Την εποχή της «ευμάρειας», η χώρα δεν φρόντισε να ενισχύσει την παραγωγή της γιατί προτίμησε τις σειρήνες της κατανάλωσης.
Τα χρόνια της «ευμάρειας» είχε παρατηρηθεί το φαινόμενο τα νοικοκυριά να δανείζονται, σχετικά εύκολα, με σκοπό την απόκτηση κατά κύριο λόγο καταναλωτικών αγαθών.
Του Γιώργου Α. Κορομηλά*
Ποιος μπορεί να ξεχάσει τις διαφημιστικές καμπάνιες που αφορούσαν δάνεια διακοπών, φοιτητικά δάνεια, δάνεια για απόκτηση αυτοκινήτων κλπ., ποιος μπορεί επίσης να ξεχάσει τις συνεχείς τηλεφωνικές οχλήσεις όπου βλέπαμε έναν ανταγωνισμό ποια τράπεζα θα δώσει το «καλύτερο» καταναλωτικό δάνειο ή θα φορτώσει τον καταναλωτή με περισσότερες πιστωτικές κάρτες.
Αποτέλεσμα αυτού ήταν, αφ’ ενός, η υποθήκευση των μελλοντικών εισοδημάτων των νοικοκυριών που υπέκυψαν στα κελεύσματα των «σειρήνων» –αντιμετωπίζοντας σήμερα ιδιαίτερα μεγάλο πρόβλημα στην αποπληρωμή των πιστώσεων αυτών, αφού οι συνεχείς τηλεφωνικές οχλήσεις συνεχίζονται αλλά από εισπρακτικές εταιρείες– και, αφ’ ετέρου, η ανεξέλεγκτη κατανάλωση που δημιουργήθηκε και η οποία οδήγησε με την σειρά της στην ίδρυση επιχειρήσεων, ειδικά μεταπώλησης αγαθών, περισσότερων από αυτές που η οικονομία της χώρας μας, υπό κανονικές συνθήκες και όχι υπό συνθήκες τεχνητής ευμάρειας, μπορούσε πραγματικά να αντέξει.
Σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις, αυτές με την σειρά τους οδηγήθηκαν σε υψηλό δανεισμό κεφαλαίων κίνησης για να καλύψουν την διεύρυνση της γκάμας των αγαθών, να διατηρήσουν μεγάλα αποθέματα επιτυγχάνοντας χαμηλότερες τιμές κτήσης, προσδοκώντας αύξηση του περιθωρίου κέρδους, και να εξυπηρετήσουν την αναπόφευκτη αύξηση των δαπανών.
Όμως, λόγω του έντονου ανταγωνισμού που δημιουργήθηκε και της αύξησης των δαπανών τους, τελικά μειώθηκαν δραματικά τα περιθώρια κέρδους. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι πολλές επιχειρήσεις μείωναν σε χαμηλά επίπεδα τις τιμές, αυξάνοντας παράλληλα τον δανεισμό, με σκοπό να παρατείνουν, απεγνωσμένα, την ύπαρξή τους ανταγωνιζόμενοι αθέμιτα τις άλλες.
Ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης για αυτή την κατάσταση, για να μην πω το μεγαλύτερο, φέρει το τραπεζικό σύστημα, το οποίο, δημιουργώντας νέα τραπεζικά προϊόντα μέσω ενός αυξανόμενου τραπεζικού ανταγωνισμού, χρηματοδοτούσε και πολλές μη βιώσιμες επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να αυξήσει δραματικά τις επισφάλειές του.
Στην συνέχεια, και όσο η χώρα έμπαινε βαθύτερα στο τούνελ της οικονομικής ύφεσης, η έλλειψη ρευστότητας των τραπεζών περιόρισε δραματικά την χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, ειδικά δε αυτών που βάσει των οικονομικών τους στοιχείων ήταν βιώσιμες.
Είναι γνωστό σε όλους ότι, ειδικά μετά τις απανωτές αυξήσεις στην άμεση και την έμμεση φορολογία, μειώθηκε η κατανάλωση, με αποτέλεσμα την μείωση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων και την ταυτόχρονη μείωση των περιθωρίων κέρδους, ειδικά από τις επιχειρήσεις που απορρόφησαν τις αυξήσεις σε μία απέλπιδα προσπάθεια να μην κλείσουν, οδηγώντας πολύ κόσμο στην ανεργία και την ανέχεια.
Η μείωση του κύκλου εργασιών, δηλαδή η αδυναμία έγκαιρης ρευστοποίησης του στοκ, οδήγησε με την σειρά της στην δυσκολία εξυπηρέτησης παλαιότερων δανείων, άρα στην υποβάθμιση από τις τράπεζες της πιστοληπτικής ικανότητας των επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα την άρνηση περαιτέρω χρηματοδοτήσεων ή στην «καλύτερη» περίπτωση την με το σταγονόμετρο χρηματοδότηση.
Αποτέλεσμα όλων των ανωτέρω είναι η δημιουργία αρνητικής ψυχολογίας στους μικρομεσαίους επιχειρηματίες, η οποία με την σειρά της οδηγεί στην σπατάλη χρόνου σε μη παραγωγικές διαδικασίες.
Αντί, λοιπόν, να σχεδιάζουν βήματα ανάπτυξης που θα τούς οδηγήσουν στην έξοδο από την κρίση, αναλώνονται μόνον στο πώς οι επιχειρήσεις τους θα ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις της επόμενης μέρας και σε πολλές περιπτώσεις οδηγούνται σε λύσεις που επιδεινώνουν αντί να θεραπεύουν το πρόβλημα.
*Πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών και Φορολογικών Μελετών, αρθρογράφος στην εφημερίδα Ναυτεμπορική.