Την ανάγκη ενίσχυσης της αναπτυξιακής πορείας, μέσω της εφαρμογής του μέτρου των υπεραποσβέσεων, προκρίνει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), στο πλαίσιο του εβδομαδαίου δελτίου για την πορεία της ελληνικής οικονομίας
Οι υπεραποσβέσεις, όπως εξηγεί αναλυτικά, έχουν το πλεονέκτημα, έναντι άλλων σχετικά πολύπλοκων και αδιαφανών επενδυτικών κινήτρων, να θέτουν τα οφέλη για το δημόσιο και τις επιχειρήσεις στην ίδια πλευρά της εξίσωσης. Έτσι, και στηρίζουν αποδοτικές παραγωγικές δραστηριότητες ή/και υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας, και διασφαλίζουν δημοσιονομική ουδετερότητα.
Κατά τον ΣΕΒ, αυτό συμβαίνει διότι το όφελος για την επιχείρηση (η έμμεση μείωση του φόρου) προϋποθέτει την πραγματοποίηση κερδοφόρων παραγωγικών επενδύσεων. Χωρίς επενδύσεις που φέρνουν κέρδη – άρα αυξάνουν το ΑΕΠ και τα έσοδα – το κίνητρο δεν ενεργοποιείται.
Το σημαντικότερο και πιο ποιοτικό στοιχείο της πρότασης αυτής όμως, είναι ότι ευνοεί τις επενδύσεις εκείνες που συνδέονται πρωτίστως με τη βιομηχανία και τη μεταποίηση, δηλαδή με τον αναγκαίο μετασχηματισμό της οικονομίας από μια οικονομία της κατανάλωσης σε μια οικονομία της παραγωγής.
Για να συμβεί αυτό, συνεχίζει ο Σύνδεσμος, χρειάζεται μια έξυπνη φορολογική πολιτική», που θα επιβραβεύει τους σοβαρούς επενδυτές χωρίς να υπονομεύει τα έσοδα του κράτους. Υπολογίζεται ότι – με τα σημερινά δεδομένα – απαιτείται μία αύξηση των επενδύσεων στο σύνολο της οικονομίας, κατά περίπου 3,5%, ώστε η εφαρμογή του μέτρου των υπεραποσβέσεων να είναι δημοσιονομικά ουδέτερη από το πρώτο έτος εφαρμογής.
Το ποσοστό αυτό αυξάνεται σε περιπτώσεις κλάδων έντασης κεφαλαίου ή χαμηλής κερδοφορίας. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, διευκρινίζει ο ΣΕΒ, το μέτρο έχει θετικά εν γένει αποτελέσματα καθώς συμβάλλει σε μία ουσιαστική τόνωση της επενδυτικής δραστηριότητας στο σύνολο της οικονομίας.