Την ανάγκη για ανάπτυξη που θα φέρει και σημαντική αύξηση της απασχόλησης τονίζει ο ΣΕΒ στο καθιερωμένο εβδομαδιαίο δελτίο του για την ελληνική οικονομία, επισημαίνοντας ότι για να συμβεί αυτό, χρειάζονται ιδιωτικές επενδύσεις με στόχο δηλαδή το κέρδος, που θα αυξήσουν τις θέσεις εργασίας και τα εισοδήματα.
Η κυβερνητική αντίληψη ότι η ανάπτυξη και οι επενδύσεις θα έρθουν μέσω αυτόματου πιλότου επειδή έκλεισε μέρος της 1ης αξιολόγησης είναι ανεδαφική, υπογραμμίζει ο ΣΕΒ. Όπως αναφέρει, “παραγνωρίζει ότι η εμπιστοσύνη γκρεμίζεται σε μια νύχτα αλλά κάνει χρόνια να χτιστεί.
Το εύλογο ερώτημα διαφόρων σχολιαστών ως προς το γιατί δεν έρχονται επενδύσεις, ενώ οι αξίες των ελληνικών assets έχουν υποτιμηθεί τόσο πολύ, δεν έχει ως απάντηση τις θεωρίες συνομωσίας αλλά το βαθύ ρήγμα εμπιστοσύνης που έχει ανοίξει τα τελευταία χρόνια μεταξύ της επενδυτικής κοινότητας και της Ελληνικής οικονομίας”.
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, η επιχειρηματική κοινότητα περιμένει οι εξαγγελίες της Θεσσαλονίκης να περιέχουν πρωτίστως δείγματα καλύτερης οικονομικής και πολιτικής διακυβέρνησης της χώρας.
Απαιτείται αλλαγή του μείγματος πολιτικής, με δεδομένους τους στόχους προσαρμογής, ώστε να έλθει η ανάπτυξη μία ώρα αρχύτερα. Και προς τούτο, απαιτείται άμεσα μείωση των φορολογικών συντελεστών και κίνητρα για παραγωγικές επενδύσεις, με ταυτόχρονη και αυτόματη περικοπή των λειτουργικών δαπανών του κράτους στο βαθμό που η πάταξη της φοροδιαφυγής παραμένει ανέφικτη.
Δέκα άμεσες παρεμβάσεις
H ελληνική κοινωνία θα περίμενε να ακούσει από την πολιτική ηγεσία στη Θεσσαλονίκη ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα για την ιδιωτική οικονομία ικανό να αντιμετωπίσει τα κακώς κείμενα, και να δώσει προοπτική για το μέλλον.
Κάτι τέτοιο, δεδομένης της συγκυρίας και της δημοσιονομικής προσαρμογής για την οποία η χώρα έχει δεσμευθεί στο πλαίσιο του Μνημονίου, θα έπρεπε να περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον, άμεσες παρεμβάσεις ως εξής:
1. Εφαρμογή των μέτρων του Μνημονίου, περιλαμβανομένων των διαθρωτικών μεταρρυθμίσεων, χωρίς καθυστερήσεις στην επίτευξη των συμφωνηθέντων, για την εκταμίευση των δόσεων και την τόνωση της ρευστότητας στην αγορά, την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και την επιτάχυνση της διαδικασίας ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
2. Επιτάχυνση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων που έχουν συμφωνηθεί και ενεργοποίηση του προγράμματος αξιοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου μέσω του Επενδυτικού Ταμείου, ώστε να προκληθεί επιχειρηματικό ενδιαφέρον για επενδυτικές ευκαιρίες στην Ελλάδα.
3. Αντιμετώπιση του προβλήματος των «κόκκινων δανείων» με επιτάχυνση της εφαρμογής του νέου θεσμικού πλαισίου και αξιοποίηση των δυνατοτήτων για την πώληση επισφαλών απαιτήσεων και την αναδιάρθρωση υπερχρεωμένων επιχειρήσεων. Η τακτική της αναμονής, ώστε η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας να οδηγήσει σε ανάκαμψη των προβληματικών δανείων, για να μπορέσουν οι τράπεζες να εγγράψουν κέρδη από την ανάκτηση των προβλέψεων, δεν έχει αποδώσει καρπούς μέχρι σήμερα. Η αναδιάρθρωση, λοιπόν, των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων μπορεί να προκαλέσει αυξημένο επενδυτικό ενδιαφέρον και να οδηγήσει στη δημιουργία πιο δυναμικών επιχειρήσεων που, απαλλαγμένες από τα χρηματοπιστωτικά και άλλα βάρη του παρελθόντος, θα μπορούν να συμβάλλουν σε αυτή την ίδια την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
4. Μείωση των φορολογικών συντελεστών στη βάση ενός ισοδύναμου προγράμματος καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, και αναγκαστικής μείωσης των λειτουργικών δαπανών του δημοσίου σε περίπτωση υστέρησης στην επίτευξη των στόχων επέκτασης της φορολογικής βάσης, ώστε να μειωθεί η φορολογική επιβάρυνση των συνεπών φορολογουμένων και των οργανωμένων επιχειρήσεων και να δοθεί ώθηση στην αναπτυξιακή διαδικασία μέσω τόνωσης της υγιούς και ανταγωνιστικής επιχειρηματικότητας.
