Τις προτάσεις του για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων δημοσιοποίησε σήμερα ο ΣΕΒ, παρεμβαίνοντας στη διαπραγμάτευση για το θέμα μεταξύ κυβέρνησης και θεσμών που είναι σε εξέλιξη.
Ο Σύνδεσμος επισημαίνει στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων ότι η ισχύουσα νομοθεσία περί αφερεγγυότητας χαρακτηρίζεται από έλλειψη συντονισμού, αλληλοεπικαλύψεις και συχνά εξαιρετικά δαιδαλώδεις και αναποτελεσματικές διαδικασίες, με υπερβολικά μεγάλη εμπλοκή των δικαστηρίων.
O Σύνδεσμος αναφέρει ότι η σημερινή χιονοστιβάδα των κόκκινων δανείων ξεπερνά το ύψος των € 100 δις στην Ελλάδα, με βάση τον ευρύτερο ορισμό των NPEs (Non Performing Exposures). Πρόκειται για ένα μείζον πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπισθεί κατ’ απόλυτη προτεραιότητα με δίκαιο και αποτελεσματικό τρόπο καθώς υπονομεύει κάθε έννοια δικαιοσύνης αλλά και προσπάθεια ανάταξης της οικονομίας. Έχουμε φτάσει στο σημείο να αποδεχόμαστε ως κάτι φυσιολογικό, υγιείς επιχειρήσεις να πληρώνουν υψηλότερα επιτόκια από υπερχρεωμένους ανταγωνιστές τους.
«Το υφιστάμενο πλαίσιο εξυγίανσης επιχειρήσεων και νοικοκυριών ενθαρρύνει και διευκολύνει τη δημιουργία στρατηγικών κακοπληρωτών, υπονομεύοντας την αποτελεσματική λειτουργία και πειθαρχία της αγοράς. Η προσπάθεια να κρύψουμε το πρόβλημα κάτω από το χαλί είναι πλέον αδιέξοδη.
Η απουσία των κατάλληλων νομικών εργαλείων εξυγίανσης, που να επιλύουν σύντομα και αποτελεσματικά τα προβλήματα που προκύπτουν σε επιχειρήσεις ή νοικοκυριά που βρίσκονται σε αδυναμία εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεών τους, αποτρέποντας ταυτόχρονα τον ηθικό κίνδυνο αλλά και προσφέροντας τη δεύτερη ευκαιρία στον επιχειρηματία ή το νοικοκυριό που συνεργάζεται και συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία εξυγίανσης, συμβάλλει καθοριστικά στη μεγέθυνση του προβλήματος.
Για να αλλάξει αυτό, είναι αναγκαίο το υφιστάμενο πλαίσιο των προπτωχευτικών και πτωχευτικών διαδικασιών, καθώς και ο υπό θεσμοθέτηση εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών, να αποτελέσουν ένα ενιαίο λειτουργικό σύνολο και να αλληλοσυμπληρώνονται αρμονικά. Τα όρια προπτωχευτικής και πτωχευτικής διαδικασίας πρέπει να είναι σαφή και ενιαία επί της αρχής για φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις (πχ. με κριτήριο τη στάση πληρωμών).
Επίσης, τα κριτήρια για αναδιάρθρωση ή εκκαθάριση πρέπει να είναι σαφή και ενιαία σε όλες τις περιπτώσεις και να οδηγούν σε διαδικασίες διαφανείς, ευέλικτες και με στόχο τη διάσωση αξίας. Η εμπλοκή της δικαιοσύνης (και οι αναπόφευκτες καθυστερήσεις που αυτό συνεπάγεται) πρέπει να προβλέπεται μόνο όταν είναι απολύτως αναγκαίο.
Ειδικά, σε ό,τι αφορά στο ζήτημα των ποινικών και μη ευθυνών στελεχών του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα, εξασφάλισης της συμμετοχής όσων έχουν διαφωνίες καθώς και του φορολογικού χειρισμού αναδιαρθρώσεων και διαγραφών, είναι επείγουσα η ανάγκη εξεύρεσης λειτουργικών λύσεων ώστε να προχωρήσει η διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων οφειλών με έναν τρόπο που να επιτρέπει στις επιχειρήσεις, που σήμερα αντιμετωπίζουν πρόβλημα λόγω της παρατεταμένης κρίσης, «να γυρίσουν σελίδα» χωρίς όμως να στρεβλώνεται ο ανταγωνισμός στις αγορές.
Διαδικασίες για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις δεν πρέπει να αποκλίνουν από τις γενικές αρχές, και πρέπει να στοχεύουν στην κάλυψη της αδυναμίας απόκτησης επαρκούς πληροφόρησης ή νομικής και φοροτεχνικής υποστήριξης.
