Όσο μία κοινωνία εθισμένη στην ψευδολογία θα αρνείται την πραγματικότητα, η επιβίωσή της θα γίνεται όλο και πιο προβληματική…
Των Κων. Γάτσιου και Δημ. Α. Ιωάννου*
Όσοι προβληματίζονται και ανησυχούν για τις πιθανότητες που υπάρχουν το 2017 να καταλάβει και την χώρα μας το κίνημα της post truth πολιτικής, που εξαπλώνεται στον δυτικό κόσμο σαν την φωτιά του κατακαλόκαιρου στον κάμπο με τα στάχυα, μπορούν να ησυχάσουν.
Δεν υπάρχει κίνδυνος να συμβεί κάτι τέτοιο, για έναν πολύ απλό λόγο: διότι η post truth πολιτική, δηλαδή η παραίσθηση και ο παραλογισμός, η εξαλλοσύνη και η στρεψοδικία, η τύφλωση και η αυτοκαταστροφικότητα, αποτελούν εδώ και χρόνια ενδημικά στοιχεία του κυρίαρχου εθνικού μας τρόπου λογίζεσθαι και πράττειν, που η κοινωνία μας εξωτερικεύει από κάθε πόρο και σε κάθε ανάσα της, κάθε στιγμή και σε κάθε ευκαιρία.
Υπάρχει στις πολιτικές «διηγήσεις» όλων των κυρίαρχων (αλλά και των περιθωριακών ακόμη) πολιτικών κομμάτων –έστω και αν, διά στόματος των πιο «πνευματωδών» εκπροσώπων τους, ομολογούν ενίοτε ότι αναζητούν ένα «νέο διήγημα» για να οιστρηλατήσουν ξανά τον λαό προς νέες καταστροφές.
Υπάρχει στην συλλογική μας συνείδηση, που θεωρεί ότι ένας λαός και μία κοινωνία που αυτοκυβερνάται εδώ και τέσσερις δεκαετίες μπορεί να μην έχει την παραμικρή ευθύνη για τις συνέπειες των πράξεών της και των διαχρονικών επιλογών της αλλά, αντιθέτως, ότι υπεύθυνοι για κάθε δυσμενή τροπή της μοίρα της είναι κάποιοι ξένοι που μάς εποφθαλμιούν, μάς ζηλεύουν και μάς μισούν.
Υπάρχει στην σκέψη «πνευματικών» ανθρώπων και «εργατών» του λόγου και της γραφίδας –ή σε μία ισχυρή πλειοψηφία από αυτούς, τέλος πάντων– που παραβιάζοντας κάθε λογική, κάθε δεοντολογία και κάθε δέσμευση ηθικής και πνευματικής εντιμότητας κάνουν το άσπρο μαύρο, για να γίνουν αρεστοί στην «βουή της αγοράς».
Ενώ ήδη κλείνει ο πρώτος μήνας του 2017, έχει άραγε κάπως απομακρυνθεί ο κίνδυνος της καταστροφής που γυροφέρνει την χώρα εδώ και επτά χρόνια;
Η απάντηση είναι, δυστυχώς, αρνητική. Η κοινωνία μας εμφανίζεται πολιτισμικά ασυγχρόνιστη με τις οικονομικές αναγκαιότητες και επιταγές της δεύτερης παγκοσμιοποίησης, τα (καταναλωτικά) οφέλη της οποίας όμως ενθέρμως επιζητεί. Το φαινόμενο αυτό έχει δύο πτυχές: αφ’ ενός, την ύπαρξη μίας ηγουμένης της χώρας πολιτικής τάξης, η οποία είναι, εν γένει, ή ανίκανη ή αγράμματη ή διεφθαρμένη και, αφ’ ετέρου, την κυριαρχία επί του κοινωνικού ιστού μίας προνεωτερικής ιδεολογίας που, επειδή είτε ανάγεται στον Αγαθάγγελο και στους Κολλυβάδες είτε ανήκει εξ ολοκλήρου στην λογική της συνωμοσιολογίας και της δαιμονολαγνείας, συσκοτίζει πλήρως την εικόνα της περιρρέουσας πραγματικότητας.
Έτσι, επτά χρόνια μετά την εκδήλωση της κρίσης, η μεν κοινωνία δεν έχει καν αντιληφθεί τί πραγματικά συνέβη και συμβαίνει, η δε πολιτική ηγεσία, σε όλο το μήκος του πολιτικού φάσματος, συνεχίζει να μυθολογεί δημαγωγικά με σκοπό να παραπλανήσει και να καθησυχάσει –όπως, άλλωστε, έπραττε πριν και πράττει και μετά την κρίση μέχρι και σήμερα–, προσβλέποντας στα εφήμερα οφέλη της εξουσίας, χωρίς να ενδιαφέρεται τί θα συμβεί μετά, σε μία χώρα που βρίσκεται σε διαρθρωτική χρεοκοπία, σε γεωπολιτική περικύκλωση και σε δημογραφική κατάρρευση.
Απέναντι σε αυτήν την κατάσταση όποιος πραγματικά πονάει την χώρα του και ενδιαφέρεται για την ιστορική συνέχεια και επιβίωση του έθνους, ένα και μόνο καθήκον έχει. Ιδιαίτερα, μάλιστα, σε ένα εξαιρετικά δύσκολο και επικίνδυνο έτος όπως προεικάζεται το 2017.
