Ένα αυστηρό πλαίσιο οικειοθελούς αποκάλυψης αδήλωτων κεφαλαίων καθιερώνει το υπουργείο Οικονομικών με το νομοσχέδιο «Πτωχευτικός Κώδικας, Διοικητική Δικαιοσύνη, Τέλη – Παράβολα, Οικειοθελής αποκάλυψη αδήλωτων εισοδημάτων, Ηλεκτρονικές συναλλαγές, Τροποποιήσεις του ν. 4270/2014 και λοιπές διατάξεις» που κατέθεσε στη Βουλή, με τους φόρους, τα πρόστιμα και τους τόκους να προσεγγίζουν ακόμα και το ύψος των κεφαλαίων που κρατήθηκαν κρυφά από την Εφορία, με αντάλλαγμα την άρση διοικητικών ή και ποινικών κυρώσεων.
Με τις προτεινόμενες διατάξεις τίθεται σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα οικειοθελούς γνωστοποίησης, στο πρότυπο προηγούμενων νομοθετημάτων, (όπως των νόμων 3610/2007 και 4002/2011), το οποίο κατά την κυβέρνηση μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, να συμβάλει στην αύξηση των δημοσίων εσόδων και να δώσει τη δυνατότητα στους φορολογούμενους να συμπεριλάβουν τα πραγματικά εισοδήματά τους στη δήλωση Περιουσιολογίου, στην οποία και θα συγκεντρώνεται το σύνολο των πληροφοριών για κάθε φορολογούμενο.
Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών σκοπός του προγράμματος δεν αποτελεί η θέσπιση ενός επιπλέον εισπρακτικού μέσου, ενώ το πρόγραμμα δεν δύναται να θεωρηθεί ως επιβράβευση ή ενθάρρυνση οποιοσδήποτε παραβατικής συμπεριφοράς ή παροχή φορολογικής αμνηστίας.
Προς τούτο τα οφέλη του φορολογουμένου έγκεινται στη δυνατότητα αποδοχής κάθε είδους φορολογικών δηλώσεων και στις σημαντικές μειώσεις των πρόσθετων φόρων, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις του προγράμματος, και δεν υιοθετείται η επιβολή ενός αυτοτελούς φορολογικού συντελεστή, κατά τα πρότυπα προηγούμενων προγραμμάτων επαναπατρισμού κεφαλαίων, τα οποία δημιουργούσαν συνθήκες φορολογικής αμνηστίας και εν τέλει δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα οφέλη στην ελληνική οικονομία.
Ειδικότερα:
Το νομοσχέδιο προβλέπει πως φορολογούμενοι οι οποίοι δεν έχουν υποβάλει δήλωση ή έχουν υποβάλει ανακριβή ή ελλιπή δήλωση, μπορούν από τη δημοσίευση του νόμου και έως τις 31 Μαΐου 2017 να αποκαλύψουν οικειοθελώς τα αδήλωτα εισοδήματά τους. Απαραίτητη προϋπόθεση, η προθεσμία για την υποβολή της αρχικής δήλωσης να έχει λήξει έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2016.
Ο φόρος που επιβάλλεται προσδιορίζεται με βάση πληθώρα παραμέτρων. Αρχικά επιβάλλεται ο φόρος που αναλογεί στα αδήλωτα κεφάλαια (έως 45%) και το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά 8% εφόσον η δήλωση υποβληθεί έως τα τέλη Μαρτίου 2017 ή κατά 10% αν η δήλωση υποβληθεί μετά την 31η Μαρτίου 2017.
Ανάλογα με τον χρόνο κατά τον οποίο έληξε η προθεσμία υποβολής της αρχικής δήλωσης, ο πρόσθετος φόρος προσαυξάνεται αντίστροφα σε ποσοστό από 25% (για δηλώσεις οι οποίες θα έπρεπε να είχαν υποβληθεί έως το 2001) έως και 5% (για δηλώσεις του 2009). Ανάλογα δε με το εάν έχει ξεκινήσει έλεγχος ή αν έχει ολοκληρωθεί ο έλεγχος, προβλέπονται έξτρα προσαυξήσεις οι οποίες μπορεί να φτάνουν έως και το 30% αν έχει στο μεταξύ κοινοποιηθεί προσωρινός προσδιορισμός φόρου.
Με τις ίδιες διατάξεις παρατείνεται για μία ακόμα φορά – κατά ένα έτος – η προθεσμία παραγραφής υποθέσεων για τις οποίες έχουν εκδοθεί ή θα εκδοθούν έως τις 31 Δεκεμβρίου εισαγγελικές παραγγελίες ή εντολές ελέγχου από την Αρχή Καταπολέμησης Μαύρου Χρήματος.