Η ρήξη πρόσθιου χιαστού μπορεί να είναι αποτέλεσμα πτώσεων, συγκρούσεων, ατυχημάτων τροχαίων ή εργατικών, ενώ είναι συχνή στους αθλητές των αθλημάτων σύγκρουσης-επαφής, όπως το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ, το χάντμπολ και σε αθλήματα όπως σκι, εμπόδια, άλμα εις μήκος. Οι γυναίκες που αθλούνται συγκριτικά με τους άντρες έχουν 2 έως 3 φορές υψηλότερη συχνότητα τραυματισμού.
Οι χιαστοί σύνδεσμοι πήραν το όνομα τους από το σχήμα τους, που μοιάζει με το γράμμα Χ. Συναντώνται και αλληλοδιασχίζονται «χιαστί» και συνδέουν τον μηρό με την κνήμη, ενώ ο ρόλος τους είναι η σταθεροποίηση της άρθρωσης του γόνατος.
Ο πρόσθιος χιαστός σύνδεσμος συγκρατεί την πρόσθια κίνηση-ολίσθηση του γόνατος και ο οπίσθιος χιαστός την κίνηση-ολίσθηση του γόνατος προς τα πίσω. Σε περίπτωση τραυματισμού, η εφαρμογή της φυσικοθεραπευτικής αντιμετώπισης είναι αναγκαία και οφείλει να στηρίζεται στη στενή συνεργασία με τον ορθοπαιδικό χειρουργό. Η κλινική εικόνα της ρήξης χαρακτηρίζεται από πρήξιμο του γόνατος, αδυναμία στήριξης-βάδισης και δυνατό πόνο μας εξηγεί ο Dr manual medicine, φυσιοθεραπευτής, επιστημονικός συνεργάτης Πανεπιστημίου Κρήτης, Γιώργος Η. Γουδέβενος.
Ο παθοφυσιολογικός μηχανισμός της ρήξης του πρόσθιου χιαστού, σύμφωνα με τον Dr Γουδέβενο, είναι συνήθως η βίαιη ή απότομη μετατόπιση (προς τα εμπρός) της κνήμης, σε σχέση με τον μηρό.
«Για παράδειγμα απότομο σταμάτημα-«φρενάρισμα» κατά τη διάρκεια τρεξίματος, κυρίως στην κατηφόρα ή σε ανώμαλο έδαφος, με ταυτόχρονο στρίψιμο του γόνατος.
Βίαιη υπερέκταση ή υπερκάμψη με στροφή (έσω) της κνήμης προκαλεί ρήξη. Υπάρχουν και άλλες αιτίες, που μπορεί να προκαλέσουν ρήξεις στους πλάγιους συνδέσμους και να έχουν ως επακόλουθο τη ρήξη και των χιαστών συνδέσμων και συχνά και του έσω μηνίσκου».
Η πρώτη κλινική εικόνα αυτής της ρήξης χαρακτηρίζεται από πρήξιμο (οίδημα) του γόνατος, το οποίο δεν είναι άλλο από το λεγόμενο αίμαρθρο (δηλαδή αίμα στην άρθρωση), που εμφανίζεται τις πρώτες ώρες της κάκωσης. Επιπλέον αδυναμία στήριξης-βάδισης και, φυσικά, δυνατό πόνο. Πολλοί ασθενείς, εξάλλου, αναφέρουν ότι ακούνε και έναν ήχο μέσα στο γόνατο.
Η εκτίμηση γίνεται από τον ορθοπαιδικό με δοκιμασίες, όπως η λεγόμενη συρταροειδής κίνηση. Επίσης ο εργαστηριακός έλεγχος (ακτινογραφίες και μαγνητική τομογραφία) συνδράμει στη διάγνωση, καθώς και η αρθροσκοπική εξέταση, που δίνει σαφή εικόνα της κατάστασης.
Αντιμετώπιση ανά περίπτωση
Στην απόφαση για το είδος ή την αναγκαιότητα του χειρουργείου παίζουν ρόλο ορισμένοι παράγοντες, όπως το επίπεδο δραστηριοτήτων του αθλητή-ασθενή (π.χ. πρωταθλητισμός, συμμετοχή σε δραστηριότητες υψηλών απαιτήσεων, η ηλικία του, το ιατρικό ιστορικό του, καθώς και η διάθεσή του να τροποποιήσει αυτές τις δραστηριότητες).
«Ο ασθενής που επιθυμεί να τροποποιήσει τις δραστηριότητές του και δεν έχει άλλες βλάβες, αντιμετωπίζεται συντηρητικά. Αντιθέτως ο αθλητής ή ο ασθενής, που έχει έντονη αθλητική δραστηριότητα και επιπλέον βλάβη στον μηνίσκο και σε άλλα σημεία, αντιμετωπίζεται συνήθως με χειρουργική επέμβαση, όταν κρίνει ο ορθοπαιδικός», λέει ο κ. Γουδέβενος.
