Πυρ ομαδόν από Ευρωπαίους και ΔΝΤ δέχεται η Αθήνα λίγο πριν ξεκινήσει ο νέος γύρος διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς που επιστρέφουν στην Αθήνα στις 12 Σεπτεμβρίου, με τελευταία παρέμβαση αυτή του επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, Κλάους Ρέγκλινγκ, κάλεσε εκ νέου την Ελλάδα να τηρήσει το πρόγραμμα.
Πιο συγκεκριμένα, ο κ. Ρέγκλινγκ με συνέντευξή του στα ΝΕΑ τόνισε ότι η συμφωνία είναι συμφωνία και δεν αλλάζει, βάζοντας φρένο στις προσδοκίες της Αθήνας για δυνατότητα μείωσης του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος κάτω από το 3,5% μετά το 2018, αλλά και για τη βραχυπρόθεσμη εξειδίκευση των μέτρων για μείωση του ελληνικού χρέους.
Για το θέμα αυτό μάλιστα παραπέμπει στο τέλος του προγράμματος το 2018. Παράλληλα, ερωτηθείς για το αν θα υπάρξει νέο πρόγραμμα μετά το 2018, εκτιμά ότι δεν θα χρειαστεί κάτι τέτοιο, αν εκπληρωθούν οι εκκρεμούσες μεταρρυθμίσεις.
Ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, που έχει στα χέρια του το μισό ελληνικό χρέος, τονίζει ότι τα μέτρα ανακούφισης του χρέους εξαρτώνται από τη δέσμευση της κυβέρνησης για μεσοπρόθεσμο στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2018.
Αναγνωρίζει ότι το ΔΝΤ θα προτιμούσε να ληφθούν αποφάσεις νωρίτερα, αλλά, όπως λέει, υπάρχει σοβαρός λόγος να το κάνουμε αργότερα γιατί τότε θα μπορούμε να είμαστε πιο σίγουροι για τις πραγματικές ανάγκες της Ελλάδας.
Για τον ρόλο του ΔΝΤ, αναφέρει ότι αποτελέι πολύτιμο εταίρο στο πρόγραμμα προσαρμογής, λέγοντας ότι το Eurogroup επιθυμεί τη συμμετοχή του ταμείου.
Ο κ Ρέγκλινγκ χαρακτηρίζει ενοχλητικές τις αμφισβητήσεις του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων από κάποιους υπουργούς, λέγοντας ότι αυτό δείχνει ότι δεν υπάρχει πλήρης ιδιοκτησία του προγράμματος στο σύνολο της κυβέρνησης. Σημειώνει ωστόσο με νόημα, ότι ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Οικονομικών δεν έχουν κάνει ανάλογα σχόλια.
Προσθέτει ότι η δεύτερη αξιολόγηση μπορεί να ξεκινήσει και πριν από τις αρχές Οκτωβρίου, καθώς αφορά σημαντικά θέματα, όπως τα εργασιακά, την ενέργεια, τις ιδιωτικοποιήσεις και τη δημόσια διοίκηση, για αυτό θα χρειαστεί κάποιο χρόνο.
Ο επικεφαλής του ESM σημειώνει ότι με το τέλος του προγράμματος η Ελλάδα θα πρέπει να έχει βγει στις αγορές, γιατί δεν θα χρηματοδοτείται πλέον από τους εταίρους.
Τέλος ο κ Ρέγκλινγκ εκφράζει απόλυτη συμφωνία με τη θέση της Κομισιόν στο θέμα της ΕΛΣΤΑΤ, λέγοντας ότι τα στοιχεία έχουν επικυρωθεί από τη EUROSTAT , είναι η βάση για το τρίτο πρόγραμμα και αντιλαμβανόμαστε ότι η Ελληνική Κυβέρνηση δεν τα αμφισβητεί.
Κομισιόν, ΔΝΤ, αλλά και ΕΚΤ, στο μεταξύ, έκαναν τα τελευταία 24ωρα σαφείς τις προθέσεις τους για τη στάση που πρόκειται να τηρήσουν.
Όπως διαμήνυσε η Κομισιόν, δια στόματος του εκπροσώπου της , Μαργαρίτη Σχοινά, το θέμα της ΕΛΣΤΑΤ και του κ. Γεωργίου θα συζητηθεί στο τακτικό Eurogroup της 9ης Νοεμβρίου.
Η σκληρή θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μάλιστα, έκανε την κυβέρνηση να ανακρούσει πρύμναν μέσω του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών, Γιώργου Χουλιαράκη, διαμηνύοντας ότι «έχει πλήρη εμπιστοσύνη στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και στα στοιχεία της Eurostat» και ότι «δεν αμφισβητεί τα στοιχεία πάνω στα οποία στηρίχθηκε η συμφωνία του Αυγούστου του 2015»
Τη σκυτάλη έλαβαν ΕΚΤ και το ΔΝΤ, με το τελευταίο να ξεκαθαρίζει ότι χωρίς αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, δεν πρόκειται να συμμετάσχει στο πρόγραμμα. Όπως τόνισε η κα Λαγκάρντ «δεν μετέχουμε στο πρόγραμμα, επειδή έχω πει επανειλημμένα ότι αυτό πρέπει να βασίζεται σε δύο σκέλη. Πρώτον, πρέπει να υπάρχουν σημαντικές μεταρρυθμίσεις και, δεύτερον, πρέπει να υπάρχει ένα χρέος που να είναι βιώσιμο με τους κανόνες και τις μετρήσεις μας και αυτό δεν ισχύει τώρα».
Σε ό,τι αφορά την ΕΚΤ, από τις ανακοινώσεις που έγιναν μετά τη συνάντηση που είχαν την Πέμπτη ο κ. Τσακαλώτος με την κα Νουί του SSM δεν διεφάνη αν συζητήθηκαν κι άλλα θέματα πέραν των ΔΣ των τραπεζών και των κόκκινων δανείων, ωστόσο ενδέχεται να μπήκε στο τραπέζι και η επικείμενη Έκθεση της ΕΚΤ για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, που επηρεάζει καθοριστικά την ικανότητα των τραπεζών να ικανοποιήσουν αυτούς τους στόχους.
Την ίδια ώρα, ο οίκος Fitch διατήρησε την αξιολόγηση CCC της Ελλάδας, επιδεικνύοντας ωστόσο επιφυλάξεις για το μέλλον της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος, για την οποία δεν αποκλείει να διαρκέσει ακόμη και ως το β’ τρίμηνο του 2017.