Πολλές απόψεις ειπώθηκαν για τον τρόπο που θα έπρεπε να γίνει η εξέταση των «προστατευόμενων μαρτύρων» (με τα ψευδώνυμα Σαράφης και Κελέση), για την υπόθεση ενδεχόμενης σκευωρίας περί την Novartis, ενώπιον της εξαμελούς Προανακριτικής Επιτροπής της Βουλής.
Συμπεριλαμβανομένης αυτής, για το αν έπρεπε αρχικά οι μάρτυρες αυτοί να μπουν σε τέτοιο καθεστώς προστασίας, έχοντας εισπράξει αμοιβή στις ΗΠΑ, κ.ο.κ.
Σε αντίθεση με τους ήδη εξετασθέντες στην Πρ.Επ. της Βουλής που ήσαν δημόσια γνωστά πρόσωπα, για τους μάρτυρες αυτούς το όνομα, το φύλο, η ιδιότητα, τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους, είναι τελείως άγνωστα.
Από πλευράς ουσίας της υπόθεσης, ο τόπος που θα γίνει αυτό (και θα είναι προφανώς καλά φυλασσόμενος) δεν έχει τόση σημασία.
Σύμφωνα με το άρθρο 11 της κοινής Υπουργικής Απόφασης 42926 οικ/2018-ΦΕΚ 2194/Β/12-6-2018, το προβλεπόμενο εκεί μέτρο της ενώπιον Αρχών εξέτασης με χρήση ηλεκτρονικών μέσων οπτικής και ηχητικής μετάδοσης, εφαρμόζεται μόνον αν «κρίνεται αναγκαία η χρήση του».
Απαραίτητο όμως φρονούμε, είναι να γίνει η εξέταση τους από τους 6 βουλευτές πρόσωπο με πρόσωπο, για τους εξής λόγους:
Είναι σημαντικό να τηρηθούν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που προβλέπει η Ποινική Δικονομία για την εξέταση των μαρτύρων κατά την προανάκριση, που προφανώς τηρήθηκε και κατά την εξέτασή τους από την εισαγγελία.
Ταυτοποίηση και αλλοιωμένα χαρακτηριστικά:
Πρωταρχικό στοιχείο των προϋποθέσεων αυτών είναι η ταυτότητα του μάρτυρα κατά το άρθρο 217 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (με τίτλο «Εξακρίβωση της ταυτότητας του μάρτυρα»). Δηλονότι η δήλωση του ονόματος (εξ’ου θα προκύπτει και το φύλο), επωνύμου, τόπου γέννησης, κατοικίας, ηλικίας (και θρησκεύματος). Δεδομένο γι’ αυτόν το λόγο θεωρείται η ανάγκη ταυτοποίησης του καθενός συγκεκριμένου προσώπου. Δηλαδή ότι τα στοιχεία αυτά αφορούν το συγκεκριμένο πρόσωπο που εμφανίζεται να καταθέσει και ότι δεν υπάρχει περίπτωση πλαστοπροσωπίας.
Για τον σκοπό αυτό στην πράξη στον ανακρίνοντα πάντοτε δίνεται η αστυνομική ταυτότητα του μάρτυρα (ή το διαβατήριο) ώστε να διαπιστώσει αυτός από την φωτογραφία, και τα περιγραφόμενα στην ταυτότητα λοιπά φυσικά χαρακτηριστικά , ότι αυτά συμπίπτουν με το πρόσωπο που έχει ενώπιόν του. Πώς αλλοιώς είναι δυνατόν να γίνει αυτή η ταυτοποίηση, παρά με την οπτική αντίληψη του ανακρίνοντα των χαρακτηριστικών του προσώπου και την δήλωση του εξεταζομένου ότι είναι το αυτό πρόσωπο.
Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει αν τα χαρακτηριστικά του προσώπου του μάρτυρα είναι αποκρυμμένα ή αλλοιωμένα με ηλεκτρονικό τρόπο ή άλλη μεταμφίεση, όπως προτάθηκε. (Ακόμα και από την εισαγγελέα διαφθοράς κα Τουλουπάκη!).
