Επιφυλάξεις για τις προβλέψεις του Προσχεδίου του Προϋπολογισμού για ισχυρή αύξηση της καταναλωτικής ζήτησης και του ΑΕΠ το 2018 διατυπώνει στο εβδομαδιαίο δελτίο που εξέδωσε ο ΣΕΒ, ενώ παράλληλα προχωρά και σε ανάλυση των λόγων για τους οποίους η Ελλάδα κατατάσσεται πολύ χαμηλά στην διεθνή κατάταξη της Ανταγωνιστικότητας.
Στο δελτίο για την ελληνική Οικονομία καταγράφεται πως το ΑΕΠ αυξήθηκε το 2017 κατά +1,5%, αντί για +1,4%, σύμφωνα με πρόσφατη αναθεώρηση των στοιχείων από την ΕΛΣΤΑΤ (κυρίως των αποπληθωριστών ιδιωτικής κατανάλωσης), επισημαίνεται όμως ότι «η αναμενόμενη ισχυρή ανάκαμψη το 2018, και κυρίως της ιδιωτικής κατανάλωσης, μάλλον υπερεκτιμάται και οι εκτιμήσεις για το 2018 που περιλαμβάνονται στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού (ΑΕΠ +2,1% και ιδιωτική κατανάλωση +1%) ενδέχεται να μην επιβεβαιωθούν λόγω επίδρασης βάσης, καθώς οι μετρήσεις του 2018 συγκρίνονται πλέον με τα υψηλότερα μεγέθη του 2017», αναφέρει το newmoney.
Αδύναμη ανάπτυξη
Από την άλλη, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 57η θέση μεταξύ 140 χωρών (και 27η στις 28 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης) στην Έκθεση Ανταγωνιστικότητας του 2018 που μόλις δημοσίευσε το World Economic Forum (WEF), έχοντας υποχωρήσει από την 53η θέση το 2017.
Όπως επισημαίνεται στο δελτίο του ΣΕΒ, «το αναπτυξιακό περιβάλλον στην Ελλάδα, όπως αποτυπώνεται στην Έκθεση του WEF, εμφανίζεται εν πολλοίς αδύναμο να δημιουργήσει υψηλούς ρυθμούς αύξησης των επενδύσεων και της παραγωγικότητας, και μάλιστα σε τομείς υψηλής τεχνολογικής έντασης και εξωστρεφούς δραστηριότητας. Δεν πρέπει συνεπώς να μας παραξενεύει ότι στην Ελλάδα η παραγωγικότητα (και αναγκαστικά τα εισοδήματα) είναι στο 50% της μέσης παραγωγικότητας του 50% των πιο αναπτυγμένων χωρών του κόσμου».
Ο δείκτης ανταγωνιστικότητας 4.0., όπως αποκαλείται από το WEF, καταγράφει όχι μόνο την απόσταση που χωρίζει κάθε χώρα από τις ΗΠΑ, που συγκεντρώνουν την υψηλότερη συνολική βαθμολογία, αλλά αποτυπώνει κυρίως τη σχετική ετοιμότητα της χώρας να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις που φέρνει η 4η Βιομηχανική Επανάσταση στον κόσμο της παραγωγής και της εργασίας.
Όπως τονίζεται στην έκθεση:
– Με βάση την κατάταξη του WEF, η Ελλάδα υστερεί έναντι άλλων χωρών της ΕΕ-28, κυρίως στους δείκτες που αντικατοπτρίζουν την ποιότητα του θεσμικού περιβάλλοντος, την δυνατότητα ανάπτυξης καινοτομίας, και την κατάσταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και δευτερευόντως, αλλά εξίσου σημαντικό, το επιχειρηματικό περιβάλλον και την υιοθέτηση τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών.
– Αντιθέτως, στις υποδομές, την εκπαίδευση και τις δεξιότητες, η απόσταση που μας χωρίζει από το μέσο όρο της ΕΕ-28 είναι μικρότερη.
– Στην εκπαίδευση και δεξιότητες, υπάρχουν, πάντως, σχετικά μεγάλα ελλείμματα στις ψηφιακές δυνατότητες του πληθυσμού, την κατάρτιση προσωπικού, την ποιότητα επαγγελματικής κατάρτισης και την έλλειψη κριτικής σκέψης στο εκπαιδευτικό σύστημα.
– Στην καινοτομία, με εξαίρεση τις επιστημονικές δημοσιεύσεις, σε όλους τους άλλους δείκτες υπάρχει μεγάλη υστέρηση.
– Οι μεγαλύτερες υστερήσεις στην καινοτομία, περιλαμβάνουν την ποιότητα των ερευνητικών κέντρων, τις διεθνείς συνεργασίες εφευρέσεων, τη δαπάνη για Έρευνα και Ανάπτυξη, την ανάπτυξη συστάδων επιχειρήσεων, τη συνεργασία ενδιαφερόμενων μερών σε κοινές δράσεις, την ωριμότητα της αγοραστικής συμπεριφοράς, τις αιτήσεις για διπλώματα ευρεσιτεχνίας και την ποικιλομορφία του εργατικού δυναμικού.
«Η γενικότερη εικόνα της χώρας μας αναδεικνύει ένα ασθενές θεσμικό περιβάλλον και υστερήσεις στον τομέα της ανάπτυξης καινοτομίας» και, όπως τονίζεται, «αν μάλιστα συνδυαστούν οι παράγοντες αυτοί με την έλλειψη χρηματοδοτικών πόρων λόγω της κατάστασης που βρίσκεται σήμερα το τραπεζικό σύστημα, εξηγείται σε μεγάλο βαθμό η καθήλωση της επενδυτικής και της αναπτυξιακής δυναμικής της χώρας σε χαμηλά επίπεδα, με ανεπαρκείς δράσεις για την ενσωμάτωση της υψηλής τεχνολογίας και της εξωστρέφειας στην παραγωγική διαδικασία. Στην κατάσταση αυτή, συμβάλλουν και υστερήσεις στις αγορές εργασίας (ανεπαρκής ευελιξία) και προϊόντων (ανεπαρκής ανταγωνισμός)».
«Με αυτά τα δεδομένα, η καταγραφόμενη έλλειψη δυναμικής κουλτούρας που θα αναλαμβάνει υψηλούς επιχειρηματικούς κινδύνους, δεν θα πρέπει να ξαφνιάζει κανέναν, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη το θεσμικό χάσμα και το καθεστώς υπερφορολόγησης στο οποίο λειτουργούν οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα» υπογραμμίζεται στην Ανάλυση.