Η στατιστική δείχνει ότι το μέσο ακαθάριστο μηνιαίο εισόδημα στη Γερμανία κυμαίνεται γύρω στα 2.950 ευρώ. Ωστόσο το αντίστοιχο καθαρό εισόδημα δεν ξεπερνά τα 1.945 ευρώ. Η σημαντική αυτή διαφορά οφείλεται σε φόρους, κρατήσεις και ασφαλιστικές εισφορές. Το ύψος της φορολόγησης εξαρτάται από τη φορολογική κλίμακα. Η κατάταταξη του εργαζόμενου σε μία από τις έξι κλίμακες εξαρτάται από πολλές παραμέτρους: αν είναι παντρεμένος ή όχι, αν έχει παιδιά, αν είναι ο μόνος εργαζόμενος στην οικογένεια, αν έχει περισσότερες από μία δουλειές.
Ας δούμε ένα παράδειγμα: Μισθωτός, παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών, είναι ο κύριος εργαζόμενος στην οικογένεια και κερδίζει 2.948 ευρώ (μεικτά) μηνιαίως. Από αυτό το ποσό αφαιρούνται 167 ευρώ για φόρο εισοδήματος, 215 ευρώ (ποσοστό 7,65%) για ασφάλιση ασθένειας, 274 ευρώ (ποσοστό 9,3%) για σύνταξη γήρατος, 36 ευρώ (1,25%) ως εισφορά στο ταμείο ανεργίας, 45 ευρώ (1,5%) ως ασφάλιση μακροχρόνιας φροντίδας (Pflegeversicherung). Απομένει ένα καθαρό εισόδημα 2.209 ευρώ. Άλλο παράδειγμα: Μισθωτός, ανύπαντρος και χωρίς παιδιά, λαμβάνει επίσης 2.948 ευρώ μεικτά, εντάσσεται όμως σε διαφορετική φορολογική κλίμακα με υψηλότερο συντελεστή. Εκτός από υψηλότερους φόρους καλείται να καταβάλει και 22 ευρώ μηνιαίως ως «εισφορά αλληλεγγύης». Τελικά το διαθέσιμο μηνιαίο εισόδημά του υπολογίζεται στα 1.944 ευρώ. Εάν είναι μέλος της καθολικής ή της ευαγγελικής εκκλησίας θα καταβάλει άλλα 40 ευρώ μηναίως. Πρόκειται για τον αποκαλούμενο «εκκλησιαστικό φόρο», από τον οποίο χρηματοδοτούνται στη Γερμανία οι δραστηριότητες των εκκλησιών, αναφέρει το in.gr.
Καλοπληρωμένα και κακοπληρωμένα επαγγέλματα
Όλα αυτά είναι μία στατιστική υπόθεση εργασίας, που δεν λέει κάτι για το επίπεδο των μισθών σε μεμονωμένους κλάδους. Η αλήθεια είναι ότι στη Γερμανία ορισμένα επαγγέλματα υπόσχονται πολύ υψηλούς μισθούς, ενώ σε άλλα οι αποδοχές είναι τόσο χαμηλές που μετά δυσκολίας «βγαίνει ο μήνας». Για εργαζόμενους υψηλής εξειδίκευσης ένα από τα πιο καλοπληρωμένα επαγγέλματα θεωρείται, για παράδειγμα, εκείνο του ιατρού με βαθμό επιμελητή, που αμείβεται, κατά μέσο όρο, με 120.000 ευρώ ετησίως. Εξαιρετικά ελκυστικές θεωρούνται επίσης οι απολαβές για στελέχη στον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως στη διαχείριση κεφαλαίων, στο account management ή στις πωλήσεις.
Στον αντίποδα ιδιαίτερα χαμηλές είναι οι αποδοχές του βοηθητικού προσωπικού σε κουζίνες εστιατορίων, καθώς δεν ξεπερνά τις 2.000 ευρώ μεικτά. Κάτι παραπάνω κερδίζουν σερβιτόροι και κομμωτές. Στα δέκα λιγότερο καλοπληρωμένα επαγγέλματα περιλαμβάνονται επίσης οι εργαζόμενοι σε call center, οι βοηθοί οδοντιάτρου, οι νοσοκόμες και οι νοσηλευτές.