Πώς άλλωστε θα βεβαιώθηκε η ταυτοποίηση των μαρτύρων κατά την προηγηθείσα στην εισαγγελία εξέταση; παρά μόνο με την φυσική, μη αλλοιωμένη παρουσία αυτών ενώπιον ανακριτή και γραμματέως του;
Και εάν υποτεθεί ότι κάποιοι εισαγγελικοί λειτουργοί που θα έχουν ελέγξει βάσει αστυνομικής ταυτότητας και χαρακτηριστικών τους μάρτυρες, παρευρίσκονται κατά την εξέταση της Πρ.Επ. της Βουλής και διαβεβαιώσουν αυτοί για την ταυτοποίηση τους, γιατί θα είναι αυτοί πιο εχέμυθοι από τους εξετάζοντες βουλευτές;
Επίσης γιατί θα ήσαν πιο εχέμυθοι οι ανακριτικοί υπάλληλοι και οι γραμματείς τους που ήδη εξέτασαν στην εισαγγελία και αναγκαστικά ταυτοποίησαν τους μάρτυρες αυτούς, από τους βουλευτές της επιτροπής; Όταν μάλιστα, σε περίπτωση επιβεβαίωσης της κατηγορίας περί σκευωρίας, θα πρέπει σε αυτήν αναπόφευκτα να έχουν συμπράξει και κάποιοι υπάλληλοι της εισαγγελίας;
Αν οι ανακρίνοντες βουλευτές δεν γνωρίζουν το όνομα, το φύλο, ηλικία, ιδιότητα του μάρτυρα στην υπόθεση, πώς θα μπορούν να κρίνουν τα λεγόμενα του;
Αν π.χ. πρόκειται για το δείνα στέλεχος σε ορισμένη θέση, ή απλή γραμματέα στελέχους της εταιρίας Novartis και δεν είναι γνωστοποιημένο σε αυτούς το όνομα τους, πως θα ελέγξει η επιτροπή αν όντως υπήρχε πρόσωπο με αυτό το όνομα στη συγκεκριμένη θέση, και ότι το εξεταζόμενο πρόσωπο είναι όντως ένα και το αυτό με το στέλεχος αυτό;
Σχέση με κατηγορούμενο-παθόντες:
Άλλο προαπαιτούμενο κατά το άρθρο 217 Κ.Ποιν.Δ. είναι ο εξεταζόμενος να μην έχει συγγένεια με κατηγορούμενο ή πρόσωπο που να αδικήθηκε στην υπόθεση, ενώ το άρθρο αυτό προβλέπει να γίνονται και ερωτήσεις «για κάθε περιστατικό που θα μπορούσε να διαφωτίσει για τις σχέσεις του εξεταζόμενου μάρτυρα με τα παραπάνω πρόσωπα και για τον βαθμό εμπιστοσύνης που θα μπορούσε να δοθεί στην μαρτυρία του».
Αλλοιωμένη φωνή:
Ως προς την αλλοιωμένη φωνή (που επίσης προτάθηκε να έχουν οι μάρτυρες) πως θα προκύπτει ότι αφορά γυναίκα ή άντρα αν είναι μεταμφιεσμένος;
Περαιτέρω σε πρόσωπο με πρόσωπο εξέταση ανακρίνοντος και μάρτυρα στην πράξη σημαντικό ρόλο παίζει, η μετά από ερώτηση έκφραση του προσώπου και η χροιά της φωνής του μάρτυρα που απαντά. Μια ασταθής φωνή, μια ενοχλημένη έκφραση και τόνος φωνής που δεν πείθουν, οδηγούν σε άλλη ανάλογη ερώτηση, και δημιουργούν εντυπώσεις σχετικώς με την αξιοπιστία του μάρτυρα.
Συμπέρασμα:
Όλα τα πιο πάνω αποτελούν ουσιώδη στοιχεία για το αδιάβλητο της διαδικασίας.
Η ταυτοποίηση, η ιδιότητα και οι αντιδράσεις των μαρτύρων δεν διασφαλίζονται ή και δεν υπάρχουν, αν δεν διεξαχθεί η εξέταση των μαρτύρων πρόσωπο με πρόσωπο από τους εκπροσώπους της επιτροπής.
Άλλο προστασία των μαρτύρων από φυσική επιβουλή, με σωματική φύλαξη, εχεμύθεια, προστασία της μυστικότητας, και άλλο η μη, ή η ελλιπής ταυτοποίηση των μαρτύρων, η ανευθυνότητα των κατατιθέμενων, το απυρόβλητο των μαρτύρων για τα ενδεχομένως ανακριβή, αναληθή, ή αβάσιμα των καταγγελλόμενων δεδομένων.
Να προστατευθούν οι δύο μάρτυρες, αλλά, παράλληλα πρέπει να προστατευθούν και οι (αδίκως;) καταγγελόμενοι από αυτούς, (αν βεβαίως υφίσταται τέτοια καταγγελία εκ μέρους των).
Προεχόντως δε, πρέπει να προστατευτεί η σωστή απονομή δικαιοσύνης, που δεν αφορά μόνον μεμονωμένα άτομα, αλλά ένα ολόκληρο δημοκρατικό σύστημα, έναν ολόκληρο λαό.
*Συντ δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω-συγγραφέας-ερευνητής