Οι σημερινοί 30άρηδες και 35άρηδες, με σχεδόν άλλα 60 χρόνια προσδόκιμο ζωής, θα πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη του εαυτού τους.
Θυμάμαι πριν λίγα χρόνια έναν νεαρό που ήθελε να γίνει δημοσιογράφος να με ρωτά, λόγω της ιδιότητάς μου ως προέδρου της Ένωσης Συντακτών Περιοδικού-Ηλεκτρονικού Τύπου (ΕΣΠΗΤ), πότε θα έπαιρνε σύνταξη και πόση περίπου.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ήταν το πρώτο του μέλημα. Και όταν τού απάντησα ότι τα πράγματα ήσαν αβέβαια, τον είδα να απογοητεύεται και να μού λέει ότι προτιμούσε να βρει μία θέση στο Δημόσιο. «Έτσι κι αλλιώς το συνταξιοδοτικό στην Ελλάδα είναι χαμένη υπόθεση, αλλά κάποιοι χαχόλοι που το παίζουν προστάτες του λαού δεν πιάνουν μία. Πρόσεχε λοιπόν λεβέντη μου και έχε τα μάτια σου ανοιχτά όταν όλοι οι άλλοι εθελοτυφλούν…», τού απάντησα.
Δεν ξέρω τί απέγινε ο νεαρός. Αλλά είμαι βέβαιος ότι, αν δεν κατάλαβε πού πάνε τα πράγματα, είναι ζήτημα αν ποτέ θα πάρει σύνταξη 300-400 ευρώ.
Την πραγματικότητα αυτή δεν θέλησα ποτέ να καταλάβουν και συνάδελφοί μου στις επίσημες Ενώσεις Συντακτών, οι οποίοι ακόμα και σήμερα νομίζουν ότι οι δημοσιογράφοι μπορούν να την βγάζουν με φόρο υπέρ τρίτων. Δηλαδή, εις βάρος των κορόϊδων.
Δυστυχώς γι’ αυτούς, το πελατειακό σύστημα το οποίο τόσο πολύ μόχθησαν να κρατήσουν ζωντανό, έχει φθάσει στο τέλος του. Για έναν απλούστατο λόγο: δεν υπάρχουν πλέον δανεικά λεφτά για την συντήρησή του.
Ο καθένας λοιπόν, αν θέλει σύνταξη και περίθαλψη, θα πρέπει να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του. Όπως τα κράτη-μαφίες κατέρρευσαν στην κομμουνιστική Ευρώπη, με καθυστέρηση το ίδιο θα συμβεί και εδώ.
Ο «περιούσιος» λαός θα πρέπει επίσης να πάρει χαμπάρι ότι, όσο διατηρείται το πελατειακό κράτος, τόσο περισσότερο την νύφη θα την πληρώνουν αυτοί που έχουν τα λιγότερα. Οι φορολογικές αφαιμάξεις για την συντήρηση του Δημοσίου θα τους επιβαρύνει περισσότερο. Όλα τα δημοσιονομικά μέτρα που λαμβάνονται, αυτών τα εισοδήματα συρρικνώνουν περισσότερο. Πέρα από τα παραμύθια.
Θα μείνω στο γεγονός αυτό που, πέρα από εξαιρετικά κοινωνικά δυσάρεστο, αφού οι «εγγυημένες» από το κράτος συντάξεις βυθίζονται επί οκτώ συνεχή χρόνια, δείχνει ταυτόχρονα και την αποτυχία του Ασφαλιστικού/ Συνταξιοδοτικού συστήματος, που επίμονα διαχειρίστηκαν όλες οι κυβερνήσεις αγνοώντας τις τεχνικές παραμέτρους του και λειτουργώντας το ως πολιτικό όπλο για να προσελκύουν ψήφους.
Έφτιαξαν, ειδικά από την δεκαετία τού 1980 μέχρι και λίγο πριν την κρίση, ένα Σύστημα εξαιρετικά γενναιόδωρο, με υψηλές για τις αντοχές της οικονομίας συντάξεις, που και σε μικρές ηλικίες δίνονταν και με τα υψηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης στην Ευρώπη.
Και έπεισαν τους πολίτες ότι το καλό κράτος θα έχει για πάντα την δυνατότητα να τούς εξασφαλίζει γενναιόδωρες συντάξεις, γιατί το κράτος εγγυάται και δεν πέφτει έξω.
Η συνέπεια είναι η γνωστή τραγική, με την απότομη και οριζόντια μείωση των συντάξεων κατά 40%-50% από τα Μνημόνια.
Αλλά ήταν και απολύτως προβλέψιμη, μόνον οι κυβερνήσεις δεν ήθελαν να την δουν, αφού φαινόταν ότι το ύψος της συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστού του ΑΕΠ αυξανόταν θεαματικά, η ανάπτυξη που εξασφάλιζε δανεισμό κάποια στιγμή λογικά θα υποχωρούσε, ενώ τα δημογραφικά δεδομένα εκτιμούσαν ήδη από 25ετίας ότι το αναδιανεμητικό σύστημα θα ζοριζόταν πολύ.
