Η υπερφορολόγηση μεταφέρει την οικονομική δραστηριότητα στη “μαύρη” οικονομία και σκοτώνει την έντιμη επιχειρηματικότητα, αναφέρει στο εβδομαδιαίο δελτίο για την ελληνική οικονομία, ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ).
Όπως επισημαίνει ο ΣΕΒ, χαρακτηριστικά της υπερφορολόγησης είναι όχι μόνο οι de facto υψηλότεροι φορολογικοί συντελεστές που πληρώνουν οι συνεπείς φορολογούμενοι αλλά και η φοροδιαφυγή, η εισφοροδιαφυγή, το λαθρεμπόριο, τα λουκέτα, η απόσυρση επαγγελματικής ιδιότητας από την αγορά, η μετανάστευση επιχειρήσεων και εργαζομένων κ.ο.κ.
Οργανωμένες επιχειρήσεις υφίστανται τις επιπτώσεις της φορολογικής τους συνέπειας καθώς ο ανταγωνισμός οξύνεται με άλλες επιχειρήσεις που καταφεύγουν στην φοροδιαφυγή και την αδήλωτη και απλήρωτη εργασία για να επιβιώσουν. Στα νοικοκυριά, οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, χωρίς να φοροδιαφεύγουν, φορολογούνται κατά τρόπο άδικο και κοινωνικά μη βιώσιμο, όταν ελεύθεροι επαγγελματίες, εισοδηματίες από αγροτική εκμετάλλευση, ενοίκια, τόκους, μετοχές, κεφάλαιο κλπ δηλώνουν εισοδήματα που προσβάλλουν την νοημοσύνη όλων μας.
Ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός, ταυτόχρονα, ενώ έχει πλέον αρχίσει να γίνεται αποτελεσματικότερος και αποδοτικότερος για τα δημόσια έσοδα, δεν έχει καταφέρει να φέρει στην επιφάνεια την κρυμμένη φορολογητέα ύλη, προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερη πίεση στους συνεπείς φορολογουμένους. Όταν οι επιχειρήσεις σε 32 Ευρωπαϊκές χώρες φορολογούνται με φορολογικό συντελεστή 40,3% κατά μέσο όρο, οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν τον 6ο υψηλότερο φορολογικό συντελεστή, με το 51% των προ φόρων κερδών τους να απορροφάται στην πληρωμή εταιρικού φόρου (22,4%) και φόρου στην εργασία (27,7%). Επίσης, το 92,5% των φορολογικών εσόδων φυσικών προσώπων καταβάλλεται από το 33% των φορολογουμένων που δηλώνουν εισόδημα άνω των €10000 τον χρόνο, ενώ το υπόλοιπο 67% των φορολογουμένων δηλώνουν μέσο ετήσιο εισόδημα €3055, ή €255 τον μήνα, και πληρώνουν μέσο φόρο €114, ή €9,5 τον μήνα.
Σύμφωνα με τις φορολογικές αρχές, το εισόδημα που δηλώνεται από φυσικά πρόσωπα είναι €74 δισ. όταν το εισόδημα των νοικοκυριών, σύμφωνα με στοιχεία διαθεσίμου εισοδήματος της ΕΛΣΤΑΤ, ανέρχεται σε €155 δισ. περίπου (χωρίς παροχές σε χρήμα και είδος), και, όταν το ΑΕΠ της χώρας είναι γύρω στα €175 δισ. Επιπλέον με το ύψος των έμμεσων φόρων (ΦΠΑ, επιβαρύνσεις στα τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος, τηλεπικοινωνιών, καυσίμων κ.ά.), το κράτος απομυζά σημαντικό ποσοστό του εισοδήματος των φορολογουμένων, χωρίς να απολαμβάνουν αξιόλογες δημόσιες υπηρεσίες (υγεία, παιδεία, ασφάλεια κ.ά.) για τα οποία δαπανούν από το υστέρημα των εισοδημάτων τους!
