ύφεση και τα γενικευμένα προβλήματα ρευστότητας, διαθέτουν υγιή χρηματοοικονομική βάση με μικρό δανεισμό και αποτελούν πρότυπο ανάπτυξης (illuminators). Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επιχειρήσεις αυτές διαθέτουν στο σύνολο του δείγματος το 36% των πωλήσεων, το 16% των δανείων και το 8% περιθώριο κερδών πριν από φόρους.
Από κοντά είναι και 1.200 επιχειρήσεις, που ενώ διαθέτουν το 27% των συνολικών πωλήσεων και 2% περιθώριο κερδών προ φόρων, έχουν δηλαδή χαρακτηριστικά ανάπτυξης, συγκεντρώνουν το 34% των συνολικών δανείων (spotlighters), ενώ άλλες 2.000 επιχειρήσεις, που έχουν χαμηλή ανάπτυξη συγκεντρώνοντας το 17% των συνολικών πωλήσεων και 4% περιθώριο κερδών προ φόρων, έχουν υγιή χρηματοοικονομική βάση με μόλις 9% των συνολικών δανείων (moonlighters).
Στον αντίποδα είναι, ωστόσο, 3.200 επιχειρήσεις, που χαρακτηρίζονται από χαμηλή ανάπτυξη και υψηλό δανεισμό (gloomers), αντιπροσωπεύοντας το 20% των συνολικών πωλήσεων και το 40% των συνολικών δανείων, ενώ έχουν αρνητικό περιθώριο κερδών πριν από φόρους. Σύμφωνα μάλιστα με τα στελέχη της Grant Thornton κ. Μ. Μιχαλιό και Ν. Ιωάννου, που παρουσίασαν την έρευνα, τα χαρακτηριστικά τους δημιουργούν σημαντικές αμφιβολίες σχετικά με τη βιωσιμότητά τους.
Από την ανάλυση των στοιχείων της μελέτης που χρησιμοποιεί η εφημερίδα, το έλλειμμα χρηματοδότησης των υποχρεώσεων που έχουν οι επιχειρήσεις ανέρχεται στα 25 δισ. ευρώ, παρά το γεγονός ότι ο συνολικός δανεισμός μειώθηκε κατά 2,5%, ενώ οι δυσχέρειες στην απόδοση των εταιρειών οφείλονται κατά ένα μεγάλο βαθμό στην έλλειψη ρευστότητας και στην αδυναμία πρόσβασης των εταιρειών σε καινούργια κεφάλαια.
Ενδεικτικά προκύπτει ότι:
• 1 στις 4 επιχειρήσεις παρουσιάζουν έλλειμμα στο κεφάλαιο κίνησης το οποίο ανέρχεται σε 14 δισ. ευρώ.
• 1 στις 4 επιχειρήσεις αδυνατεί να αποπληρώσει τους τόκους της μέσα από τη λειτουργική της κερδοφορία.
• Επίσης 1 στις 8 επιχειρήσεις έχει δανεισμό υψηλότερο από τον κύκλο εργασιών της.
Από την ανάλυση της απόδοσης των 8.000 επιχειρήσεων προκύπτει επίσης ότι ενώ 5 στις 10 επιχειρήσεις αύξησαν τον κύκλο εργασιών τους, μόνο 2 στις 5 κατόρθωσαν την αύξηση αυτή να τη μετατρέψουν σε κέρδη, γεγονός που καταδεικνύει ότι οι υπόλοιπες εταιρείες για να κερδίσουν μερίδια αγοράς πούλησαν σε τιμές κάτω του κόστους, δημιουργώντας στρεβλώσεις στην αγορά.
Ενθαρρυντικό είναι, ωστόσο, το γεγονός ότι 6 στις 10 εταιρείες είναι κερδοφόρες, εντούτοις ο αριθμός αυτός δεν φαίνεται να αυξάνεται, καταδεικνύοντας το έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί.
Σε κλαδικό επίπεδο παρατηρείται ότι το 2015 ένας στους δύο κλάδους της ελληνικής οικονομίας αύξησε τον κύκλο εργασιών του, ενώ για το σύνολο του δείγματός μας (εξαιρώντας τον τομέα των πετρελαιοειδών) εκτιμάται οριακά θετική αύξηση και για το 2016. Την ίδια στιγμή, 44 κλάδοι το προηγούμενο έτος βρίσκονταν σε ύφεση, ενώ 49 κλάδοι αναμένεται ότι θα κινηθούν υφεσιακά για το 2016.
Σε κάθε περίπτωση, καθοριστικό παράγοντα ανάπτυξης αποτελούν οι μεγάλες επιχειρήσεις, που δεν είναι μέρος της έρευνας, αλλά συνεισφέρουν το 80% των πωλήσεων και κατέχουν το 75% του καθαρού δανεισμού.