Από όλες τις τελευταίες ομιλίες του Γάλλου προέδρου προκύπτει ξεκάθαρα ότι επιδιώκει να δώσει στην γαλλο-γερμανική φιλία μία πιο πολιτική διάσταση.
Η Γαλλία κάποτε, στα πρώτα βήματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ήταν κατά της πολιτικής ολοκλήρωσης του τότε ευρωπαϊκού μορφώματος. Οι Ρομπέρ Σουμάν και Ζαν Μονέ πίστευαν ότι η ειρήνη στην Γηραιά Ήπειρο μπορούσε να ξεκινήσει από την οικονομία, για να φθάσει σταδιακά και στην πολιτική.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Εξάλλου, έθνη-κράτη που είχαν και αυτοκρατορικές βλέψεις ήταν λίγο δύσκολο να αποδεχθούν εκχωρήσεις πολιτικής κυριαρχίας.
Έτσι, σε αντίθεση με την τότε γερμανική αντίληψη, η Γαλλία ήθελε μία περισσότερο οικονομική Ευρώπη. Τελικά δε, η γαλλική αυτή αντίληψη ήταν το σοβαρότερο κίνητρο για την Γερμανία να γίνει μία οικονομική ευρωπαϊκή υπερδύναμη.
Σήμερα, η οικονομικά ασθμαίνουσα Γαλλία θέλει πλέον να φέρει αυτή την υπερδύναμη πιο κοντά στην πολιτική. Και ίσως να μην έχει καθόλου άδικο.
Από το 2000, ένα κομμάτι της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) αναπτύσσεται στους κόλπους της ευρωζώνης. Έχει κοινό νόμισμα χωρίς κοινή οικονομική πολιτική. Για πρώτη φορά στην Ιστορία, έτσι, ένα αποθεματικό νόμισμα, που είναι το δεύτερο ισχυρότερο στον κόσμο, κυκλοφορεί χωρίς να έχει ενιαία πολιτική στήριξη. Άρα είναι ευάλωτο –κάτι που γνωρίζουν οι αντίπαλοί του.
Στην παρούσα λοιπόν φάση της γεωπολιτικής πραγματικότητας, όπου θα ενταθεί και ο αποκαλούμενος «πόλεμος των καπιταλισμών» (ΕΕ, Κίνα, ΗΠΑ, Ιαπωνία), με δεδομένο το Brexit στην Ευρώπη, η Γαλλία έχει σημαντικό ρόλο να παίξει. Είναι πλέον μία ισχυρή ευρωπαϊκή πολιτική και στρατιωτική δύναμη, η οποία όμως έχει άμεση ανάγκη από την οικονομική στήριξη της Γερμανίας.
Μόνον έτσι η ΕΕ θα μπορέσει να συνομιλήσει σοβαρά με τις ΗΠΑ, οι οποίες, πέρα από το πολιτικο-στρατιωτικό τους βάρος, διαθέτουν και το ισχυρότερο παγκόσμιο νόμισμα. Άρα μπορούν ανά πάσα στιγμή να αξιοποιούν πολιτικά την νομισματικής τους δύναμη σε μία εποχή έντονου ανταγωνισμού.
Ο Γάλλος πρόεδρος, ως έμπειρος τραπεζίτης, γνωρίζει σε βάθος αυτή την πραγματικότητα και, υπό αυτή την έννοια, δεν θέλει να χάσει το τραίνο. Στόχος του είναι να φέρει την Ευρώπη πιο κοντά σε αυτό το νέο φαινόμενο που ο Αμερικανός καθηγητής Ντάνυ Ρόντρικ αποκαλεί «καπιταλισμό 3.0».
Κατά την άποψή του, από τις αρχές του 20ου αιώνα στον αναπτυγμένο κόσμο –κυρίως δε στην Δύση– αναπτύχθηκαν, υπό διαφορετικές συνθήκες, τρία μοντέλα καπιταλισμού: το 2.0 και το 2.1, που μετά την κρίση τού 2008 οδηγεί προς το νέο μοντέλο καπιταλισμού, το 3.0.
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτής της εξέλιξης, ο Αμερικανός καθηγητής και συγγραφέας επισημαίνει ότι το κύριο στοιχείο που διαχωρίζει τα μοντέλα μεταξύ τους είναι ο τρόπος με τον οποίον η διεθνής κοινότητα διαχειρίστηκε το πιο ακανθώδες ζήτημα ενός διεθνούς συστήματος αγοράς: την ισορροπία μεταξύ εθνικής και παγκόσμιας σφαίρας.
Υπάρχει μία εγγενής αντίθεση ανάμεσα στην επίτευξη βαθειάς διεθνούς οικονομικής ολοκλήρωσης και στην διατήρηση της απαραίτητης ποικιλομορφίας των εγχώριων θεσμικών ρυθμίσεων.