Οι εξαγωγές συνεχίζουν να αυξάνονται, αν και με μειωμένους ρυθμούς ενώ ο κύκλος εργασιών στις υπηρεσίες, σε γενικές γραμμές, σταθεροποιείται αν και σε χαμηλά, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, επίπεδα και ακολουθώντας τις δομικές αλλαγές της αγοράς εργασίας με αύξηση του δανεισμού εργαζομένων, την ώρα που οι ενδείξεις σταθεροποίησης στο λιανικό εμπόριο ενισχύονται. Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, για το σύνολο της οικονομίας, συνεχίζει την πορεία ελαφριάς ενίσχυσης και η δύναμη του εμπορικού στόλου με Ελληνική σημαία σταθεροποιείται πάρα τη διατήρηση ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων.
Τα έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού αυξάνουν πλέον με πιο ήπιους ρυθμούς, αφήνοντας τη συγκράτηση ταμειακών δαπανών και τον προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων ως τους βασικούς συντελεστές της παραπέρα διεύρυνσης του, πολύ υψηλού πλέον, πρωτογενούς πλεονάσματος.
Το συνονθύλευμα “καλών πρακτικών” που έχουν εφαρμοστεί στην αγορά φαρμάκου δημιούργησε στρεβλώσεις που σταδιακά θέτουν σε αμφιβολία τις αναπτυξιακές προοπτικές του κλάδου. Η ολοκληρωμένη και ισορροπημένη, για όλους –εγχώριους παραγωγούς, εισαγωγείς, φαρμακοποιούς και αποθήκες, γιατρούς και ασθενείς-, αναμόρφωση της φαρμακευτικής πολιτικής είναι ο μόνος τρόπος για να μπορέσει και η αγορά να λειτουργήσει ώστε και ο ασθενής να λάβει την αγωγή που χρειάζεται και να εκλογικευτούν οι επιβαρύνσεις των ασφαλιστικών ταμείων . Η βελτίωση της αποτελεσματικότητας της πολιτικής φαρμάκου είναι επιτακτική για την επιβίωση της εγχώριας παραγωγής (πιο οικονομικών και άρα σε μειονεκτική θέση με το υφιστάμενο σύστημα) φαρμάκων αλλά και την επάρκεια εφοδιασμού της αγοράς με καινοτόμες θεραπείες.
Είναι, όμως, και απολύτως απαραίτητη για την απελευθέρωση πόρων που θα αξιοποιηθούν για την καλύτερη κάλυψη των θεραπευτικών αναγκών ειδικά των ασθενέστερων οικονομικά πληθυσμιακών στρωμάτων. Στο πλαίσιο αυτό επιβάλλεται η αλλαγή της δομής αποζημίωσης φαρμακείων και αποθηκών, ώστε να ενθαρρυνθεί η προώθηση πιο οικονομικών φαρμάκων, και να εξορθολογιστεί το μέτρο του clawback που σήμερα επιμερίζεται μόνο σε παραγωγούς και εισαγωγείς.
Παράλληλα, η τήρηση της αυστηρής χορήγησης αντιβιωτικών φαρμάκων με συνταγή πρέπει να πλαισιωθεί από την εφαρμογή αυστηρών θεραπευτικών πρωτοκόλλων, μητρώων ασθενών, ανάλυσης των ηλεκτρονικών δεδομένων και την ενίσχυση της ικανότητας του κράτους να λειτουργεί με επιτροπές διαπραγμάτευσης και να αξιολογεί τον ίδιο το βαθμό καινοτομίας των φαρμάκων. Έτσι θα μπορέσει να συγκρατηθεί η υπερσυνταγογράφηση (σήμερα στην Ελλάδα χορηγούνται σχεδόν 70 εκατ. συνταγές το χρόνο) και η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη να απαγκιστρωθεί από την αδιάκριτη μείωση της αποζημίωσης τόσο των ημεδαπών παραγωγών όσο και των εισαγωγέων καινοτόμων φαρμάκων, εξασφαλίζοντας ισορροπία ανάμεσα στην κάλυψη των αναγκών θεραπείας και την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.