Αρνητική ήταν η απάντηση του προέδρου της Κομισιόν, κ. Juncker, στο γραπτό αίτημα του Πρωθυπουργού, κ. Αλέξη Τσίπρα, να μην αποτελεί η Ελλάδα “εξαίρεση” στο ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο σε ό,τι αφορά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Στην επιστολή του ο κ. Juncker ανέφερε ξεκάθαρα πως “δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το κοινωνικό κεκτημένο της ΕΕ εφαρμόζεται (στην Ελλάδα και σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ)”, αναφέρει το parapolitika.
Έτσι ο πρόεδρος της Κομισιόν απορρίπτει τις αιτιάσεις του κ. Τσίπρα, σύμφωνα με τις οποίες, στην Ελλάδα “έχει άρρητα επιβληθεί μια κατάσταση εξαίρεσης από μία σειρά επιτεύγματα του κοινού μας Ευρωπαϊκού κεκτημένου, με σημαντικότερη εξ αυτών την εξαίρεση από το Ευρωπαϊκό κεκτημένο των κοινωνικών δικαιωμάτων και ειδικότερα την εξαίρεση από τις “βέλτιστες πρακτικές” σε ό,τι αφορά τις εργασιακές σχέσεις και από το θεσμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων”.
Παράλληλα, ο κ. Juncker τόνισε πως, στα πλαίσια της διαπραγμάτευσης κυβέρνησης-θεσμών για το νέο Εργασιακό “πρέπει να επιτευχθεί μια συμφωνία που θα σέβεται τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί από όλες τις πλευρές κατά την έναρξη του προγράμματος: οι δεσμεύσεις των ελληνικών αρχών να μην αντιστρέψουν τις μεταρρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν στο παρελθόν για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας”.
Έτσι, σύμφωνα με την άποψη του κ. Juncker, το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο “εφαρμόζεται” ήδη και δεν μένει ακόμα να εφαρμοστεί. Επίσης, ο κ. Juncker δεν επιθυμεί να “αντιστραφούν” οι μεταρρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν στο παρελθόν (η υπερίσχυση των επιχειρησιακών έναντι των κλαδικών συμβάσεων, ο καθορισμός του κατώτατου μισθού από το κράτος).
Η άρνηση του κ. Juncker να δεχθεί ότι Ελλάδα “εξαιρείται” από το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αλλά και η αντίθεση του στην “αντιστροφή” παλιότερων συμφωνηθέντων μεταρρυθμίσεων λαμβάνει χώρα μετά από τέσσερις μέρες διαπραγμάτευσης μεταξύ του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης (κ.κ. Τσακαλώτος, Σταθάκης, Χουλιαράκης, Αχτσιόγλου) με τα ανώτατα κλιμάκια των θεσμών στις Βρυξέλλες με στόχο τη διαμόρφωση μιας “τεχνικής συμφωνίας” (Staff Level Agreement) μέχρι το Eurogroup της 7ης Απριλίου.
Με βάση την απάντηση Juncker, φαίνεται πως όχι μόνο το ΔΝΤ, αλλά και η Κομισιόν δεν δέχεται το αίτημα της κυβέρνησης για “επαναφορά συλλογικών διαπραγματεύσεων” σε εθνικό ή έστω σε κλαδικό επίπεδο.
Με άλλα λόγια, η Κομισιόν -όπως και το ΔΝΤ- δεν υποστηρίζει την ελληνική πρόταση περί επαναφοράς:
*της δυνατότητας των κοινωνικών εταίρων (ΓΣΕΕ – Εργοδοτικοί φορείς) να καθορίζουν το ύψος του κατώτατου μισθού μέσω της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας,
*της υπερίσχυσης των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων έναντι των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων.
Υπενθυμίζεται πως το 2010 θεσπίστηκε ότι οι όροι που συμφωνούνται μεταξύ εργοδοτών-εργαζομένων σε συλλογικές συμβάσεις σε επίπεδο επιχείρησης “δύνανται” να υπερισχύουν από τους όρους που συμφωνούνται μεταξύ σε συλλογικές συμβάσεις σε επίπεδο ενός κλάδου. Το νέο θεσμικό πλαίσιο αυτό οδήγησε στη μη υπογραφή δεκάδων κλαδικών συλλογικών συμβάσεων και στη μαζική υπογραφή επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων, αν και στη συνέχεια οπισθοχώρησε και αυτό το φαινόμενο. Η κατάσταση αυτή έχει οδηγήσει την κυβέρνηση στην άποψη πως οι συλλογικές συμβάσεις ουσιαστικά “δεν υπάρχουν” και γι’ αυτό πρέπει να “επανέλθουν”.
Από την πλευρά τους, οι θεσμοί επισημαίνουν πως και το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο επιτρέπει με σαφήνεια την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων σε κλαδικό επίπεδο και είναι ζήτημα των κλαδικών εργοδοτικών ενώσεων και των κλαδικών εργατικών συνδικάτων να τις υπογράψουν, ύστερα από διαπραγμάτευση.
Παράλληλα, το 2013 (και αφού είχε μειωθεί ο κατώτατος μισθός κατά 22% με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου το 2012), θεσπίστηκε ο καθορισμός του εθνικού κατώτατου μισθού από το κράτος μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους (και όχι από τους κοινωνικούς εταίρους, όπως ίσχυε μέχρι το 2013). Οι θεσμοί συνεχίζουν να υποστηρίζουν το μέτρο αυτό, με βάση ο,τι ισχύει στην μεγάλη πλειοψηφία των χωρών-μελών της Ευρωζώνης.
Ο “πάγος” Juncker στο ελληνικό αίτημα της “επαναφοράς” των συλλογικών διαπραγματεύσεων περιορίζει σε σημαντικό βαθμό την έσχατη “κόκκινη γραμμή” της κυβέρνησης, στα πλαίσια της διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς για το νέο Εργασιακό.
Και αυτό γιατί στο άλλο μεγάλο “μέτωπο” του Εργασιακού, δηλαδή τις ομαδικές απολύσεις, φαίνεται πως είχε ήδη γίνει αντιληπτό σε κυβερνητικούς κύκλους πως αφενός δεν είναι τόσο σημαντικό όσο οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και αφετέρου πως είναι πολύ δύσκολο να “σπάσει” η αντίσταση των θεσμών, ειδικά σε ο,τι έχει να κάνει με την κατάργηση της προέγκρισής τους από το κράτος.
Ενδεικτική ήταν η προχθεσινή δήλωση του πρώην Υπουργού Εργασίας και νυν αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών, κ. Γιώργου Κατρούγκαλου, σύμφωνα με την οποία “το σημαντικότερο θέμα είναι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, για τον απλό λόγο ότι αυτές καθορίζουν το σύνολο των εργασιακών σχέσεων και αφορούν κυρίως την καθημερινότητα όλων των εργαζομένων. Οι ομαδικές απολύσεις αφορούν μόνο τις μεγάλες επιχειρήσεις. Το 4% στη χώρα δεν θέλω να το υποτιμήσω, αλλά σε καμία περίπτωση της ίδιας σημασίας με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις”.