Ως θετική εξέλιξη χαρακτηρίζει ο ΣΕΒ, στο Μηνιαίο Οικονομικό του Δελτίο, την επίτευξη κατ’ αρχήν συμφωνίας στο Eurogroup της 7ης Απριλίου, προσθέτοντας, όμως, ότι τίποτε δεν έχει ακόμη κριθεί.
Στα θετικά ο Σύνδεσμος τονίζει ότι τώρα πια «μπαίνει το νερό στο αυλάκι» και «ανοίγει ο δρόμος για την επιστροφή των τεχνικών κλιμακίων στην Ελλάδα, με στόχο την επίτευξη τελικής συμφωνίας σε σύντομο χρονικό διάστημα», αναφέρει το newmoney.
Συμπληρώνει, όμως, ότι «θα ακολουθήσουν διαπραγματεύσεις, ώστε να ικανοποιηθεί το διοικητικό συμβούλιο του ΔΝΤ όσον αφορά στην αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους, δηλαδή να συμφωνηθεί για πόσα χρόνια θα διατηρηθεί ο στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2018, καθώς και για να δοθούν διαβεβαιώσεις για την ελάφρυνση του χρέους μεσοπρόθεσμα».
Κατά τον ΣΕΒ, άλλωστε, «μόνο έτσι θα εξασφαλιστεί η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, χωρίς την οποία ένα νέο πρόγραμμα θα πρέπει να συμφωνηθεί».
Ωστόσο, η συμφωνία για τη β’ αξιολόγηση ελέγχεται ως προς τέσσερα σημεία:
• Πρώτον, η συμφωνία για την περίοδο μετά το τέλος του προγράμματος (Αύγουστος 2018) εισάγει νέες αβεβαιότητες στην οικονομία και, για άλλη μια φορά, υποβιβάζει τις προοπτικές ανάπτυξης. Εντούτοις, η νομοθέτηση από σήμερα της μείωσης των συντάξεων και του αφορολόγητου το 2019 και το 2020 εγγυάται την όσο το δυνατόν πιο απρόσκοπτη πρόσβαση του δημοσίου στις αγορές το 2018, καθώς διασφαλίζεται η δημοσιονομική πειθαρχία τα επόμενα χρόνια, με την ελληνική οικονομία ωστόσο διασωληνωμένη για αρκετά ακόμη χρόνια.
• Δεύτερον, αν μας ενδιαφέρει πραγματικά η ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα και η προσέλκυση επενδύσεων, τότε κυβέρνηση και θεσμοί θα έπρεπε να δρομολογήσουν άμεσα από το 2018 τη μείωση του αφορολόγητου και των φορολογικών συντελεστών αντί να τις μεταθέτουν για το 2020, με τις όποιες αβεβαιότητες αυτό συνεπάγεται για την αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Η αγορά και η εγχώρια παραγωγή στενάζει από την υπερφορολόγηση της νόμιμης οικονομικής δραστηριότητας και είχε ελπίσει σε κάποια αλλαγή του μείγματος πολιτικής, ώστε να ενισχυθεί η αναπτυξιακή διαδικασία. Με τη διάψευση των προσδοκιών αυτών που φέρνει η επικείμενη συμφωνία, είναι αμφίβολο κατά πόσον διασφαλίζεται η επίτευξη των υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης και της μείωσης της ανεργίας που εμπεριέχονται στο πρόγραμμα, καθώς και της ανάκαμψης των εσόδων των ασφαλιστικών ταμείων, και, σε τελική ανάλυση, αυτή η ίδια η βιωσιμότητα του χρέους.
• Τρίτον, σημειώνεται ότι το πρόβλημα του ασφαλιστικού συστήματος παραμένει επί της ουσίας άλυτο, καθώς έχουμε υλοποιήσει άλλη μια ημιτελή ασφαλιστική μεταρρύθμιση που περικόπτει τις συντάξεις με οριζόντιο (και αυθαίρετο) τρόπο, διατηρεί απαγορευτικά υψηλές ασφαλιστικές εισφορές χωρίς ανταποδοτικές παροχές και δεν επιτρέπει την ανάπτυξη του 2ου και 3ου ασφαλιστικού πυλώνα όπως γίνεται σε όλες τις αναπτυγμένες οικονομίες. Και ενώ οι περικοπές των συντάξεων και του αφορολόγητου είναι βέβαιες και θα γίνουν το 2019 και το 2020 αντιστοίχως, η χρηματοδότηση των κοινωνικών προγραμμάτων και η μείωση των φορολογικών συντελεστών είναι αβέβαιες, καθώς εξαρτώνται από την υπερκάλυψη, και το βαθμό υπερκάλυψης του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5 π.μ. του ΑΕΠ. Και σε περίπτωση υστέρησης από τον στόχο, η μείωση του αφορολόγητου θα έρθει ένα χρόνο πιο μπροστά, και θα γίνει μαζί με τις περικοπές συντάξεων το 2019.
• Τέταρτον, τα «θετικά» μέτρα που αντισταθμίζουν δημοσιονομικά τα «αρνητικά» μέτρα, δηλαδή τη μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου, θα ήταν πιο οικονομικά αποτελεσματικό αν κατευθύνονταν στη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και σε εν γένει μέτρα στήριξης της σκληρά εργαζόμενης ελληνικής οικογένειας. Η διαγενεακή μεταφορά πόρων υπέρ των νεότερων γενιών συνιστά πράγματι μείζονα πρόκληση για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Για να πιάσει τόπο ωστόσο θα πρέπει να γίνει σωστή ιεράρχηση των μέτρων πολιτικής που θα ανακόψουν το brain drain, θα δώσουν κίνητρα στους επιχειρηματίες να δημιουργήσουν νέες θέσεις απασχόλησης και θα διευκολύνουν τους εργαζόμενους γονείς στη φύλαξη και ανατροφή των παιδιών τους.
Σε κάθε περίπτωση, υπογραμμίζει ο ΣΕΒ, η ήδη σημειωθείσα καθυστέρηση της αξιολόγησης για πολλούς μήνες έχει επηρεάσει αρνητικά τις οικονομικές εξελίξεις και τις εκτιμήσεις για ανάπτυξη της οικονομίας το 2017 λόγω της παρατεταμένης αβεβαιότητας, με την καταναλωτική εμπιστοσύνη να έχει υποχωρήσει σε χαμηλό 3,5 ετών.
Η άρση της αβεβαιότητας, καταλήγει, αναμένεται να συμβάλλει θετικά στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος, αν και η συγκυρία θα εξακολουθεί να υφίσταται τις αρνητικές επιπτώσεις της εφαρμογής του προγράμματος στην εγχώρια ζήτηση.