Παρέμβαση στην παρουσίαση του βιβλίου των Αντώνη Ζαΐρη και Γιώργου Σταμάτη “Ποια ανάπτυξη;” πραγματοποίησε ο τέως Διοικητής της ΤτΕ κ. Γ.Προβόπουλος, ο οποίος αναφέρθηκε στην κρίση των τελευταίων ετών.
Ο κ. Προβόπουλος απηύθυνε κάλεσμα για την επίτευξη ισχυρής και διατηρήσιμης ανάπτυξης, που είναι εφικτή μόνο αν ενισχυθεί η ικανότητα της οικονομίας να παράγει με ανταγωνιστικό τρόπο αγαθά και υπηρεσίες, ενώ προειδοποίησε ότι “αν δεν συμβεί αυτό, τα εισοδήματα θα συνεχίσουν να μειώνονται και θα γίνεται δυσκολότερη η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων”.
Όπως είπε χαρακτηριστικά ο πρώην διοικητής της ΤτΕ, η ανάπτυξη είναι εφικτή, αν ενισχύσουμε πρωτίστως την παραγωγή που θα κατευθύνεται στις αγορές του εξωτερικού ή θα υποκαθιστά εισαγωγές. “Και για να το επιτύχουμε χρειαζόμαστε ένα ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο που θα ορίζει με σαφήνεια τους ενδιάμεσους στόχους και τα μέσα που απαιτούνται, εντοπίζοντας και κινητοποιώντας παράλληλα τους μηχανισμούς που θα κληθούν να το εφαρμόσουν. Παρόμοια πρόταση είχα υποβάλλει ως Διοικητής της ΤτΕ το 2010 και είχα επαναλάβει το 2013” είπε χαρακτηριστικά.
Ολόκληρη η ομιλία του κ. Προβόπουλου:
Η κρίση των τελευταίων ετών μας έχει διδάξει ένα πολύτιμο μάθημα: Ο μόνος τρόπος να την υπερβούμε οριστικά είναι η επίτευξη μιας ισχυρής και διατηρήσιμης ανάπτυξης, που είναι εφικτή μόνο αν ενισχυθεί η ικανότητα της οικονομίας να παράγει με ανταγωνιστικό τρόπο αγαθά και υπηρεσίες. Αν δεν συμβεί αυτό, τα εισοδήματα θα συνεχίσουν να μειώνονται και θα γίνεται δυσκολότερη η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.
Είναι αλήθεια ότι η εφαρμογή των μνημονίων τα τελευταία χρόνια θεράπευσε μεν κρίσιμες ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας, κυρίως όσον αφορά τα δίδυμα ελλείμματα, δημοσίου και εξωτερικών συναλλαγών, είχε όμως σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία, που συνοψίζονται χαρακτηριστικά στη μείωση του ΑΕΠ πάνω από 25% και την εκτόξευση της ανεργίας. Η ένταση και η διάρκεια της ύφεσης είναι από τις μεγαλύτερες που έχουν καταγραφεί στην παγκόσμια οικονομική ιστορία.
Η προσαρμογή που επετεύχθη στο δημόσιο έλλειμμα και η συνακόλουθη μείωση της ζήτησης δικαιολογεί μόνον εν μέρει την μεγάλη διάρκεια και την οξύτητα της ύφεσης. Υποστήριξα από την αρχή, ως Διοικητής της ΤτΕ , και υποστηρίζω και σήμερα ότι η ύφεση θα μπορούσε να ήταν πιο σύντομη και πιο ασθενής, αν η προσπάθεια για τη μείωση των δημοσίων ελλειμμάτων συνοδευόταν από την συνεπή εφαρμογή των μέτρων που θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν, σε σημαντικό βαθμό, τις επιπτώσεις της μειωμένης ζήτησης. Τα μέτρα αυτά στόχευαν στην ενίσχυση της προσφοράς, της παραγωγής δηλαδή, και στον προσανατολισμό της προς τις αγορές του εξωτερικού. Σ’ αυτά περιλαμβάνονταν πρωτίστως:
Ο εκσυγχρονισμός της λειτουργίας του Δημόσιου τομέα και η ενίσχυση της αποδοτικότητάς του.
Μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων, υπηρεσιών και εργασίας για τη βελτίωση του ανταγωνισμού και κατ’ επέκταση της παραγωγικότητας της οικονομίας.
Νέος, πιο ενεργός ρόλος του τραπεζικού συστήματος στη διοχέτευση της, κατ’ ανάγκην ανεπαρκούς, ρευστότητας και στην αναδιάταξη κλάδων κι επιχειρήσεων μέσω του κατάλληλου χειρισμού των “κόκκινων δανείων”.
Πολλά από τα παραπάνω δεν εφαρμόσθηκαν, ενώ άλλα εφαρμόσθηκαν με εκπτώσεις και σοβαρές καθυστερήσεις, με αποτέλεσμα οι θετικές τους επιπτώσεις να περιορίζονται σοβαρά. Εξακολουθούν, συνεπώς, να αποτελούν κύρια ζητούμενα και σήμερα.
Είναι γνωστό ότι η ανάπτυξη ούτε παραγγέλλεται ούτε διατάσσεται. Είναι προϊών ενός θετικού περιβάλλοντος, που ευνοεί την αποταμίευση, την επένδυση και την επιχειρηματικότητα. Συνεπώς για να σκιαγραφήσουμε τις προϋποθέσεις της ανάπτυξης στην Ελλάδα σήμερα, πιστεύω ότι πρέπει να προσεγγίσουμε ορισμένες κρίσιμες όψεις του προβλήματος
Πρώτον, τις δυνατότητες που έχει σήμερα η εγχώρια ζήτηση να στηρίξει ταχείς ρυθμούς ανόδου του ΑΕΠ. Υπό τις παρούσες συνθήκες, είναι λάθος να θεωρούμε ότι μπορεί να πετύχουμε ανάπτυξη αυξάνοντας τις δαπάνες ενός υπερχρεωμένου και αναποτελεσματικού Δημοσίου. Δεν είναι εξάλλου και εφικτό, όταν έχουμε συμφωνήσει στην επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων. Επιπρόσθετα, η ιδιωτική κατανάλωση ως ποσοστό του ΑΕΠ κινείται σε υψηλά επίπεδα σε σύγκριση με τον μέσο Ευρωπαϊκό όρο, άρα δεν μπορεί αυτή να παίξει ρόλο μοχλού. Κατά συνέπεια, η οικονομία πρέπει να στραφεί στην προσέλκυση επενδύσεων και στις εξαγωγές.
Δεύτερον, η σημερινή διάρθρωση της οικονομίας δεν ευνοεί αυτήν την, επιτακτικά αναγκαία, εξωστρέφεια. Αυτή είναι μια βασική αδυναμία που πρέπει να υπερβούμε. Ο εσωστρεφής χαρακτήρας της ελληνικής οικονομίας είναι αποτέλεσμα ενός στρεβλού μοντέλου ανάπτυξης που οδήγησε στην υπερτροφική ανάπτυξη του τομέα των μη διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών. Γι’ αυτό και συναντώνται μεγάλες δυσκολίες στην ταχεία επέκταση των εξαγωγών, που θα μπορούσε να περιορίσει την ύφεση.
Βασικό συμπέρασμα από τις σύντομες αυτές παρατηρήσεις είναι ότι ανάπτυξη δεν μπορεί να υπάρξει, αν δεν πραγματοποιηθούν εκτεταμένες αναδιαρθρώσεις και μεταρρυθμίσεις, που θα ενθαρρύνουν την κατεύθυνση επενδυτικών πόρων στον τομέα της οικονομίας που παράγει με ανταγωνιστικό τρόπο διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες.
Ο μετασχηματισμός αυτός δεν είναι ούτε απλός ούτε εύκολος, καθώς συνεπάγεται μεγάλες αλλαγές σε νοοτροπίες, θεσμούς και πολιτικές. Πιστεύω όμως ότι είναι απολύτως αναγκαίος και βεβαίως εφικτός. Ο αναπροσανατολισμός αυτός παρεμποδίστηκε μέχρι σήμερα κυρίως από την απουσία πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας, τις μειωμένες δυνατότητες χρηματοδότησης, λόγω των δυσχερειών που αντιμετώπισε ο τραπεζικός τομέας, και τις αλλεπάλληλες μεταβολές του φορολογικού πλαισίου, που σταθερά οδηγεί σε υπερφορολόγηση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Ο κίνδυνος Grexit, αν και έχει υποχωρήσει, δεν έχει εξαλειφθεί. Όλα αυτά οδηγούν σε ένα ρευστό και μη προβλέψιμο περιβάλλον υπονομεύοντας καίρια την προοπτική ανάπτυξης.
Είναι αναγκαίο ο αναπροσανατολισμός της πολιτικής να τεθεί ως κύριος στόχος, ώστε να ξέρουμε όλοι ως κοινωνία πού πάμε και πώς. Να συνειδητοποιήσουμε δηλαδή ότι η μόνη οδός προς την ανάπτυξη συνεπάγεται ριζικές αλλαγές του υποδείγματος που ακολουθήσαμε ως τώρα. Το υπόδειγμα αυτό στηρίχθηκε στην διόγκωση της ζήτησης, κυρίως της καταναλωτικής, με δανεικά. Σήμερα η ανάπτυξη είναι εφικτή, αν ενισχύσουμε πρωτίστως την παραγωγή που θα κατευθύνεται στις αγορές του εξωτερικού ή θα υποκαθιστά εισαγωγές. Και για να το επιτύχουμε χρειαζόμαστε ένα ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο που θα ορίζει με σαφήνεια τους ενδιάμεσους στόχους και τα μέσα που απαιτούνται, εντοπίζοντας και κινητοποιώντας παράλληλα τους μηχανισμούς που θα κληθούν να το εφαρμόσουν. Παρόμοια πρόταση είχα υποβάλλει ως Διοικητής της ΤτΕ το 2010 και είχα επαναλάβει το 2013.
Το γεγονός ότι η πρόταση αυτή είναι επίκαιρη σήμερα δείχνει ότι τα προβλήματα όχι μόνο παραμένουν αλλά και έχουν οξυνθεί μετά την μακρά περίοδο της μεγάλης ύφεσης. Στις δομικές ανισορροπίες της οικονομίας έχουν τώρα προστεθεί και τα προβλήματα ρευστότητας του τραπεζικού τομέα, ο οποίος υπέστη τις επιπτώσεις της επταετούς κρίσης και πιο πρόσφατα τις οξύτατες παρενέργειες των capital controls. Απαιτούνται, συνεπώς, κινήσεις που θα εξασφαλίσουν όχι μόνο την επαναφορά του τραπεζικού συστήματος στον κεντρικό του ρόλο, στην χρηματοδότηση δηλαδή της οικονομίας, αλλά και την ενεργό συμμετοχή του στην αναδιάρθρωση επιχειρήσεων και κλάδων μέσω ενός σχεδίου συνολικής αντιμετώπισης των “κόκκινων δανείων” . Αυτό είναι ένα σημαντικό μέσο που θα συνέβαλε αποφασιστικά στην ενεργοποίηση της αναπτυξιακής διαδικασίας.