Δεν χρειάζεται υψηλή κηδεμονία για να καταλάβουμε τί χρειάζεται η οικονομία σε περιόδους κρίσης και κλυδωνισμών.
Η τελευταία απόφαση του Εurogroup δίνει ανάσα στην ελληνική οικονομία τουλάχιστον μέχρι το 2032. Έτσι, στην παρούσα φάση εξόδου από το πρόγραμμα, έχει βελτιωθεί το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους και παράλληλα δίνεται μεγαλύτερη ρευστότητα στην ελληνική οικονομία από την αναβολή των πληρωμών για μία δεκαετία. Είναι σημαντικές αυτές οι παρεμβάσεις, δεδομένου ότι το ελληνικό χρέος στην συντριπτική του πλειονότητα είναι δημόσιο και ονομαστική περικοπή του χρέους δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
Του Διονυσίου Χιόνη*
Ωστόσο, το χρέος ως σύνολο παραμένει ως έχει και το ζητούμενο είναι η επάνοδος της Ελλάδας στην κανονικότητα. Ερμηνεύω την έννοια της «κανονικότητας» ως την μακροοικονομική εικόνα που περιλαμβάνει μικρή ανεργία, βιώσιμη ανάπτυξη, λειτουργία των θεσμών και του κράτους πρόνοιας.
Νομίζω ότι απέχουμε πολύ από αυτή την κατάσταση ισορροπίας και οι κοινωνικές αντοχές είναι πλέον περιορισμένες. Μαζί με τις μεταρρυθμίσεις χρειαζόμαστε άμεσα μία νέα ατζέντα πολιτικής που θα εμπλουτίζεται με νομισματική και δημοσιονομική επέκταση, κλαδικές πολιτικές, ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις. Όσο μεγαλύτεροι είναι οι ρυθμοί ανάπτυξης, τόσο πιο γρήγορα θα επανέλθει η κανονικότητα.
Η ελληνική οικονομία συμπληρώνει δέκα έτη σε ύφεση, έχοντας εισέλθει σε περίοδο αναιμικής ανάπτυξης. Επιπρόσθετα, η κοινωνική πραγματικότητα επιβάλλει την επανασύσταση του κράτους πρόνοιας.
Όλες οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν εγκαθιδρύσει ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας, το οποίο και προστατεύουν. Η ισχυρή κοινωνική ατζέντα ήταν το βασικό συστατικό της ΕΕ. Η οικονομική κρίση αλλοτρίωσε και περιθωριοποίησε την κοινωνική πολιτική, ενισχύοντας τα διαλυτικά φαινόμενα και τον ριζοσπαστισμό των κοινωνιών.
Δεν πρέπει να μάς διαφεύγει το γεγονός ότι σε καμμία χώρα της Ευρώπης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν υπάρχει προηγούμενο μίας τόσο βαθειάς και τόσο γενικευμένης παρέμβασης στο κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα από αυτήν που επιχειρήθηκε στην Ελλάδα.
Άρα, η διαρκής ενίσχυση του κράτους πρόνοιας και των κοινωνικών δομών πρέπει να βρίσκεται στον πυρήνα της στρατηγικής για την ανασυγκρότηση της οικονομίας και της κοινωνίας. Είναι απαραίτητη προϋπόθεση και θεμέλιο για την ανάπτυξη και την ευημερία.
Στην νέα εποχή δεν πρέπει, για άλλη μία φορά, ο άκρατος εμπειρισμός που επεδείχθη το προηγούμενο χρονικό διάστημα και οι υπεραισιόδοξες προβλέψεις με τις τραγικές αστοχίες να αντικαταστήσουν την οικονομική πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι ότι η ανάπτυξη δεν είναι μία αυτονόητη διαδικασία, ούτε μπορεί να επέλθει με την δημοσιονομική περιστολή. Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των ελληνικών επιχειρήσεων πρέπει να εντοπιστούν και να αναδειχθούν. H μικρομεσαία επιχειρηματικότητα αποτελεί τον βασικό πυλώνα ανάκαμψης των επενδύσεων, της απασχόλησης, αλλά και του σχηματισμού της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας.
Η ιστορική εμπειρία διδάσκει ότι οι ξένες άμεσες επενδύσεις θα ακολουθήσουν όταν ήδη έχει σταθεροποιηθεί το οικονομικό κλίμα. Σήμερα οι ελληνικές επιχειρήσεις ή δεν έχουν καμμία πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό ή, όταν έχουν, αντιμετωπίζουν απαγορευτικά επιτόκια. Οι ελληνικές επιχειρήσεις βρίσκονται σε μία εξ ορισμού μειονεκτική κατάσταση σε σχέση με τις ευρωπαϊκές.
Όσες μεταρρυθμίσεις και να γίνουν, δεν μπορεί να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα όταν δεν υπάρχει η δυνατότητα τραπεζικού δανεισμού και χαμηλής φορολόγησης. Είναι δύσκολο να αντιληφθώ πώς μπορεί να λειτουργήσει ο υγιής ανταγωνισμός σε μία ενιαία ευρωπαϊκή αγορά όταν μία ημεδαπή επιχείρηση δανείζεται με 6% ή 7% και η αλλοδαπή ανταγωνίστρια με 1%. Το λογικό συμπέρασμα των παραπάνω είναι η ελληνική κυβέρνηση να διεκδικήσει ένα ειδικό πρόγραμμα ενισχύσεων για τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Το τέλος των μνημονίων παρέχει επιπρόσθετους βαθμούς ελευθερίας για την διαφοροποίηση του μείγματος της πολιτικής και για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής και επανασύστασης του κράτους πρόνοιας.
Δεν χρειάζεται η υψηλή κηδεμονία για να καταλάβουμε ότι σε περιόδους κρίσης πρέπει να έχεις δημοσιονομικούς περιορισμούς, όταν οι αγορές από μόνες τους επιβάλλουν την πειθαρχία.
Η Ελλάδα έχει πληρώσει με ένα μεγάλο τίμημα τα λάθη της, καλό θα είναι να μην πληρώσει και τα λάθη της δομής της ΕΕ και να γίνει πλέον κατανοητό ότι, για επιταχυνόμενους ρυθμούς ανάπτυξης και για την επανασύσταση των προνοιακών δομών που θα φέρουν την κανονικότητα, χρειάζεται ένα άλλο μείγμα πολιτικής, που θα τύχει ευρύτατης κοινωνικής και πολιτικής συναίνεσης.
*Καθηγητής Οικονομικών στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης