Ο απεγκλωβισμός στοιχείων ενεργητικού μη βιώσιμων επιχειρήσεων και η επαναδραστηριοποίηση τους στη παραγωγική διαδικασία είναι προς το συμφέρον της ελληνικής οικονομίας, σημειώνει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχάνων στο εβδομαδιαίο δελτίο για την οικονομία.
Η διαδικασία αυτή όμως, όπως υπογραμμίζεται «δεν πρέπει να οδηγήσει σε μια αυτοματοποιημένη εξάλειψη της ελληνικότητας του επιχειρηματικού τοπίου. Η πραγματικότητα της πρωτοφανούς σε βάθος και διάρκεια κρίσης καθιστά επιτακτική την ύπαρξη μιας πραγματικής δεύτερης ευκαιρίας για αυτούς που έχουν μεν πληγεί από την κρίση, αλλά αποτελούν ένα επιχειρηματικό κεφάλαιο που γνωρίζει τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της εγχώριας παραγωγής και διατηρεί την ικανότητα να τα αναδείξει».
Όπως αναφέρει ο ΣΕΒ, η αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων εισέρχεται σε μία νέα φάση, με την υιοθέτηση συγκεκριμένων στόχων από τις τράπεζες για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και την τριμηνιαία παρακολούθηση των αποκλίσεων της στοχοθεσίας αυτής από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η επιτυχία του εγχειρήματος θα κριθεί από την επαναφορά της οικονομίας σε πορεία ανάκαμψης και τη δημιουργία ενός κατάλληλου πλαισίου εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών και αποτελεσματικών ρυθμίσεων στο προπτωχευτικό και πτωχευτικό στάδιο, περιλαμβανομένης της λειτουργίας μιας δευτερογενούς αγοράς προβληματικών δανείων. Είναι, συνεπώς, επιτακτική ανάγκη η συνέχιση της ομαλής εφαρμογής του προγράμματος προσαρμογής, καθώς εγγυάται την αποκατάσταση συνθηκών εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Είναι, όμως, εξίσου σημαντικό, τώρα που έχουν αρχίσει να διαφαίνονται ισχυρές ενδείξεις ανάκαμψης της οικονομίας, να μην ανατραπούν οι προσδοκίες των επιχειρήσεων για τελική έξοδο από την κρίση και τα μνημόνια. Η απόφαση του Eurogroup της 5/12/16 για δημιουργία και συντήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2018 και για αρκετά ακόμη χρόνια, με απαιτήσεις για λήψη μέτρων, ήδη από σήμερα, είναι μάλλον προς την λάθος κατεύθυνση, στον βαθμό που δημιουργεί αυξημένες πιθανότητες για ένα νέο κύκλο υπερφορολόγησης της οικονομίας στο μέλλον. Είναι, συνεπώς, εκ των ων ουκ άνευ – κατά τον ΣΕΒ – να δημιουργηθεί ένα επενδυτικό σοκ στην οικονομία στη βάση της ταχύτερης υλοποίησης των φιλικών προς την ανάπτυξη μεταρρυθμίσεων και μιας αποδεδειγμένης πορείας δημοσιονομικής πειθαρχίας που παράγει πρωτογενή πλεονάσματα με βιώσιμο τρόπο. Το συγκεκριμένο ύψος του πρωτογενούς ισοζυγίου δεν έχει και μεγάλη σημασία, αρκεί να δημιουργείται πλεόνασμα και να έχει συνέχεια και η οικονομία να αναπτύσσεται και όχι να βρίσκεται σε στασιμότητα. Σε τελική ανάλυση, οι αγορές θα είναι οι επιδιαιτητές του επιθυμητού ύψους του πρωτογενούς πλεονάσματος. «Συνεπώς, συζητήσεις για το τι θα γίνει μετά την επανάσταση είναι μάλλον αντιδραστικές, παραφράζοντας τον Bakunin!» όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Ακόμη, σημειώνεται ότι την ώρα που ο προϋπολογισμός εμφανίζει όλο και μεγαλύτερα πλεονάσματα, υποβοηθούμενος και από τα πρόσφατα εισπρακτικά μέτρα σε ΦΠΑ και ασφαλιστικές εισφορές, η επίπτωση των αυξήσεων αυτών ειδικά στο μέρος της αγοράς εργασίας με χαμηλότερες αποδοχές παραμένει ένα κρίσιμο και αναπάντητο για την ώρα ερώτημα. Η στασιμότητα του PMI στη μεταποίηση δείχνει ότι η ανάκαμψη είναι εύθραυστη, ενώ οι επιδόσεις σε έρευνα και καινοτομία υπογραμμίζουν ότι, παρά τη σταθεροποίηση, η αντιμετώπιση των δομικών αδυναμιών της χώρας παραμένει ως μεγάλη πρόκληση. Υπάρχουν, τέλος, ενδείξεις ότι η απομόχλευση της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, που σταδιακά μειώνεται σε ένταση τα 3 τελευταία χρόνια, έχει ολοκληρωθεί.
Τέλος, υπογραμμίζεται ότι καθώς η οικονομία σταθεροποιείται, η αδυναμία πρόσβασης των επιχειρήσεων, και ειδικά των μικρότερων και μεσαίων επιχειρήσεων, σε χρηματοδότηση με τους ίδιους όρους που επικρατούν για εταιρείες σε άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ, θέτει σε αμφιβολία την αναπτυξιακή προοπτική της οικονομίας. Μάλιστα, όπως αναφέρει ο ΣΕΒ, η κατάσταση αυτή παραμένει σταθερά δυσμενής, ενώ οι αποδυναμωμένες, τόσο από πλευράς κύκλου εργασιών και κερδών, όσο και κεφαλαίων, ελληνικές επιχειρήσεις, έχουν εξαιρετικά μεγάλη ανάγκη κεφαλαίων. Είναι επιτατική η ανάγκη, λοιπόν, να αξιοποιηθεί η συγκυρία και να δοθεί μια λύση για την ταχεία εξάλειψη αυτής της κατάστασης. Πολλές επιχειρήσεις δεν θα αντέξουν την παρατεταμένη πιστωτική ασφυξία. Και, σε κάθε περίπτωση, διαφορετικά δεν θα έρθει η ανάπτυξη που προσδοκούν οι τράπεζες για να μπορέσουν να αρχίσουν να δίνουν δάνεια.