Αρχής γενομένης από τη Θεσσαλονίκη η πορεία της Νέας Δημοκρατίας προς τη νίκη θα εξαρτηθεί από την αλλαγή δοσολογίας στο μείγμα που συνθέτει τη Κεντροδεξιά. Στην προκειμένη περίπτωση το στοίχημα του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι πως θα προσθέσει περισσότερες… δόσεις Κέντρου χωρίς να μειώσει τα ποσοστά της Δεξιάς.
Είναι εύλογο το εγχείρημα να παρουσιάζει δυσκολίες εξαιτίας της καχυποψίας με την οποία μια μερίδα στελεχών αντιδρά στο άνοιγμα προς τον κεντρώο χώρο. Κι αυτό σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στις εκάστοτε ηγεσίες που αντιμετώπιζαν τη διεύρυνση ως μια πρόσκαιρη τακτική κίνηση.
Του Χάρη Παυλίδη*
Ένα άλλο στοίχημα για τον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας, που αποτελεί συνέχεια της «επιχείρησης περισσότερο Κέντρο», είναι με ποια στρατηγική θα επιτύχει να αλλάξει την εικόνα που έχει σχηματίσει η κοινή γνώμη για το κόμμα του.
Ένα πρόβλημα που το αντιμετώπισαν όλοι οι πρόεδροι της Νέας Δημοκρατίας και αφορά το βαθμό εμπιστοσύνης στην εφαρμογή ενός προγράμματος που θα βασίζεται ταυτόχρονα στον φιλελευθερισμό(πολιτικό και οικονομικό) και στον κοινωνικό πραγματισμό.
Επ’ αυτού ο Κυριάκος Μητσοτάκης οφείλει να επιμείνει ώστε να αποκατασταθεί η τρωθείσα εμπιστοσύνη του κόμματός του με τη μεσαία τάξη.
Και επ’ αυτού καλείται ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας να εξηγήσει γιατί οι δικές της ιδέες έχουν την αποδοχή της κοινωνίας όταν εφαρμόζονται από κόμματα(παλαιότερα από το ΠΑΣΟΚ) όπως ο ΣΥΡΙΖΑ που δεν έχουν καμία ιδεολογική συνάφεια με τον φιλελευθερισμό.
Υπό αυτό το πρίσμα η Θεσσαλονίκη μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα ώστε να επανεκκινήσει η πορεία της επαναχάραξης της γραμμής από το παρελθόν, που συνιστά μεταξύ άλλων έναν από τους λόγους που η κοινή γνώμη εμπιστεύθηκε ως διαχειριστή το ΣΥΡΙΖΑ να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που είχε δρομολογήσει η Νέα Δημοκρατία.
Είναι αυτονόητο ότι τα μεγάλα πολυσυλλεκτικά κόμματα δεν αλλάζουν φυσιογνωμία απ’ τη μια ημέρα στην άλλη, πολλώ δε όταν οι κομματικοί μηχανισμοί(κι αυτό αφορά όλα τα κόμματα) διακρίνονται για τον συντηρητισμό τους. Κι εδώ έγκειται η αποφασιστική συμβολή του ηγέτη.
Αν θα αφήσει τον κομματικό μηχανισμό να αποφασίσει, αυτό δεν θα γίνει ποτέ. Αντιθέτως αν αναλάβει προσωπικά το ρίσκο να οδηγήσει το κόμμα του να διαβεί τα τεχνητά σύνορα της Κεντροδεξιάς, προσεγγίζοντας το Κέντρο και το μετριοπαθές κομμάτι της Κεντροαριστεράς, θα έχει κάνει ένα αποφασιστικό βήμα προς την εμβάθυνση της πολυσυλλεκτικότητας. Ταυτόχρονα θα έχει στείλει το σαφές μήνυμα ότι, ένα σύγχρονο φιλελεύθερο κόμμα αυτοπροσδιορίζεται και δεν ετεροπροσδιορίζεται.
Είναι κρίσιμο να επισημανθεί ότι μια Νέα Δημοκρατία με «περισσότερο» Κέντρο και «λιγότερη» Δεξιά, δηλαδή ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κόμμα χωρίς παρωπίδες και ιδεολογικούς δογματισμούς, θα ήταν λάθος να εξηγηθεί ως ένας εκλογικός μηχανισμός προσέλκυσης ψηφοφόρων.
Ασφαλώς ισχύει κι αυτό, αλλά το πρώτιστο για τη μετακίνηση προς το Κέντρο είναι οι ανάγκες της κοινωνίας σε μια εποχή, όπως αυτή που διανύουμε, όπου ο πραγματισμός αποτελεί προϋπόθεση ευημερίας.
Σ’ αυτή τη βάση θα κριθεί και το πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας, το οποίο δεν μπορεί παρά να είναι συνυφασμένο με την ιδεολογικοπολιτική του κατεύθυνση.
Εξ αυτού θα κριθεί και η ειλικρίνεια της πρόθεσης της να εκφράσει το πολιτικό Κέντρο δίνοντας έμφαση στην απελευθέρωση της επιχειρηματικότητας από αναχρονιστικούς νόμους και απαγορευτικές διατάξεις που την καθιστούν όμηρο της γραφειοκρατίας.
Αυτά αποτελούν ένα μέρος αυτών που οφείλει ο Κυριάκος Μητσοτάκης να λάβει υπ’ όψιν του προκειμένου η Νέα Δημοκρατία να ηγηθεί μιας πλατιάς συμμαχίας δυνάμεων, από τη δημοκρατική Δεξιά μέχρι τη μετριοπαθή Κεντροαριστερά, που θα εργασθεί υποστέλλοντας τα κομματικά λάβαρα για την ανόρθωση της Ελλάδας σε όλους τους τομείς.