Ένα από τα πιο ολέθρια και διαδεδομένα οικονομικά σφάλματα είναι η πεποίθηση ότι η κατανάλωση συνιστά το κλειδί για μια υγιή οικονομία. Αυτή την ιδέα την ακούμε διαρκώς στον τύπο και την καθημερινή συζήτηση, ιδίως σε περιόδους οικονομικής κάμψης.
Λέγονται πράγματα όπως «Ναι, αλλά αν οι άνθρωποι απλώς άρχιζαν ξανά να αγοράζουν πράγματα, τότε η οικονομία θα έπαιρνε τα πάνω της» ή «Αν μπορούσαν να βάλουμε περισσότερα χρήματα στα χέρια των καταναλωτών, θα βγαίναμε από αυτή την ύφεση». Αυτή η πίστη στη δύναμη της κατανάλωσης καθοδήγησε μάλιστα μεγάλο μέρος της οικονομικής πολιτικής τα τελευταία χρόνια, με τις ατελείωτες ροές πακέτων ρευστότητας.
Του Στήβεν Χόρβιτς
Αυτή η πεποίθηση είναι μια κληρονομιά της εσφαλμένης κεϋνσιανής σκέψης. Η παραγωγή και όχι η κατανάλωση είναι η πηγή του πλούτου. Αν θέλουμε μια υγιή οικονομία, χρειάζεται να δημιουργήσουμε τις συνθήκες υπό τις οποίες οι παραγωγοί μπορούν να συνεχίσουν τη διαδικασία παραγωγής πλούτου για άλλους ώστε αυτοί οι άλλοι να καταναλώνουν, και τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις να μπορούν να κάνουν τις αναγκαίες αποταμιεύσεις ώστε να χρηματοδοτήσουν αυτή την παραγωγή.
Εύκολα υποκύπτει κανείς στον πειρασμό να πει ότι εδώ έχουμε ένα πρόβλημα της κότας και του αυγού. Άλλωστε, τι νόημα έχει να παράγουμε αγαθά αν δεν υπάρχει κανείς για να τα καταναλώσει; Η έξοδος από αυτό τον φαύλο κύκλο είναι να αναγνωρίσουμε ότι έχουμε τη δύναμη να καταναλώνουμε μόνο αν έχουμε παραγάγει και πουλήσει κάτι προκειμένου να αποκτήσουμε τα μέσα που θα μας επιτρέψουν να καταναλώσουμε. Το να ξεκινάμε την ανάλυση από την κατανάλωση προϋποθέτει ότι κάποιος ήδη έχει αποκτήσει αυτά τα μέσα.
Και αντίθετα με αυτή την ανάλυση, ο πλούτος δημιουργείται μέσω πράξεων παραγωγής που αναδιατάσσουν τους πόρους κατά τρόπους που οι άνθρωποι αποτιμούν περισσότερο από ότι με τις εναλλακτικές τους. Αυτές ο πράξεις χρηματοδοτούνται με αποταμιεύσεις που προέρχονται από νοικοκυριά που απέχουν από την κατανάλωση.
Το να βάλουμε περισσότερους πόρους στα χέρια των καταναλωτών μέσω ενός κρατικού πακέτου ρευστότητας αποτυγχάνει ακριβώς επειδή ο πλούτος που μεταβιβάζεται έτσι πρέπει τελικά να προέλθει από τους παραγωγούς. Αυτό είναι προφανές όταν η κατανάλωση χρηματοδοτείται από τη φορολογία, αλλά ισχύει εξίσου για τις δαπάνες που δημιουργούν ελλείμματα και για τον πληθωρισμό. Με τις δαπάνες που δημιουργούν ελλείμματα, ο πλούτος προέρχεται από την αγορά κρατικών ομολόγων από τους παραγωγούς.
Με τον πληθωρισμό προέρχεται αναλογικά από όσους κατέχουν δολάρια τα οποία απέκτησαν από πράξεις παραγωγής), η αγοραστική αξία των οποίων μειώνεται από την υπερβολική προσφορά χρήματος. Σε καμία από τις δύο περιπτώσεις δε δημιουργεί πλούτο το κράτος. Ούτε το πετυχαίνει αυτό η κατανάλωση.
