Καβαφικός με τον δικό του τρόπο και στο ύφος της δικής του πόλης, αφού έκανε ποιήματα τον αέρα της που ανέπνεε, την οσμή των ημιφωτισμένων δρόμων στον υποδόριο αστικό ιστό της που έρχονταν από το παρελθόν αφηγούμενοι ιστορίες και τις ανθρώπινες φιγούρες που έτεμναν τον διασκελισμό της όρασής του πέρα από το ωραίον, στο ονειρικό που δόξαζε.
Του Γ. Ρούντου
Γι’ αυτό αφοσιωμένος και αγιασμένος μέσα από την κοσμική κατάρα των καιρών για την Ποίηση.
Ως ήρεμος περιπατητής και παρατηρητής, γυμνός χωρίς ντροπή, με το μύρο των λέξεων μοναδικό ένδυμα στη χαμηλότονη γραφή του. Αυτή νομίζω ήταν η υφή της Ιδιαίτερης θρησκευτικότητας που τον χαρακτήριζε.
Από τα πρώτα του ποιήματα η «Μαγδαληνή» («Εποχή των Ισχνών Αγελάδων», 1950-1951) – αντιγράφω:
«Κι όμως, πρέπει να αποχτήσω αυτό το μύρο με τα σαράντα αρώματα.
Μ’ αυτό το μύρο θα αλείψω τα πόδια του, μ’ αυτά τα μαλλιά θα σφουγγίσω τα πόδια του, μ’ αυτά τα χείλη, τα πόδια του τα εξαίσια κι άχραντα θα φιλήσω.
Ξέρω, είναι πολύ αυτό το μύρο για τη μετάνοια, ωστόσο για τον έρωτα είναι λίγο (…)
Γιατί, κύριε, ο έρωτας μου ανάβει την πίστη κι η αγάπη τη μετάνοια κι ίσως μείνει αιώνια τ’ όνομά μου σα σύμβολο εκείνων που σώθηκαν και λυτρώθηκαν ότι ηγάπησαν πολύ».
Πιστεύω πως ο Ντίνος Χριστιανόπουλος τελείωσε -δεν τελεύτησε- λυτρωμένος.