Εάν πιστέψει κανείς τα νούμερα, η αγορά εργασίας στις ανεπτυγμένες οικονομίες πέτυχε επιτέλους την «ολική επαναφορά». Η έκθεση του ΟΟΣΑ για την απασχόληση που δημοσιεύτηκε αυτή την εβδομάδα δείχνει ότι το ποσοστό των απασχολουμένων για τα άτομα έως 74 χρόνων αυξήθηκε πέρυσι στο 61%, ξεπερνώντας το προηγούμενο υψηλό του 60,8%, που είχε καταγραφεί στα τέλη του 2007. Η παγκόσμια ύφεση, που άφησε πίσω της εκατομμύρια ανέργους, είναι σαν να μη συνέβη ποτέ.
Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, βέβαια, έχουν μια πολύ διαφορετική αίσθηση. Οι χαμηλοί μισθοί, οι προσωρινές και part time θέσεις απασχόλησης και η εργασιακή ανασφάλεια συνθέτουν μια εικόνα πολύ διαφορετική από εκείνη της ευημερίας, που υπαινίσσονται τα όλο και μειούμενα ποσοστά της ανεργίας. Δεν είναι τυχαίο ότι στην τελευταία συνέντευξη Τύπου του ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, αναφέρθηκε στις λεγόμενες «θέσεις εργασίας χαμηλής ποιότητας» ως ένα από τα μεγάλα προβλήματα που κρατούν πίσω την οικονομία της ευρωζώνης, αναφέρει το ependisinews.
«Ενώ το έλλειμμα θέσεων εργασίας συρρικνώνεται, πολύς κόσμος δεν νιώθει τα οφέλη, καθώς αντιμετωπίζει στάσιμους μισθούς και μηδενικές προοπτικές καριέρας», παραδέχθηκε ο γενικός γραμματέας του ΟΟΣΑ, Ανχελ Γκουρία. «Χρειαζόμαστε μια αγορά εργασίας χωρίς αποκλεισμούς, που να επανασυνδέει τα οφέλη του οικονομικού μοντέλου μας με εκείνους που δουλεύουν μέσα σε αυτό», τόνισε.
Είναι πλέον σαφές πως η ευημερία που αποτυπώνεται στα επίσημα στοιχεία κρύβει την ανθρώπινη δυστυχία της πραγματικότητας. Εάν πιστέψει κανείς τα στοιχεία της Eurostat, η ανεργία υποχωρεί στην ευρωζώνη με ρυθμό σχεδόν μίας ποσοστιαίας μονάδας τον χρόνο, με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται σήμερα στο 9,3%, καθώς όλο και περισσότεροι εισέρχονται στο εργατικό δυναμικό. Ομως, ο ίδιος ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, ξεσκέπασε την υποκρισία των στοιχείων αυτών. «Εχουμε ενδείξεις ότι πολλές από αυτές τις νέες θέσεις εργασίας είναι οι λεγόμενες θέσεις χαμηλής ποιότητας, όπου μιλάμε για προσωρινή απασχόληση, μιλάμε για part time απασχόληση. Αυτές είναι πολλές», είπε ο Ιταλός κεντρικός τραπεζίτης. Πραγματικά, μελέτη των οικονομολόγων της ΕΚΤ που δημοσιοποιήθηκε τον περασμένο μήνα δείχνει ότι, εάν συνυπολογιστούν εκείνοι που θέλουν να δουλέψουν περισσότερες ώρες, αλλά δεν μπορούν, τότε η αληθινή ανεργία στην ευρωζώνη κινείται κοντά στο 15%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασαν πρόσφατα οι «New York Times», παρά την ανάκαμψη της οικονομίας, τουλάχιστον μία στις δύο νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται στην Ευρώπη είναι προσωρινές. «Αυτή είναι η κληρονομιά μιας επώδυνης οικονομικής κρίσης, που έκανε τους εργοδότες να φοβούνται να προσλάβουν μόνιμους υπαλλήλους σε μια εύθραυστη οικονομία, όπου η ανάπτυξη είναι ακόμη αδύναμη», τονίζει η ανάλυση της αμερικανικής εφημερίδας.
Ειδικά οι νεότεροι Ευρωπαίοι, οι εκπρόσωποι της γενιάς των millennials, μοιάζουν να είναι εγκλωβισμένοι σε αυτό που οι «New York Times» περιγράφουν σαν έναν «εργασιακό Κάτω Κόσμο», όπου η μια προσωρινή θέση διαδέχεται την άλλη και η ζωή τους μετατρέπεται σε ένα ατέλειωτο κυνήγι απασχόλησης. Πάνω από το 40% των νέων της Ευρώπης έχουν κολλήσει σε προσωρινές και χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας, αφού στη Γαλλία, για παράδειγμα, τουλάχιστον 8 στις 10 προσλήψεις που γίνονται είναι για προσωρινό προσωπικό. Στην Ισπανία πέρυσι υπογράφηκαν 18 εκατ. προσωρινές συμβάσεις, ενώ οι προσλήψεις μόνιμων εργαζομένων δεν ξεπέρασαν τις 1,7 εκατ. Δεν είναι μόνο η αυστηρή εργασιακή νομοθεσία που κάνει τους εργοδότες απρόθυμους να προσλάβουν άτομα, όταν γνωρίζουν πόσο δύσκολη και ακριβή θα είναι η απόλυσή τους. Τα στοιχεία της Eurofound δείχνουν ότι οι προσωρινοί υπάλληλοι αμείβονται 19% χαμηλότερα κατά μέσο όρο σε σχέση με τους μόνιμους, που κάνουν την ίδια δουλειά. Και μόλις το 20% εξ αυτών καταφέρνει να κάνει πραγματικότητα το όνειρο της μονιμοποίησης.
