Αντιμέτωποι με ποινικές κυρώσεις που ξεκινούν από 3 μήνες φυλάκιση και φθάνουν μέχρι και τα 10 ή ακόμη και τα 20 χρόνια κάθειρξη βρίσκονται όσοι διαπράττουν εγκλήματα φοροδιαφυγής, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
Σύμφωνα, μάλιστα, με οδηγίες που έχουν δοθεί προς τις αρμόδιες υπηρεσίες της φορολογικής διοίκησης, σε ποινικές δίκες όπου εξετάζονται υποθέσεις εγκλημάτων φοροδιαφυγής σε βαθμό πλημμελήματος το Δημόσιο θα πρέπει να παρίσταται ως πολιτική αγωγή και να διεκδικεί από τον κάθε κατηγορούμενο πρόσθετο ποσό 10% επί των καταλογισθέντων φόρων και προστίμων ως χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Ελέυθερου Τύπου και με τα όσα προβλέπει η ισχύουσα νομοθεσία:
1. Εγκλημα φοροδιαφυγής στο φόρο εισοδήματος, στον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή στον Ειδικό Φόρο Ακινήτων (ΕΦΑ), διαπράττει όποιος με πρόθεση, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή των παραπάνω φόρων, αποκρύπτει από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακά στοιχεία, ιδίως παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση ή καταχωρίζοντας στα λογιστικά αρχεία εικονικές (ολικά ή μερικά) δαπάνες ή επικαλούμενος στη φορολογική δήλωση τέτοιες δαπάνες, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη.
Τα παραπάνω εγκλήματα φοροδιαφυγής τιμωρούνται, ανά είδος φόρου, ως εξής:
– Με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 2 ετών, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα ή στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει, ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, τις 100.000 ευρώ.
– Με ποινή κάθειρξης, εφόσον το ποσό του φόρου, σύμφωνα με τα παραπάνω, υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ.
2. Εγκλημα φοροδιαφυγής στο Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ), στο φόρο κύκλου εργασιών, στο φόρο ασφαλίστρων και στους παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, τέλη ή εισφορές διαπράττει όποιος με πρόθεση, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή των φόρων αυτών, δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς τους παραπάνω φόρους, τέλη ή εισφορές, καθώς και όποιος παραπλανά τη Φορολογική Διοίκηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων και δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς ή λαμβάνει επιστροφή, καθώς και όποιος διακρατεί τέτοιους φόρους, τέλη ή εισφορές. Συγκεκριμένα, το έγκλημα φοροδιαφυγής στον ΦΠΑ τιμωρείται:
– Με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 2 ετών, αν το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου που δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς ή επεστράφη ή συμψηφίστηκε ή εξέπεσε ή διακρατείται υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις 50.000 ευρώ.
– Με ποινή κάθειρξης, εφόσον κατά τις ως άνω ίδιες προϋποθέσεις το ποσό του φόρου υπερβαίνει τις 100.000 ευρώ.
Περαιτέρω, τα εγκλήματα φοροδιαφυγής στο φόρο κύκλου εργασιών, στο φόρο ασφαλίστρων και στους παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, τέλη ή εισφορές τιμωρούνται, ανά είδος φόρου, ως εξής:
– Με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 2 ετών, εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς, σύμφωνα με τα ανωτέρω και κατά περίπτωση, ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος υπερβαίνει τις 100.000 ευρώ.
– Με ποινή κάθειρξης εφόσον, κατά τις ανωτέρω ίδιες προϋποθέσεις, το ποσό του φόρου, τέλους ή εισφοράς υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ.
3. Εγκλημα φοροδιαφυγής στο φόρο πλοίων διαπράττει όποιος με πρόθεση προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου πλοίων δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς στο Δημόσιο φόρο πλοίων και τιμωρείται:
– Με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 2 ετών, εφόσον, κατά τις ως άνω προϋποθέσεις, το εν λόγω ποσό φόρου υπερβαίνει, ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, τις 100.000 ευρώ.
– Με ποινή κάθειρξης, εφόσον, κατά τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις, το εν λόγω ποσό φόρου υπερβαίνει, ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, τις 150.000 ευρώ.
ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ ΓΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΚΔΟΣΗΣ, ΑΠΟΔΟΧΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΝΟΘΕΥΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ
4. Εγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το εάν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου.
Τα ως άνω εγκλήματα τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 3 μηνών (ανεξαρτήτως της αναγραφόμενης αξίας συναλλαγής).
5. Εγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής.
Τα παραπάνω εγκλήματα τιμωρούνται:
– Με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 1 έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ.
– Με ποινή κάθειρξης έως 10 έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις 200.000 ευρώ.
6. Η έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, η αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή η νόθευση τέτοιων στοιχείων τιμωρούνται σύμφωνα με τις ανωτέρω διακρίσεις και ανεξάρτητα από τη διαφυγή ή μη της πληρωμής φόρου, εκτός εάν τα στοιχεία αυτά χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραπάνω παραγράφων 1 έως 3, με αποτέλεσμα στις περιπτώσεις αυτές ο δράστης να τιμωρείται μόνο για την τέλεση εγκλήματος φοροδιαφυγής των παραπάνω περιπτώσεων ως αυτουργός ή συμμέτοχος.