«Παρόλο που η πλήρης ολοκλήρωση των διεθνών αγορών συνεπάγεται μεγάλη οφέλη, δεν θα έπρεπε να συμβαίνει σε βάρος της δυνατότητας των κρατών να μεριμνήσουν για τους πολίτες τους», τονίζει ο καθηγητής Ντ. Ρόντρικ, σε μία προσπάθειά του να δώσει νέο περιεχόμενο στην παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού 2.1.
Κάτι τέτοιο επιδιώκει και ο Εμμανουέλ Μακρόν. Κατά την άποψή του, η οικονομική κρίση τού 2008 έχει επηρεάσει με διαφορετικό τρόπο τις διάφορες χώρες, αναδεικνύοντας νέους νικητές και ηττημένους στην παγκόσμια αγορά, προκαλώντας σημαντικές ανακατατάξεις ισχύος στην διεθνή οικονομία. Συνεπώς, όλες ανεξαιρέτως οι χώρες θα χρειαστεί να αναπροσαρμόσουν τις εθνικές οικονομικές στρατηγικές τους, καθώς αναποτελεσματικά και παρωχημένα συστήματα θα μπορούν μόνον να επιδεικνύουν τις αρνητικές επιπτώσεις της κρίσης.
Είναι συνεπώς προφανές, από τις εξελίξεις, ότι οι ΗΠΑ ξεπερνούν μεν την οικονομική τους κρίση, πλην όμως έχουν χάσει μέρος του δυναμισμού τους. Ως εκ τούτου, οι θεσμικοί κανόνες της Ουάσινγκτον, που πρωτύτερα είχαν τεράστιο διεθνές κύρος, θα γίνουν λιγότερο περιοριστικοί.
Στο παρελθόν, οργανισμοί όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα είχαν τεράστια επιρροή στις αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες χώρες και βασίζονταν στους κανόνες που καθόριζαν οι ΗΠΑ.
Καθώς, όμως, ο παλμός του οικονομικού μοντέλου ανάπτυξης των ΗΠΑ αποδυναμώνεται, θα συρρικνώνεται και η διανοητική νομιμοποίηση η οποία επέτρεπε στις ΗΠΑ να ελέγχουν αυτούς τους οργανισμούς. Επομένως, οι χώρες που μέχρι τώρα ήταν καθηλωμένες στην θέση του παθητικού αποδέκτη συμβουλών σε ό,τι αφορά την ανάπτυξή τους, ίσως αποκτήσουν σύντομα την δυνατότητα να καθιερώσουν τα δικά τους αναπτυξιακά μοντέλα –γεγονός ήδη ορατό.
Η ανάπτυξη αυτή, ωστόσο, σε χώρες όπως η Τουρκία, η Κίνα, η Ρωσία, γίνεται υπό συνθήκες αυταρχικής διακυβέρνησης, γεγονός που δημιουργεί νέα προβλήματα στην πορεία της διεθνούς οικονομίας.
Υπό αυτή την έννοια, ο Εμμανουέλ Μακρόν –σε αντίθεση με τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ– πιστεύει ότι η δημοκρατία αποτελεί παράγοντα κεφαλαιώδους σημασίας, διότι οι δημοκρατικές χώρες είναι πάντα πιο δυνατές σε περιόδους οικονομικών αναταραχών.
Στις φιλελεύθερες δημοκρατίες υπάρχει πάντα η δυνατότητα να καταψηφιστούν ανεπαρκείς ηγεσίες και να αντικατασταθούν από άλλες, ικανότερες να διαχειριστούν δύσκολες καταστάσεις.
Από την άποψη αυτή, ο Γάλλος πρόεδρος πιστεύει ότι το ευρωπαϊκό πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο έχει ιδιαίτερη αίγλη και μπορεί να αποτελέσει ζητούμενο για χώρες που αναζητούν μία καλή θέση στον ήλιο του νέου διεθνούς καταμερισμού της εργασίας. Συνεπώς, η Ευρώπη –σε συνεργασία, βέβαια, με την Αμερική– θα μπορούσε να αναλάβει αυτή τον ρόλο του καθοδηγητή και να βρει νέες και καινοτόμες λύσεις στο θεμελιώδες πρόβλημα της ισορροπίας ανάμεσα στην παγκόσμια οικονομική ολοκλήρωση και την ποικιλότητα των εθνικών ιδιαιτεροτήτων.
Θα πρόκειται για το μοντέλο του «καπιταλισμού 3.0» που, για να πετύχει, θα πρέπει πριν απ’ όλα να είναι δημοκρατικό. Προϋπόθεση, ωστόσο, για την επιτυχία του αποτελεί μία νέα γαλλο-γερμανική συναίνεση, η οποία αυτή την φορά θα πρέπει να έχει και πολιτική αμφίεση. Πράγμα διόλου απλό, όμως απαραίτητο για όσους θέλουν να βλέπουν πιο μακρυά από την μύτη τους.