Το αποτέλεσμα είναι ότι στην Ευρώπη δημιουργείται πλέον μια όλο και μεγαλύτερη τάξη άπορων εργαζομένων. Ερευνα του γερμανικού ιδρύματος Bertelsmann έδειξε ότι η οικονομική ανάκαμψη κάθε άλλο παρά μειώνει τη φτώχεια ανάμεσα στους Ευρωπαίους απασχολουμένους. Συγκεκριμένα, ενώ το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες φτώχειας παρότι εργάζονται full time διαμορφωνόταν στο 7,2% το 2013, έως το 2015 είχε αυξηθεί στο 7,8%.
Δεν βάζουν… το χέρι στην τσέπη οι Γερμανοί
Ακόμα και στην οικονομική υπερδύναμη της Γερμανίας, που πλέον κινείται κοντά στον στόχο της πλήρους απασχόλησης, οι φτωχοί εργαζόμενοι έχουν αυξηθεί στο 7,1% του συνόλου, από 5,1% που ήταν το 2009.
Πραγματικά, η έκθεση του ΟΟΣΑ για την εργασία δείχνει ότι, ενώ τα επίπεδα της απασχόλησης στη Γερμανία είναι εντυπωσιακά, η αύξηση των μισθών είναι απογοητευτική. Αυτή η παραδοξότητα οφείλεται τουλάχιστον σε κάποιον βαθμό στην απροθυμία τόσο των εργοδοτών όσο και των ίδιων των εργαζομένων να θέσουν σε κίνδυνο την υψηλή ανταγωνιστικότητα της γερμανικής οικονομίας, η οποία κερδήθηκε με σκληρές μεταρρυθμίσεις και επώδυνες θυσίες από τους Γερμανούς τα προηγούμενα χρόνια. Τι και εάν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δηλώνει σε όλους τους τόνους ότι η Γερμανία θα πρέπει να αυξήσει τους μισθούς της, για να στηρίξει την οικονομική ανάκαμψη της ευρωζώνης και να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα των άλλων χωρών; Τι και εάν οι οικονομολόγοι υπολογίζουν ότι οι μισθοί στη Γερμανία θα πρέπει να αυξάνονται με ρυθμό τουλάχιστον 3% τον χρόνο για να μπορέσει η ΕΚΤ να επιτύχει τον στόχο της για πληθωρισμό στο 2% (και, άρα, να ικανοποιήσει το πάγιο αίτημα της Γερμανίας για αύξηση των επιτοκίων); Η τελευταία φορά που οι Γερμανοί πήραν μισθολογικές αυξήσεις της τάξης του 3% ήταν το 2011, αφού πέρυσι οι ονομαστικοί μισθοί αυξήθηκαν κατά 2,3%, έστω και εάν η ανεργία έπεσε κοντά στα χαμηλότερα επίπεδα που έχουν καταγραφεί από την επανένωση των Γερμανιών.
Οι Γερμανοί δεν έχουν ξεχάσει ότι με τη συμπίεση των μισθών κατάφεραν να μετατρέψουν μια οικονομία που θεωρούνταν ο «μεγάλος ασθενής» της Ευρώπης σε μια εξαγωγική υπερδύναμη. Για αυτό ακόμα και τα διάσημα γερμανικά συνδικάτα δεν εστιάζουν πια τις απαιτήσεις τους τόσο στις μισθολογικές αυξήσεις όσο σε άλλα αιτήματα, που σχετίζονται με την εργασιακή ασφάλεια, τα διάφορα επιδόματα, τις καλύτερες συντάξεις, τις ευκαιρίες εκπαίδευσης κ.λπ.
«Πρωταθλήτρια Ευρώπης» στην ανασφάλεια η Ελλάδα
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η έρευνα του ΟΟΣΑ για την απασχόληση αποτυπώνει το βαρύ κοινωνικό κόστος που αφήνει πίσω της η οικονομική κρίση. Ο οργανισμός ξεκινά με την εκτίμηση ότι η επιστροφή των μακροχρόνια ανέργων στην αγορά εργασίας θα είναι πολύ δύσκολη, ενώ προβλέπει ότι η απασχόληση θα παραμείνει κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερη από ό,τι ήταν πριν από την κρίση, τουλάχιστον έως τα τέλη του 2018. Πέραν αυτών, όμως, ο ΟΟΣΑ διαπιστώνει ότι και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της απασχόλησης στην Ελλάδα είναι πολύ άσχημα. Η εργασιακή ανασφάλεια είναι η υψηλότερη ανάμεσα σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, ενώ οι συνθήκες εργασίας που αντιμετωπίζουν οι Ελληνες είναι οι δεύτερες χειρότερες στις ανεπτυγμένες χώρες, καθώς ο μέσος εργαζόμενος αντιμετωπίζει πολύ υψηλές απαιτήσεις, αλλά έχει στη διάθεσή του πολύ λίγους πόρους για να τις ικανοποιήσει.