Ελάχιστος μισθός και με τον νόμο
Η Γερμανία είναι μία από τις ευρωπαϊκές χώρες, στις οποίες ο νομοθέτης έχει κατοχυρώσει ένα ελάχιστο κατώτατο ωρομίσθιο ύψους 9,19 ευρώ μεικτά. Βέβαια το ποσό αυτό είναι μικρότερο από το αντίστοιχο που προβλέπεται στο Λουξεμβούργο, το Βέλγιο, την Ολλανδία, την Ιρλανδία ή τη Γαλλία. Το χαμηλότερο ωρομίσθιο στην ΕΕ προβλέπεται στη Βουλγαρία (1,72 ευρώ), ενώ ακολουθούν η Λετονία (2,54 ευρώ), η Ρουμανία (2,68 ευρώ), η Ουγγαρία (2,69 ευρώ) και η Κροατία (2,92 ευρώ).
Όποιος δεν έχει σχέση εξαρτημένης εργασίας στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, αλλά πληρώνεται κατ΄αποκοπήν, θα πρέπει να μεριμνήσει ο ίδιος για τα φορολογικά του, καθώς και για την απαραίτητη ασφαλιστική κάλυψη. Σε αυτή την περίπτωση καλό είναι να απευθυνθεί σε φοροτεχνικό, γιατί η υποβολή της φορολογικής δήλωσης στη Γερμανία δεν είναι τόσο απλή υπόθεση. Αν απευθυνθείτε στη φορολογική διοίκηση για να πάρετε απαντήσεις σε τυχόν απορίες σας, το πιο πιθανό είναι ότι κι εκεί την ίδια συμβουλή θα σας δώσουν. Και πρέπει να γνωρίζετε ότι με τη φορολογική διοίκηση δεν αστειεύονται στη Γερμανία. Άλλωστε το νομοθετικό πλαίσιο είναι ιδιαίτερα περίπλοκο. Καλό είναι λοιπόν να συμβουλευτείτε φοροτεχνικό, όχι μόνο για να υποβάλλετε τη δήλωση σωστά και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα, αλλά και γιατί, με τη βοήθειά του, ίσως εξοικονομήσετε χρήματα μειώνοντας τη φορολογική δαπάνη.
Συγκρίσεις με ΕΕ και …Ελβετία
Είναι λοιπόν υψηλοί οι γερμανικοί μισθοί; Σίγουρα είναι υψηλότεροι ή και υπερδιπλάσιοι από τα αντίστοιχα εισοδήματα σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες. Στην Κροατία, για παράδειγμα, ο μέσος καθαρός μισθός στο πρώτο εξάμηνο του 2020 δεν ξεπερνά τα 6.436 κούνα (περίπου 870 ευρώ). Επιπλέον, ο μέσος μισθός στη Γερμανία παραμένει υψηλότερος από τον μέσο όρο της ΕΕ. Από την άλλη πλευρά, είναι αισθητά χαμηλότερος από τις αποδοχές στο Λουξεμβούργο, τη Δανία ή την Ελβετία.
Αλλά σε τελική ανάλυση οι αριθμοί που αφορούν τα έσοδα δεν λένε πολλά πράγματα, όταν δεν συγκρίνονται με τους αντίστοιχους αριθμούς που αφορούν τα έξοδα. Και εδώ η στατιστική είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική: σύμφωνα με στοιχεία του 2017 η μέση μηνιαία δαπάνη ενός νοικοκυριού στη Γερμανία φτάνει το σεβαστό ποσό των 2.517 ευρώ, εκ των οποίων τα 900 ευρώ διατίθενται για το νοίκι και τα πάγια έξοδα του σπιτιού…