Και συνεχίζει: «Η συντηρητική αγωγή στοχεύει, με φυσικοθεραπευτικά μέσα, στην ανάκτηση του εύρους κίνησης του γόνατος – για παράδειγμα με δινόλουτρα, με υπερήχους, με παθητική και υποβοηθούμενη κινησιοθεραπεία CPM – και στην ελάττωση του οιδήματος, με ειδικές συσκευές, που λέγονται αποιδηματικές, όπως και με τεχνικές κινησιοθεραπείας και με χειρομαλάξεις.
Ο πόνος αντιμετωπίζεται με την εφαρμογή παγοθεραπείας, ρευμάτων αναλγησίας, ιοντοφόρεσης, φωνοφόρεσης και με τη χρήση ειδικών αντιφλεγμονωδών και αναλγητικών σκευασμάτων. Επιπλέον ακολουθεί ένα πρόγραμμα μυϊκής ενδυνάμωσης του τετρακέφαλου μυός, των οπισθίων μηριαίων και του γαστροκνημίου μυός».
Στη συνέχεια γίνονται ασκήσεις, ώστε να επαναλειτουργήσουν οι μυϊκές ομάδες με φυσιολογικό τρόπο, χωρίς να επιδεινώνεται η κατάσταση της άρθρωσης (ισομετρικές ασκήσεις ή ασκήσεις υποβοηθούμενες με μηχανήματα μυϊκής διέγερσης).
Οι ασκήσεις αυτές, με τη χρήση σύγχρονου ηλεκτρονικού εξοπλισμού, με ειδικά προγράμματα, δίνουν τη δυνατότητα ακριβούς παρακολούθησης και σύγκρισης-μέτρησης της πορείας του ασθενή. Επίσης ο φυσιοθεραπευτής δίνει ειδικές ασκήσεις στον πάσχοντα, ενθαρρύνοντάς τον να τις κάνει μόνος του, προκειμένου κι εκείνος να έχει ενεργό ρόλο στην αποκατάστασή του.
Όσον αφορά στην προφύλαξη, χρησιμοποιούνται από την αρχή οι λεγόμενοι λειτουργικοί μηριαιοκνημικοί κηδεμόνες, που επιτρέπουν την κίνηση του γόνατος σε ορισμένες μοίρες ή γωνίες.
Οι χειρουργικές μέθοδοι, που επιλέγονται από τον ορθοπαιδικό, γίνονται σε συνάρτηση με τη μετέπειτα χρήση του γόνατος.
«Μπορεί να χρησιμοποιηθούν μοσχεύματα από τένοντες-οστά ή, σε ορισμένες επιλεγμένες περιπτώσεις, συνθετικά μοσχεύματα.
Σήμερα οι περισσότερες επεμβάσεις αποκατάστασης του πρόσθιου χιαστού γίνονται αρθροσκοπικά ή με ελάχιστα ανοιχτή χειρουργική επεμβατική.
Ο τρόπος, ο χρόνος και η έκβαση της χειρουργικής επέμβασης θα καθορίσουν τον τρόπο της φυσικοθεραπευτικής αποκατάστασης, που θα επιτρέψει στον ασθενή να επιστρέψει στον σωστό χρόνο στις αρχικές του δραστηριότητες» υπογραμμίζει ο επιστημονικός συνεργάτης του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Η επιτυχημένη επέμβαση, σε συνδυασμό με την επιστημονικά τεκμηριωμένη αποκατάσταση – που πρέπει να στηρίζεται σε διεθνή πρωτόκολλα (λαμβάνοντας πάντα υπόψη και τις ιδιαιτερότητες του ασθενή) – θα συνεισφέρουν στη μείωση ή στη μη εμφάνιση των πιθανών επιπλοκών, που η ρήξη του πρόσθιου χιαστού μπορεί να παρουσιάσει, όπως χρόνια αστάθεια, με επακόλουθη βλάβη στους μηνίσκους και, αργότερα, εκφυλιστική αρθροπάθεια του γόνατος.
Εξάλλου η κατάλληλη αγωγή (χρονικά-ποσοτικά-ποιοτικά) θα μειώσει σημαντικά τις συμφύσεις, που περιορίζουν την κινητικότητα του γόνατος, την επώδυνη και περιορισμένη κίνηση λόγω αρθρίτιδας, τη μη ανάκτηση του εκτατικού μηχανισμού (έκταση του γόνατος) και, τέλος, την υποτροπή της αστάθειας της άρθρωσης.
Όπως φαίνεται, λοιπόν, τόσο συντηρητικά όσο και μετεγχειρητικά, η εφαρμογή της φυσικοθεραπευτικής αντιμετώπισης είναι αναγκαία και οφείλει να στηρίζεται στη στενή συνεργασία με τον χειρουργό, καθώς και στη σωστή εφαρμογή των οδηγιών και των ασκήσεων, από την πλευρά του ασθενή.