7. Ολες οι παραπάνω ποινές εξαρτώνται από το ύψος του φόρου που αποκρύφτηκε ή δεν αποδόθηκε, καθώς και από τη διάρκεια της απόκρυψης ή μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης ή διακράτησης και συνιστά επιβαρυντική περίσταση για το δράστη η μεταχείριση ιδιαίτερων τεχνασμάτων.
ΑΥΤΟΥΡΓΟΙ, ΣΥΝΕΡΓΟΙ, ΣΥΜΜΕΤΟΧΟΙ
8. Ποινική ευθύνη για τη διάπραξη αδικημάτων φοροδιαφυγής έχει ως άμεσος συνεργός και ο εν γνώσει υπογράφων ανακριβή φορολογική δήλωση ως πληρεξούσιος ή όποιος με οποιονδήποτε άλλο τρόπο εν γνώσει του συμπράττει ή προσφέρει άμεση συνδρομή στην τέλεση των παραπάνω εγκλημάτων.
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ, ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ
9. Εάν συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης εγκλήματος φοροδιαφυγής, υποβάλλεται μηνυτήρια αναφορά αμελλητί, η δε ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως.
10. Η διαπίστωση της συνδρομής του εγκλήματος φοροδιαφυγής γίνεται με βάση την οριστική πράξη του διορθωτικού προσδιορισμού φόρου.
11. Ως χρόνος έναρξης παραγραφής των εγκλημάτων φοροδιαφυγής ορίζεται η τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή, σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής λόγω παρόδου της προθεσμίας άσκησής της.
12. Η μηνυτήρια αναφορά από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης υποβάλλεται ανεξάρτητα από την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής ή από την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου ή από την καταβολή εκ μέρους του φορολογούμενου μέρους ή του συνόλου της οικείας οφειλής.
13. Η ποινική δίκη δυνητικά μπορεί να αναστέλλεται μέχρι την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου.
14. Το Δημόσιο μπορεί να παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον των ποινικώνδικαστηρίων για τις αξιώσεις του που απορρέουν από τα εγκλήματα φοροδιαφυγής. Για τη διασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος σε υποθέσεις φοροδιαφυγής στις οποίες τα τελούμενα εγκλήματα τιμωρούνται ως πλημμελήματα (ήτοι με ποινή φυλάκισης) και κρίνονται ως σοβαρές με βάση, μεταξύ άλλων, και το ύψος της διαφοράς, επιβάλλεται η προβολή των αξιώσεων του Δημοσίου από τον προϊστάμενο της αρμόδιας φορολογικής Αρχής ή από τον αρμόδιο υπάλληλο κατόπιν εντολής του προϊσταμένου της αρμόδιας Αρχής προκειμένου να εκπροσωπηθεί το Δημόσιο σε παράσταση πολιτικής αγωγής.
Στις περιπτώσεις αυτές θα ζητείται από το δικαστήριο να επιδικάζεται εις βάρος του δράστη και υπέρ του Δημοσίου ένα εύλογο ποσό ως χρηματική ικανοποίηση από την ηθική βλάβη που υπέστη το Δημόσιο (ενδεικτικώς, η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης του Δημοσίου μπορεί να εκκινεί από το 1/10 του ύψους της φορολογικής διαφοράς, ανάλογα με την περίπτωση), λόγω της προσβολής του κύρους του από τη συμπεριφορά του φορολογουμένου.
Τι προβλέπεται για τα αδικήματα που τελέσθηκαν έως 31/12/2013
Σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 4/2015 γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και μετά την κατάργηση της διαδικασίας διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, η ρύθμιση του άρθρου 24 παρ. 2 Ν. 2523/1997, που προβλέπει την απαλλαγή του φορολογουμένου από την ποινική δίωξη εφόσον θα καταβάλει το οφειλόμενο ποσό φόρου, δεν έχει απενεργοποιηθεί επί υποθέσεων αδικημάτων φοροδιαφυγής που έχουν τελεσθεί μέχρι 31-12-2013 και μπορεί να τύχει εφαρμογής στο πεδίο των φορολογικών εγκλημάτων, ακόμα και όταν αυτά διαπιστώνονται ή οριστικοποιούνται μετά την 1η-1-2014.
Συνεπώς, κάθε φορά που ο φορολογούμενος αποδέχεται ανεπιφύλακτα την αρχική απόφαση επιβολής φόρου ή προστίμου που εκδίδεται εις βάρος του με οποιαδήποτε σήμερα προβλεπόμενη διαδικασία, τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης, σε εφαρμογή της παραπάνω γνωμοδότησης του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και των τιθέμενων σε αυτήν προϋποθέσεων (χρόνος τέλεσης του αδικήματος μέχρι 31-12-2013), θα υποβάλουν μηνυτήριες αναφορές μόνο στις περιπτώσεις που η οικεία οφειλή δεν καταβληθεί από το φορολογούμενο μέσα στην προβλεπόμενη από τον Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών προθεσμία του ενός μηνός από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης επιβολής φόρου και προστίμου.
Στις συγκεκριμένες ως άνω περιπτώσεις που ο φορολογούμενος υποβάλλει ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ), η μηνυτήρια αναφορά θα υποβάλλεται αμελλητί, αμέσως δηλαδή μετά την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής και, πάντως, αμέσως μετά την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας άσκησής της, σε περίπτωση μη άσκησης αυτής.