Την ώρα που η κυβέρνηση έρχεται να ανακοινώσει την «επιτυχία» των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, τα στοιχεία της ΑΑΔΕ για ληξιπρόθεσμες οφειλές των φορολογουμένων, που περιλαμβάνονται σε έκθεση του Γραφείου Παρακολούθησης προϋπολογισμού του κράτους, έρχονται να διαψεύσουν αυτές τις αισιόδοξες προβλέψεις.
Ειδικότερα, το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο στο τέλος του τρίτου τριμήνου του 2018 (Σεπτέμβριος), σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, διαμορφώθηκε στα 103,09 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 4,72 δισ. ευρώ σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο του 2017 και κατά 1,73 δισ. ευρώ σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο του 2018, αναφέρει το in.gr.
Παρότι η κυβέρνηση τονίζει ότι έχει ενισχύσει την εισπραξιμότητα των ληξιπρόθεσμων οφειλών, οι εισπράξεις παραμένουν χαμηλότερες από τις νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές που δημιουργούνται, καθώς εισπράξεις και διαγραφές ληξιπρόθεσμων οφειλών (1,62 δισ.) ήταν λιγότερες από τις εισροές, δηλαδή τη δημιουργία νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών (2,64 δισ.).
Η έκθεση επισημαίνει ως θετικό στοιχείο ότι τα ληξιπρόθεσμα της περιόδου 1/12/2017-31/8/2018 ανέρχονται σε 7,84 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 1,42 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του προηγούμενου έτους.
Νοικοκυριά σε απόγνωση που δεν μπορούν να πληρώσουν τη δόση του ΕΝΦΙΑ
Ωστόσο, από την άλλη μεριά εντυπωσιάζει ο αριθμός των οφειλετών που δεν μπορούν να ανταποκριθούν.
Ενδεικτικά, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2017 αυξήθηκαν κατά 312.812 οι οφειλέτες με ληξιπρόθεσμες οφειλές μικρότερες των 500 ευρώ, που σημαίνει ανθρώπους που αδυνατούν να πληρώσουν δόσεις του ΕΝΦΙΑ ή του φόρου εισοδήματος.
Επιπλέον, την ίδια στιγμή έχει ενδιαφέρον να δούμε και το πώς προκύπτει η αύξηση του συνολικού όγκου των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Για παράδειγμα τον Αύγουστο η αύξηση ήταν 939,5 εκατομμύρια και προήλθε κατεξοχήν από μικρό αριθμό οφειλετών με υψηλές οφειλές, οι περισσότερες εκ των οποίων ταξινομούνται στην κατηγορία δανείων (καταπτώσεις εγγυήσεων ελληνικού δημοσίου) και δευτερευόντως στην κατηγορία ΦΠΑ. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε πρόβλημα και στην πλευρά των νοικοκυριών και στην πλευρά των μεγάλων επιχειρήσεων.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι τόσο στον προϋπολογισμό όσο και στην αποτίμηση όλα τα τελευταία χρόνια «προϋπολογίζεται» και ένα σημαντικό ποσοστό ληξιπρόθεσμων οφειλών. Δηλαδή, η κυβέρνηση θεωρεί δεδομένο ότι ένα σημαντικό μέρος των φόρων δεν θα εισπράττονται. Αυτό σημαίνει ότι τα έσοδα έρχονται είτε από τους φόρους που ούτως ή άλλως εισπράττονται «αυτόματα» (π.χ. προκαταβαλλόμενοι φόροι εισοδήματος μισθωτών και συνταξιούχους) είτε από τις διάφορες οφειλές που μπήκαν σε ρύθμιση αφού πρώτα κατέστησαν ληξιπρόθεσμες, σε συνδυασμό πάντα με τη διατήρηση ενός ποσοστού ληξιπρόθεσμων του δημοσίου προς τους ιδιώτες. Το Σεπτέμβριο του 2018 το δημόσιο χρωστούσε 1,913 δισ. από ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της γενικής κυβέρνησης και 699 εκατομμύρια από επιστροφές φόρων.
Άλλωστε, δεν είναι αυτά τα μόνα σημάδια μιας πραγματικότητας που διαψεύδει τις «μαγικές εικόνες» που προβάλλει η κυβέρνηση. Υπάρχει για παράδειγμα το πάντα ανησυχητικό δείγμα της απόστασης ανάμεσα στην κατανάλωση των νοικοκυριών και το διαθέσιμο εισόδημα.
Μια κοινωνία που «τρώει τις σάρκες της»
Σύμφωνα με ανάλυση της Eurobank, το 2017 η αρνητική απόκλιση ανάμεσα στη συνολική κατανάλωση των νοικοκυριών και το διαθέσιμο εισόδημά τους έφτασε τα -8,3 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει η ελληνική κοινωνία ουσιαστικά «τρώει από τις σάρκες της» αναλώνοντας αποταμιεύσεις για να μπορεί να συνεχίσει ανταπεξέρχεται στις ανάγκες της.
Στην πραγματικότητα τα σύννεφα εξακολουθούν να σωρεύονται στον ορίζοντα της ελληνικής οικονομίας. Η απουσία πραγματικής αναπτυξιακής δυναμικής σε συνδυασμό με τα χαμηλά εισοδήματα των νοικοκυριών (συνθήκη που επιδεινώνεται από το ότι ακόμη και οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται είναι συνήθως χαμηλόμισθες ή /και μερικής απασχόλησης), οδηγεί σε διαρκείς επιλογές λύσεις ανάγκης, συμπεριλαμβανομένης και της μη πληρωμή ή της αναβολής πληρωμής ακόμη και μικρής κλίμακας φορολογικών υποχρεώσεων.
Όμως, μια «ανάπτυξη» που στηρίζεται σε «τεχνικές επιβίωσης» όπως η μη πληρωμή δόσεων του ΕΝΦΙΑ ή το διαρκές «σπάσιμο κουμπαράδων» και όπου η διάσωση των συντάξεων προϋποθέτει π.χ. τη μείωση των δημοσίων επενδύσεων, μάλλον απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί βιώσιμη.