Ο κόσμος όμως εφησύχαζε από τις αλόγιστες υποσχέσεις των πολιτικών. Και ελάχιστοι ήταν εκείνοι, όπως μαρτυρούν τα στοιχεία, που έκαναν κάτι μόνοι τους για να έχουν να συμπληρώσουν συνταξιοδοτικό εισόδημα όταν έρθει η ώρα.
Η διαχρονική πενιχρή διείσδυση των αγορών επενδύσεων, κεφαλαίου και ιδιωτικής ασφάλισης και η απολύτως βραχυχρόνια λογική των καταθέσεων του τραπεζικού συστήματος, το αποδεικνύουν.
Εξαίρεση στην Ελλάδα ήταν η επένδυση στα ακίνητα, που διαμόρφωσε ένα πολύ υψηλό ποσοστό ιδιοκτησίας (από τα υψηλότερα στον κόσμο), με την διαφορά όμως ότι τουλάχιστον στην δεκαετία της έξαρσης χρηματοδοτήθηκε από χρέος και όχι από αποταμιευμένο χρήμα.
Αποτέλεσμα ήταν να εκτοξευθούν οι τιμές τους και σήμερα να αποτελούν περισσότερο βάρος, λόγω δανεισμού και φόρων, και πολύ λιγότερο αξιοποιήσιμη πηγή για λόγους ενίσχυσης του συνταξιοδοτικού εισοδήματος.
Το πιο δυσάρεστο όμως είναι ότι αυτή η πολιτική συνεχίζεται ακόμα και τώρα.
Αντί να επικοινωνηθεί στους πολίτες η παραδοχή ότι το υφιστάμενο Συνταξιοδοτικό Σύστημα δεν θα μπορεί να τούς δώσει επαρκείς συντάξεις στο μέλλον και ότι πρέπει και οι ίδιοι να αποταμιεύσουν με αυτό τον στόχο ώστε να μειώσουν τον κίνδυνο εξάρτησης από το Κρατικό Σύστημα, δεν ακούγεται τίποτα σχετικό –όταν, σε άλλες χώρες, το ίδιο το κράτος εκπαιδεύει τους πολίτες από μικρούς στην έννοια της προσωπικής ευθύνης και τούς παρακινεί να εξοικονομούν χρήματα όταν είναι παραγωγικοί, για να έχουν χρήματα όταν θα περάσουν στην συνταξιοδότηση.
Για τους σημερνούς 45άρηδες και κάτω, που ακόμα έχουν μπροστά τους πολλά χρόνια παραγωγικού βίου, η αποταμίευση για την συνταξιοδότηση είναι αναγκαία προϋπόθεση, αν θέλουν να ζήσουν εκείνα τα χρόνια χωρίς το μακρύ χέρι του κράτους να επεμβαίνει κάθε λίγο και λιγάκι και να τούς λέει ότι εξασφαλίζει «αξιοπρεπείς» συντάξεις εξομοιώνοντας τον όρο «αξιοπρέπεια» με τον όρο «ανέχεια».
Και όσο και αν σήμερα ακούγεται ως ανέκδοτο η επίκληση της ανάγκης για τέτοια αποταμίευση, λόγω των χαμηλών εισοδημάτων, κάτι μπορεί ο καθένας να κάνει.
Από κάπου να κόψει δαπάνες για να αποταμιεύσει. Μπορούμε να λέμε ότι αυτό είναι αδύνατο, αλλά είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα το πληρώσουμε. Και επειδή στην αποταμίευση για την σύνταξη ο μακρός χρόνος είναι η σημαντικότερη παράμετρος, ας αρχίσουμε αυτή την αποταμίευση από τώρα.
Αφού αποδομήσουμε την εμπιστοσύνη στο κράτος που συνεχώς υποχωρεί στις υποσχέσεις του, αφού τα βάλουμε με τους πολιτικούς που δεν μάς είπαν την αλήθεια, αφού μιζεριάσουμε για το πώς φτάσαμε εδώ, αφού εκτονώσουμε τον θυμό μας, ας καταλάβουμε ένα πράγμα: Δεν μπορούμε να είμαστε πια αφελείς και να τα περιμένουμε όλα από το κράτος για την σύνταξή μας. Είμαστε –και όσο θα περνούν τα χρόνια θα γινόμαστε ολοένα και περισσότερο– υπεύθυνοι για την μελλοντική μας μοίρα.
Το «έχει ο Θεός» δεν είναι συνταξιοδοτική στρατηγική, ούτε και η ελπίδα ότι «θα με φροντίζουν τα παιδιά μου», που (σε μέσους όρους) και λιγότερα και φτωχότερα θα είναι.
Σήμερα, με βάση τα δημογραφικά και στατιστικά στοιχεία, ένας 65άρης αναμένεται να ζήσει άλλα 22-23 χρόνια. Ευτυχής πραγματικότητα, ασύλληπτη ακόμα και πριν λίγα χρόνια. Για αυτό φροντίζει η επιστήμη της βιολογίας και της ιατρικής.
Για το πόσο καλά θα τα ζήσει, όμως, το βάρος μετατίθεται από τα Ταμεία του κράτους στους ώμους του πολίτη όλο και περισσότερο. Όσο νωρίτερα το καταλάβουν αυτό οι σημερινοί 30άρηδες και 35άρηδες, τόσο το καλύτερο για τους ίδιους.