5. Θέσπιση οριζόντιων φοροαπαλλαγών μέσω υπεραποσβέσεων επενδυτικών δαπανών, με όλη την επένδυση να αναγνωρίζεται σε ορισμένες περιπτώσεις ως εκπεστέα δαπάνη στη χρονιά υλοποίησης της επένδυσης, ώστε να προκληθεί επενδυτικό ενδιαφέρον, αύξηση της απασχόλησης και των εισοδημάτων, και έτσι οι ρυθμίσεις αυτές να είναι όσο το δυνατόν αυτοχρηματοδοτούμενες.
6. Λήψη μέτρων για την ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων και της κατασκευαστικής δραστηριότητας.
7. Επανασχεδίαση του ΕΝΦΙΑ ώστε να μην επιβάλλεται στη συσσώρευση ακίνητης περιουσίας μέσω του συμπληρωματικού φόρου, καθώς αυτό επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη της αγοράς ακινήτων και τα χιλιάδες επαγγέλματα του κατασκευαστικού κλάδου. Αντίθετα, ο ΕΝΦΙΑ πρέπει να είναι ένας χαμηλός φόρος σε κάθε ακίνητο χωρίς εξαιρέσεις, να έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα αντανακλώντας την αξία που προσδίδουν στο ακίνητο οι τοπικές υποδομές, και να επιβάλλεται από την τοπική αυτοδιοίκηση, με την κεντρική κυβέρνηση να ορίζει το ελάχιστο επίπεδο εσόδων που θα πρέπει να εισπραχθεί, καθώς και να φροντίζει για την είσπραξη του φόρου.
8. Εξορθολογισμός φορολογικών και μη επιβαρύνσεων στα ακίνητα και, ενδεχομένως, κατάργηση τους μέσω ενσωμάτωσης των αντίστοιχων εσόδων στη φορολογία εισοδήματος ή τον ΕΝΦΙΑ.
9. Αλλαγή του ρυθμιστικού πλαισίου που αφορά στα επαγγελματικά και τα αστικά ακίνητα, ώστε να διευκολύνεται η αναμόρφωση εμπορικών δρόμων και η ανάπλαση του οικιστικού ιστού της πόλης, με ταυτόχρονη χορήγηση φοροαπαλλαγών στις σχετικές επενδύσεις εφόσον επιδιώκονται και κοινωνικοί στόχοι αύξησης της προσφοράς κατοικίας σε υποβαθμισμένες περιοχές ή πάρκων, πρασίνου, αθλητικών εγκαταστάσεων κ.λπ. που αναβαθμίζουν την ποιότητα ζωής της πόλης.
10. Προτεραιοποίηση της δεύτερης/εξοχικής κατοικίας και της κατασκευής υποδομών προς εκμετάλλευση των γεωπολιτικών εξελίξεων που έχουν καταστήσει την Ελλάδα χώρα υψηλής προτίμησης επισκεπτών προορισμού και κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου.
«Ποιότητα διακυβέρνησης το ζητούμενο»
Πέραν, όμως των μέτρων και των οραμάτων, πάνω απ’ όλα απαιτείται φυγή προς τα εμπρός όσον αφορά στην ποιότητα της διακυβέρνησης, σημειώνει ο ΣΕΒ. «Το ελληνικό πολιτικό σύστημα επιμένει σήμερα να διαχειρίζεται τις προοπτικές ευημερίας του πληθυσμού με μεθόδους μιας άλλης εποχής.
Η χώρα εφαρμόζει ένα καταναγκαστικό πρόγραμμα προσαρμογής για να διασφαλισθεί η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών και να ενισχυθεί η διαδικασία της ανταγωνιστικής οικονομικής ανάπτυξης. Τα πολιτικά κόμματα δεν έχουν την πολυτέλεια της μικροπολιτικής σκοπιμότητας να εφαρμόζουν έξωθεν προερχόμενες οδηγίες και πολιτικές χωρίς να εξηγούν στον πληθυσμό γιατί το κάνουν. Το να ρίχνουν το φταίξιμο των σκληρών μέτρων που εφαρμόζονται στους προηγούμενους που κυβέρνησαν και τους «κακούς» ξένους που επιβουλεύονται τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους της χώρας, εκτός του ότι δεν είναι αλήθεια δεν έχει και κάποια χρησιμότητα ως προς τι πρέπει να γίνει για να βγει η χώρα από τα σημερινά αδιέξοδα της κρίσης και της ύφεσης».