Η διαδικτυακή δημοσιογραφία γνωρίζει εντυπωσιακή άνοδο, η οποία όμως είναι νόμισμα με δύο όψεις…
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ήταν, αν θυμάμαι καλά, Ιούνιος του 1999. Ο αείμνηστος φίλος και συνάδελφος Δημήτρης Γουσίδης, πρόεδρος τότε της Ένωσης Συντακτών Μακεδονίας-Θράκης, διοργάνωσε στην Θεσσαλονίκη μία συνάντηση της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ενώσεως Συντακτών (ΠΟΕΣΥ), στο ΔΣ της οποίας συμμετείχα με την ιδιότητα του προέδρου της Ένωσης Συντακτών Περιοδικού-Ηλεκτρονικού Τύπου (ΕΣΠΗΤ).
Όταν λοιπόν ήλθε η σειρά μου να πάρω τον λόγο στην σύσκεψη, αντί να ασχοληθώ με τρέχοντα προβλήματα του δημοσιογραφικού κλάδου, προτίμησα να περιγράψω τις υπό εκκόλαψη τεράστιες ανατροπές που επιταχύνονταν με απίθανους ρυθμούς.
«Η δημοσιογραφία αλλάζει», είπα στους συναδέλφους, «γεγονός που μεταβάλλει, αν δεν τα καταργεί, και τα εκδοτικά δικαιώματα.
Στο Διαδίκτυο όποιος θέλει γίνεται δημοσιογράφος, με αποτέλεσμα το παραδοσιακό μοντέλο διάδοσης και παραγωγής της ενημέρωσης να ανατρέπεται. Θα έχουμε έτσι απέναντί μας ένα είδος εκδημοκρατισμού των πάσης φύσεως ενημερωτικών ή δημοσιογραφικών εγχειρημάτων, γεγονός που θα επηρεάσει ολόκληρο το φάσμα των μέσων μαζικής επικοινωνίας (ΜΜΕ).
Από την άλλη πλευρά, η ανάδυση των αποκαλούμενων social media (μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ΜΚΔ), αλλάζει κα αυτή με την σειρά της τους τρόπους διάχυσης των ειδήσεων, προσωποποιεί τις ροές τους, μπορεί να παίζει επικίνδυνα με την πληροφορία και σε κάθε περίπτωση μεταβάλλει δραστικά ολόκληρο το οικοσύστημα της πληροφόρησης και της δημόσιας συζήτησης».
Όπως αναφέρει ο Μιχάλης Παναγιωτάκης, αναλυτής Διαδικτύου και δημοσιογράφος, στο περιοδικό Δημοσιογραφία (Άνοιξη 2016), το επικοινωνιακό τοπίο στην χώρα μας βρίσκεται σε φάση εντυπωσιακών αλλαγών, που ήδη έχουν πολύ σοβαρές επιπτώσεις στον γραπτό Τύπο αλλά και στην τηλεόραση.
Όπως υποστηρίζει ο αρθρογράφος, στην παρούσα φάση πυλώνας πλέον της ενημέρωσης σαν μέσο είναι το Διαδίκτυο.
«Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, στην Ελλάδα το 2014 το 68% περίπου του πληθυσμού έχει πρόσβαση στο Διαδίκτυο, ποσοστό που στους κάτω των 44 ετών είναι από 83% και πάνω σε αντίστροφη αναλογία με την ηλικία.
Από αυτούς, το 85% διαβάζει ειδήσεις online και το 65% (που γίνεται 88% στις μικρές ηλικίες) μπαίνει στις σελίδες υπηρεσιών κοινωνικής δικτύωσης (όπως Facebook, Twitter, Instagram, κλπ.).
Μπορούμε λοιπόν να δούμε πως κατά μέσον όρο, ήδη στην Ελλάδα, πάνω από τους μισούς κατοίκους της χώρας ενημερώνονται από το Διαδίκτυο.
Και αν συνυπολογιστεί και η χρήση των υπηρεσιών κοινωνικής δικτύωσης (που φιλοξενούν ενημερωτικούς συνδέσμους κάθε είδους), το ποσοστό γίνεται τεράστιο, ιδίως στις ενεργές ηλικίες.
Στις ΗΠΑ το 63% των χρηστών του Facebook και του Twitter δήλωναν το καλοκαίρι του 2015 στην Pew Research πως αυτές οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν και την βασική τους πηγή ειδησεογραφικής πληροφόρησης.
»Στο κέντρο της κατανάλωσης περιεχομένου γενικά και ειδησεογραφίας (και ανάλυσης) ειδικά, βρίσκονται λοιπόν όλο και περισσότερο τα ΜΚΔ. Οι πλατφόρμες τους αποτελούν τα νέα αμφίδρομα κανάλια. Ήδη στους περισσότερους ειδησεογραφικούς ιστοχώρους οι παραπομπές συνδέσεων από το Facebook είναι, εδώ και 3-4 χρόνια τουλάχιστον, πολύ περισσότερες από εκείνες από το Google.
Τα ΜΚΔ είναι πλέον βασικοί κόμβοι στο δίκτυο της πολιτικής οικονομίας των (όχι πια και τόσο) νέων μέσων. Χαρακτηριστικά, το Βαρόμετρο Εμπιστοσύνης της Edelman για το 2016 σε 28 χώρες, δείχνει πως πιο αξιόπιστες πηγές ειδήσεων θεωρούνται από τους πολίτες των χωρών αυτών οι μηχανές αναζήτησης, ενώ η ψαλίδα μεταξύ των παραδοσιακών Μέσων (στα οποία περιλαμβάνονται βέβαια και τα διαδικτυακά τους σκέλη) και των αμιγώς διαδικτυακών κλείνει –με αυξανόμενη την αξιοπιστία των ΜΚΔ. Ειδικά στους κάτω των 33, η ψαλίδα αυτή έχει ήδη κλείσει και ως προς τα διαδικτυακά ΜΜΕ όσο και προς τα ΜΚΔ.