Κατά τον Σύνδεσμο, το πλαίσιο παρέχει την ευελιξία στους στρατηγικούς κακοπληρωτές να επιλέγουν διαδοχικά προβλέψεις, μετακινούμενοι από νομοθέτημα σε νομοθέτημα, ουσιαστικά παρατείνοντας διαδικασίες που απαξιώνουν τα στοιχεία ενεργητικού και τα δικαιώματα των πιστωτών.
Ο ΣΕΒ προτείνει την απομάκρυνση από το θεσμικό πλαίσιο των αναχωμάτων στη διαγραφή των οφειλών προς τον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα που δεν μπορούν να εισπραχθούν και την αναδιάρθρωση τους στις περιπτώσεις που είναι εφικτή η επιβίωση της οικονομικής δραστηριότητας και η ομαλή εξυπηρέτηση των αναδιαρθρωμένων οφειλών – πάντα σεβόμενη τον υγιή ανταγωνισμό.
Αναλυτικά οι προτάσεις του ΣΕΒ περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τα εξής:
-Τα όρια προπτωχευτικής και πτωχευτικής διαδικασίας πρέπει να είναι σαφή και ενιαία επί της αρχής για φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις (πχ. με κριτήριο τη στάση πληρωμών).
-Τα κριτήρια για αναδιάρθρωση ή εκκαθάριση πρέπει να είναι σαφή και ενιαία σε όλες τις περιπτώσεις και να οδηγούν σε διαδικασίες διαφανείς, ευέλικτες και με στόχο τη διάσωση αξίας.
-Η εμπλοκή της δικαιοσύνης (και οι αναπόφευκτες καθυστερήσεις που αυτό συνεπάγεται) πρέπει να προβλέπεται μόνο όταν είναι απολύτως αναγκαίο.
-Διαδικασίες για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις δεν πρέπει να αποκλίνουν από τις γενικές αρχές, και πρέπει να στοχεύουν στην κάλυψη της αδυναμίας απόκτησης επαρκούς πληροφόρησης ή νομικής και φοροτεχνικής υποστήριξης.
Ο Σύνδεσμος σημειώνει ακόμη τρία κενά στην υφιστάμενη νομοθεσία που πρέπει να καλυφθούν, τα οποία είναι:
1.Ο κίνδυνος να βρεθούν αντιμέτωποι με ποινικές ευθύνες δημόσιου λειτουργοί και τραπεζικά στελέχη που διαγράφουν απαιτήσεις.
2.Οι ευθύνες που αναλαμβάνουν, και προσωπικά, τα στελέχη της νέας διοίκησης που εγκαθίσταται σε μια επιχείρηση για εκκρεμείς υποχρεώσεις της επιχείρησης έναντι του δημοσίου, καθώς και τις ποινικές και άλλες ευθύνες που συντρέχουν από αυτές.
3.Οι φορολογικές επιπτώσεις της διαγραφής απαιτήσεων. Δηλαδή η διασφάλιση του δικαιώματος των πιστωτών (τράπεζες και προμηθευτές) να συμψηφίσουν τις διαγραφές με μελλοντικά κέρδη αλλά και φορολογικός χειρισμός του εισοδήματος που προκύπτει για τον οφειλέτη από τη διαγραφή του χρέους του.
Οικονομικές εξελίξεις
Αναφορικά με τις οικονομικές εξελίξεις ο ΣΕΒ επισημαίνει εξάλλου ότι η πρώτη εκτίμηση για το ΑΕΠ του τρίτου τριμήνου είναι ιδιαίτερα θετική και ότι η επίσημη πρόβλεψη για ύφεση -0,3% για το σύνολο του 2016, είναι πλέον πολύ πιθανό να πραγματοποιηθεί.
Την ίδια ώρα ο αποπληθωρισμός μειώνεται και λόγω της αύξησης των φόρων, τα έσοδα σημειώνουν ισχυρές επιδόσεις για δεύτερο μήνα και σε συνδυασμό με την πολιτική συγκράτησης των ταμειακών πληρωμών που στερούν κρίσιμη ρευστότητα από την αγορά, συνεχίζουν να οδηγούν σε ολοένα αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα. Τέλος η μεγάλη υποχώρηση της απασχόλησης αντικατοπτρίζει την αποχώρηση των πολλών δηλωμένων εποχικών προσλήψεων του καλοκαιριού λόγω τουρισμού, αλλά ακόμα και έτσι προκύπτει μια σταθερή αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων, αν και η ανεργία των νέων συνεχίζει να αυξάνεται.