Αντιμέτωποι μια εξοντωτική χρονιά όσον αφορά τους φόρους βρέθηκαν πέρυσι οι φορολογούμενοι. Μέσα από έναν ορυμαγδό φορολογικών μέτρων κλήθηκαν να πληρώσουν και σε μεγάλο βαθμό πλήρωσαν φόρους που σε πολλές περιπτώσεις που οδήγησαν σε οικονομικό αδιέξοδο, τους ανάγκασαν να μειώσουν την κατανάλωσή ή και να ακυρώσουν ή να αναβάλλουν επενδυτικές αποφάσεις.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων που αφορούν στο 2016, επιχειρήσεις και νοικοκυριά πλήρωσαν συνολικά σε φόρους και άλλες επιβαρύνσεις το ποσό των 53,111 δισεκατομμυρίων ευρώ έναντι 49,257 που είχαν καταβάλλει το 2015. Πρόκειται για μια αύξηση της τάξης των 3,855 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Η αύξηση αυτή ήταν το αποτέλεσμα των φορολογικών μέτρων που ελήφθησαν στο πλαίσιο του τρίτου μνημονίου και της συμφωνίας για την πρώτη αξιολόγηση. Σε αυτά τα μέτρα περιλαμβάνεται η αύξηση του κανονικού συντελεστή ΦΠΑ από το 23% στο 24%, της νέας φορολογικής κλίμακας που περιλαμβάνει μείωση του αφορολόγητου και οδήγησε σε αύξηση της παρακράτησης φόρου μισθωτών και συνταξιούχων, στην αύξηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, στην αύξηση του φόρου στο πετρέλαιο θέρμανσης και σε άλλους έμμεσους φόρους και στην κατάργηση των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ σε πολλά νησιά του Αιγαίου. Παράλληλα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι θετικά συνέβαλε στα φορολογικά έσοδα και η αναγκαστική αύξηση της χρήσης πλαστικού χρήματος στην αγορά λόγω των capital controls αφού οδήγησε σε αύξηση των εκδιδόμενων αποδείξεων και της απόδοσης ΦΠΑ από τις επιχειρήσεις.
Θα πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι παρά τη μεγάλη αύξηση των φορολογικών εσόδων πολλοί ήταν αυτοί που τελικά λύγισαν στην επίθεση της εφορίας αφήνοντας τους φόρους τους απλήρωτους.
Τα “φρέσκα” ληξιπρόθεσμα χρέη που άφησαν στην εφορία το 2016 οι φορολογούμενοι αγγίζουν τα 13 δισ. ευρώ.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα έσοδα του 2016 είναι υψηλότερα από τους στόχους που είχε θέσει το οικονομικό επιτελείο. Οι επιστροφές φόρων έφθασαν σχεδόν στον αναθεωρημένο στόχο του προϋπολογισμού, αφού διαμορφώθηκαν στα 3,265 δισ. ευρώ έναντι αναθεωρημένου στόχου 3,287 δισ. ευρώ.
Τα έσοδα, αφαιρουμένων των επιστροφών, διαμορφώθηκαν στα 49,847 δισ. ευρώ, υψηλότερα κατά 3,90% του αναθεωρημένου στόχου των 47,977 δισ. ευρώ.