Να λέει και να προβάλλει την αλήθεια με απλά, λογικά και ειλικρινή επιχειρήματα και με την ορθή χρήση των απαραίτητων τεκμηριώσεων (ειδικά αν είναι οικονομολόγος), παραβλέποντας και αγνοώντας τις φοβέρες όσων ξέρουν μόνο να απειλούν και τις συκοφαντίες όσων ξέρουν μόνο να λασπολογούν και δεν θα διστάσουν να τον αποκαλέσουν σταλινικό ή φασίστα, νεοφιλελέ ή κρατιστή, γερμανοτσολιά ή συριζοτρόλ.
Αντιπαρερχόμενος όλα αυτά, ο έντιμος και νουνεχής Έλληνας πατριώτης οφείλει να υπερασπίζει όσες αλήθειες θα είναι απαραίτητες και επίκαιρες το 2017.
Όπως, για παράδειγμα, ότι τα πράγματα όσον αφορά το «πρωτογενές πλεόνασμα» δεν είναι ακριβώς έτσι όπως τα παρουσιάζει η ανίατη δημαγωγία κυβέρνησης και αντιπολίτευσης και ότι η εμπέδωση εμπιστοσύνης και η προσέλκυση επενδύσεων, δηλαδή το συμφέρον της χώρας, επιβάλλουν η εξυπηρέτηση των τόκων των δανείων της να γίνεται μέσω των πρωτογενών πλεονασμάτων της, προερχομένων μάλιστα από μείωση δαπανών παρά από αύξηση φόρων –και, πάντως, όχι με νέο δανεισμό, όπως αδιαλείπτως συμβαίνει μέχρι σήμερα.
Ότι μέσα στο 2017 το Δημόσιο θα πρέπει να περικόψει ρητά και διακηρυγμένα (και όχι σιωπηρά) το ποσοστό των δημοσίων δαπανών που κατευθύνεται στις συντάξεις, μήπως έτσι μπορέσει και ζήσει και κανένας νέος. (Ειδικά, μάλιστα, εάν σε πρώτη φάση αυτό αφορά τις συντάξεις των φαυλοσυνταξιούχων, των «πρώτων στα δικαιώματα, πρώτων στους αγώνες».)
Ότι η υπόσχεση της απρόσκοπτης και συνεχούς προσφυγής του ελληνικού Δημοσίου στις «αγορές» όλα τα επόμενα χρόνια μετά το 2018 για την κάλυψη των δημοσιονομικών του αναγκών δεν είναι παρά μία παραμυθία –και ευτυχώς, γιατί ίσως και να ήταν ένας εφιάλτης, ένας συνεχής επιθανάτιος ρόγχος, εάν πράγματι ελάμβανε χώρα.
Ότι η «απόδραση από το Μνημόνιο» δεν σημαίνει τίποτε για ένα χρεοκοπημένο κράτος και η οικονομική πολιτική «εκτός Μνημονίου» μπορεί να είναι, εξ ανάγκης, ακόμη πιο αυστηρή και πιο απογοητευτική για όλους εκείνους που ελπίζουν να ευημερήσουν όχι μέσα από την εργασία τους και τον κόπο τους αλλά μέσα από την αρωγή του πελατειακού ελληνικού κράτους.
Όσον αφορά τα πολιτικά κόμματα και τις επαγγελίες τους, ο έντιμος πατριώτης δεσμεύεται, ειδικά το 2017, τώρα που ένας πλήρης κύκλος εμπειριών έχει πλέον ολοκληρωθεί, να απαιτήσει από όλα το εξής απλό: αντί για προγράμματα με υποσχέσεις και πομφόλυγες, που όλοι γνωρίζουν ότι δεν έχουν την παραμικρή αξία, να περιορισθούν σε δύο απλά πράγματα. Πρώτον, να εξηγήσουν στον ελληνικό λαό τα εγκληματικά και εθνοκτόνα σφάλματα στα οποία υπέπεσαν τα προηγούμενα χρόνια μέχρι σήμερα, με ιδιαίτερη έμφαση βεβαίως στα κρίσιμα χρόνια πριν από την εκδήλωση της χρεοκοπίας το 2010.
Δεύτερον, όπερ τυγχάνει και το πλέον σημαντικό, να δηλώσουν πώς ακριβώς σκέπτονται να επανορθώσουν και να αναστρέψουν τα «σφάλματά τους», δηλαδή την παρ’ ολίγον πλήρη καταστροφή του ελληνικού έθνους. (Απαίτηση η οποία ισχύει για όλα τα πολιτικά κόμματα που υπήρχαν πριν από το 2010, αλλά και για όλα τα νεοφανή που έλκουν, όμως, την καταγωγή από τα πριν το 2010 υπάρχοντα.)
Ας είναι το 2017 ένα έτος καμπής στην πορεία του ελληνικού έθνους, στην διάρκεια του οποίου οι Έλληνες θα εγκαταλείψουν τις παραισθήσεις και τον στρουθοκαμηλισμό και θα οδηγήσουν την χώρα σε μία νέα φάση ανόδου, ευημερίας και προκοπής.
* Ο Κων. Γάτσιος είναι πρώην πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο Δημ. Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος, συγγραφέας του βιβλίου «Ανατέμνοντας την κρίση» (εκδ. Παπαζήση)