Διευκρινίσεις για τον τρόπο απονομής σύνταξης για περιπτώσεις διαδοχικής ασφάλισης παρέχει εγκύκλιος του υπουργείου Εργασίας. Όπως επισημαίνεται στην εγκύκλιο, η σύνταξη απονέμεται από τον τελευταίο φορέα στον οποίο ο αιτών τη σύνταξη ήταν ασφαλισμένος κατά την τελευταία χρονική περίοδο της απασχόλησής του.
Προϋπόθεση είναι να έχουν πραγματοποιηθεί 1.500 ή 1.000 ημέρες εργασίας στην ασφάλισή του, εκ των οποίων, όμως, 500 ή 300 ημέρες εργασίας, αντίστοιχα, κατά την τελευταία πενταετία, πριν από τη διακοπή της απασχόλησης ή την υποβολή της αίτησης για την κρίση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, λόγω γήρατος.
Στην εγκύκλιο αναφέρεται, επίσης, σχετική γνωμοδότηση (408/1995) του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, σύμφωνα με την οποία οι 1.500 ημέρες εργασίας -οι οποίες, επί διαδοχικής ασφάλισης, απαιτούνται να έχουν διανυθεί στην ασφάλιση του τελευταίου Οργανισμού, πριν τη διακοπή της απασχόλησης ή υποβολή της αίτησης, ώστε να καταστεί αυτός αρμόδιος για τη χορήγηση της σύνταξης- πρέπει να είναι ημέρες πραγματικής εργασίας, μη υπολογιζόμενου του πλασματικού χρόνου ασφάλισης, όπως εν προκειμένω ο χρόνος ανεργίας.
Σύμφωνα με την εγκύκλιο, εξαίρεση αποτελεί η στρατιωτική υπηρεσία, η οποία λαμβάνεται υπόψη μόνο για τη συμπλήρωση των 1.500 ή 1.000 ημερών ασφάλισης, καθώς και για τις 300 ημέρες ασφάλισης, στις περιπτώσεις αναπηρίας ή θανάτου, μόνο αν συμπίπτουν χρονικά με τις 1.000 ημέρες ασφάλισης.
Τονίζεται επίσης ότι, κατά το σκεπτικό της προαναφερόμενης σχετικής γνωμοδοτήσεως του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ο αναφερόμενος διαχρονικά, στις διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης, χρόνος ασφάλισης (1.500 ή 1.000 ημέρες) αναφέρεται ως ημέρες εργασίας -ήτοι πραγματικής παρασχεθείσας εργασίας, όπου απαιτείται ενεργός ασφαλιστικός δεσμός και όχι χρόνος πλασματικής ασφάλισης οποιασδήποτε μορφής.