»Αξίζει να τονίσουμε ότι στην Ελλάδα η απαξίωση της ηλεκτρονικής και έντυπης δημοσιογραφίας έχει οδηγήσει σε μία πιο προωθημένη αποδοχή και θετική αξιολόγηση των ΜΚΔ από ό,τι σε άλλες χώρες. Έτσι, σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο του Φθινοπώρου 2014, η Ελλάδα είναι μία από τις ελάχιστες χώρες στην ΕΕ στις οποίες το Διαδίκτυο διαθέτει μεγαλύτερη αξιοπιστία από ό,τι τα ραδιοτηλεοπτικά Μέσα και οι εφημερίδες, και η πρώτη χώρα στην ΕΕ ως προς την θετική πρόσληψη της αξιοπιστίας των ΜΚΔ», τονίζει ο Μιχ. Παναγιωτάκης.
Και από την άποψη αυτή θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι τελευταία έρευνα της Κάπα Research δείχνει ότι η εμπιστοσύνη του κοινού προς τους δημοσιογράφους και τα παραδοσιακά ΜΜΕ βρίσκεται κυριολεκτικά στο ναδίρ, με την αξιοπιστία τους να μην ξεπερνά το 6%. Αυτό δε το ποσοστό είναι σχεδόν μηδενικό στο επίπεδο των νέων, φαινόμενο που λέει πολλά για το μέλλον της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα.
Έτσι, όπως γράφει και ο Μιχ. Παναγιωτάκης, «η προωθούμενη εκάστοτε ατζέντα προσλαμβάνεται από την πλειονότητα, ιδίως των νέων, όλο και περισσότερο με εξαιρετικό σκεπτικισμό. Παρότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί το Διαδίκτυο ακόμα και για να εστιάσει την κοινή γνώμη εξίσου μαζικά σε συγκεκριμένα γεγονότα όπως η τηλεόραση, μπορεί να υπονομεύει αποτελεσματικά και ποικιλοτρόπως τις αφηγήσεις των ΜΜΕ ακολουθώντας την κοινωνική διάθεση, που είναι απορριπτική σε μεγάλο βαθμό απέναντί τους. Αυτό, σύμφωνα με όλες τις μετρήσεις, είναι μία ελληνική ιδιαιτερότητα, που προκαλεί ένταση της σημασίας των ΜΚΔ και του Διαδικτύου γενικότερα στην ενημέρωση σε σχέση με τις περισσότερες άλλες χώρες της ΕΕ ή τις ΗΠΑ.
Κατ’ επέκταση, ενώ η τηλεόραση (κυρίως) καθορίζει ακόμα και το τί συζητείται ευρύτερα, δεν ελέγχει πια καθόλου τον τρόπο που συζητείται αλλά ούτε και τα επιμέρους θέματα και τα πληροφοριακά αντικείμενα που εξαπλώνονται ατάκτως μέσα από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Δικτύωσης και δρουν σωρευτικά και αποτελεσματικότατα σαν διεκδικητές της προσοχής του χρήστη στο Διαδίκτυο σε σχέση με τα προωθούμενα από τα παραδοσιακά ΜΜΕ».
Οι παραπάνω εξελίξεις, στην σημερινή περίοδο των ανακατατάξεων και των μετασχηματισμών, έχουν οδηγήσει τους χρυσοδάκτυλους των πάλαι ποτε «λαμπρών» ΜΜΕ να επενδύουν στο Διαδίκτυο και να χρησιμοποιούν όσο καλύτερα μπορούν την τέχνη που γνωρίζουν, ήτοι την εξαπάτηση. Έτσι, «παίζουν» με τις επισκεψιμότητες των ιστοτόπων που «στήνουν» και προσπαθούν να «πουλήσουν» αμφιβόλου αξίας περιεχόμενο, που ενίοτε οι ίδιοι αξιολογούν θετικά.
Σε αυτό το πλαίσιο, η παραδημοσιογραφία αποτελεί κυρίαρχο φαινόμενο στον ελληνικό επικοινωνιακό χώρο και δεν θα μπορούσε να λείπει και από το Διαδίκτυο. Επωφελείται έτσι από γνωστές τάσεις της ελληνικής κοινωνίας και εφαρμόζει τις γνωστές συνταγές του λαϊκισμού και της αποπληροφόρησης, που πάντα έχουν πέραση. Ιδιαίτερα δε σε μία κοινωνία όπου τρία στα δέκα μέλη της πιστεύουν ότι ψεκάζονται…
Υπάρχει όμως και η άλλη όψη του νομίσματος. Διότι, παράλληλα με τις γνωστές παθολογίες που περιγράψαμε, έχει δημιουργηθεί ένας ζωτικός και ευρύτατος χώρος δημόσιας συζήτησης και παρέμβασης, που τον συνθέτουν αδρανείς μέχρι τώρα αναγνώστες ή τηλεθεατές οι οποίοι θέλουν να έχουν λόγο.
Αυτή η νέου τύπου «σιωπηρή πλειοψηφία» προσφέρει ένα γόνιμο πεδίο άσκησης μίας υπεύθυνης και υψηλού επιπέδου δημοσιογραφίας, που θα αρνείται την υποστολή της δεοντολογίας και θα αντιστέκεται στην φούσκα των ΜΚΔ προωθώντας τον, τόσο απαραίτητο στην εποχή μας, ψηφιακό αλφαβητισμό.