Η νέα ικανότητα προς κατανάλωση συνεχίζει να πηγάζει από προηγούμενες πράξεις παραγωγής. Αν θέλουμε πραγματικά κίνητρα, πρέπει να απελευθερώσουμε τους παραγωγούς δημιουργώντας ένα πιο ευνοϊκό περιβάλλον για την παραγωγή και να μην τιμωρούμε την αποταμίευση που τη χρηματοδοτεί.
Το φταίξιμο στον Κέυνς
Ιστορικά, ήταν ο κεϋνσιανισμός που έδωσε έμφαση στην κατανάλωση στην οικονομική θεωρία. Πριν από την κεϋνσιανή επανάσταση, η συνήθης πεποίθηση μεταξύ των οικονομολόγων ήταν ότι η παραγωγή είναι η πηγή της ζήτησης, και ότι η ενθάρρυνση της αποταμίευσης και της παραγωγής είναι ο δρόμος για τη δημιουργία οικονομικής ανάπτυξης. Αυτή είναι λίγο- πολύ η σωστή κατανόηση του Νόμου των Αγορών του Ζαν Μπατίστ Σε. Όπως ο ίδιος ο Σε έγραψε στις αρχές του 19ου αιώνα: «Η απλή ενθάρρυνση της κατανάλωσης δεν ωφελεί το εμπόριο. Κι αυτό γιατί η δυσκολία έγκειται στην παροχή των μέσων, και όχι στην τόνωση της επιθυμίας για κατανάλωση. Και όπως έχουμε δει, μόνο η παραγωγή παρέχει αυτά τα μέσα. Έτσι, στόχος μιας καλής κυβέρνησης είναι να ενθαρρύνει την παραγωγή και της κακής να ενθαρρύνει την κατανάλωση.»
Βεβαίως η «ενθάρρυνση της παραγωγής» δεν χρειάζεται να σημαίνει τίποτα περισσότερο από το να αφήνονται οι παραγωγοί ελεύθεροι να αναζητούν το κέρδος όπως αυτοί νομίζουν μέσα στο συνήθες κλασικό φιλελεύθερο πλαίσιο του νόμου. Και δεν σημαίνει ότι το κράτος πρέπει τεχνητά να ωφελεί τους παραγωγούς, περισσότερο από όσο πρέπει να ενθαρρύνει την κατανάλωση.
Η μεγάλη ειρωνεία είναι ότι οι αριστεροί συχνά υποστηρίζουν πως ο καπιταλισμός ισούται με τον «καταναλωτισμό». Νομίζουν ότι οι υποστηρικτές των ελευθέρων αγορών πιστεύουμε ότι η περισσότερη κατανάλωση προάγει την οικονομική ανάπτυξη. Έτσι κατηγορούμαστε ότι παρέχουμε το ιδεολογικό άλλοθι που δικαιολογεί τον καταναλωτισμό που εκείνοι βλέπουν ότι απονεκρώνει ζωές και σπαταλά πόρους.
Αυτό που διαφεύγει από τους αριστερούς επικριτές είναι ότι οι οικονομολόγοι ποτέ δεν είδαν την κατανάλωση ως την κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης και της ευημερίας, μέχρι που οι κεϋνσιανές κριτικές των ελεύθερων αγορών άρχισαν να γίνονται δημοφιλείς.
Λόγω του κεϋνσιανισμού, η χειραγώγηση των στοιχείων του συνολικού εισοδήματος (κατανάλωση, επενδύσεις και κρατικές δαπάνες) έγιναν το σημείο εστίασης της μακροοικονομικής πολιτικής και οικονομικής ανάπτυξης. Το θεωρητικό πλαίσιο των κεϋνσιανών είναι αυτό που οδήγησε στην ανάπτυξη των σχετικών στατιστικών του εθνικού εισοδήματος που υπόρρητα αποτελεί τη βάση των δημοφιλών επιχειρημάτων υπέρ της περισσότερης κατανάλωσης.