Στο 2014 “επέστρεψε” σε όρους ανταγωνιστικότητας η ελληνική οικονομία, έχοντας απολέσει μία θέση στην Παγκόσμια Επετηρίδα Ανταγωνιστικότητας 2017, με αποτέλεσμα να κατατάσσεται πλέον 57η μεταξύ 63 χωρών (56η πέρυσι, 50ή το 2015, 57η το 2014 και 54η το 2013). Τις χειρότερες επιδόσεις παρουσιάζει η Ελλάδα στις κατηγορίες των δεικτών της οικονομικής και της κυβερνητικής αποδοτικότητας, όπου κατέχει -και στις δύο περιπτώσεις- την 61η θέση, δηλαδή κατατάσσεται τρίτη από το τέλος. Στασιμότητα καταγράφεται στους δείκτες της επιχειρηματικής αποτελεσματικότητας (57η όπως και πέρυσι), ενώ επιδείνωση σημειώνεται στην κατηγορία των υποδομών (39η θέση, έναντι της 38ης που κατείχε στην επετηρίδα του 2016).
Τα παραπάνω προκύπτουν από την Παγκόσμια Επετηρίδα του Διεθνούς Ινστιτούτου για την Ανάπτυξη του Μάνατζμεντ (IMD, όπως είναι το αρκτικόλεξου του παγκοσμίου φήμης business school της Λοζάνης), τα αποτελέσματα της οποίας έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (ΣΒΒΕ), ως εθνικός εκπρόσωπος του φορέα. Για την κάλυψη των αναγκών που προέκυψαν από τη συνεργασία του ΣΒΒΕ με το IMD, η υπεύθυνη Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Μελετών του ΣΒΒΕ συνεργάσθηκε και φέτος επιτυχώς, για δέκατη έκτη (16η) συνεχόμενη χρονιά, με το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), το οποίο παρείχε τα μακροοικονομικά δεδομένα που αφορούσαν στις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας για το 2016, αναφέρει το protothema.
Για την εξαγωγή της συνολικής θέσης μιας χώρας στη διεθνή κατάταξη ανταγωνιστικότητας αξιολογούνται συνολικά περισσότεροι από 260 δείκτες, ενώ οι επιδόσεις που καταγράφονται σε κάθε επετηρίδα (εν προκειμένω του 2017) βασίζονται σε στοιχεία της προηγούμενης χρονιάς (στη συγκεκριμένη περίπτωση του 2016).
Σχολιάζοντας την κατάταξη του 2017, ο πρόεδρος του ΣΒΒΕ, Αθανάσιος Σαββάκης, επισήμανε ότι ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην ίδια θέση όπως και το 2014 και υποστήριξε ότι το «γεγονός αυτό από μόνο του αποδεικνύει την αναποτελεσματικότητα των πολιτικών ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας που εφαρμόστηκαν στη χώρα μας για την έξοδο από την κρίση. Η “Οικονομική Απόδοση”, η “Κυβερνητική Αποτελεσματικότητα” και οι “Υποδομές” στη χώρα, βρίσκονται για ακόμα μία χρονιά σε πτωτική πορεία. Μόνο η κατηγορία της “Επιχειρηματικής Αποτελεσματικότητας” παραμένει σε σταθερή θέση στην αξιολόγηση του IMD σε σχέση με την περσινή κατάταξη. Είναι η απόδειξη ότι το υγιές τμήμα της οικονομίας μας παραμένει ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας ο οποίος αντέχει, έστω και οριακά, ακόμη και μετά τα capital controls, την απουσία ρευστότητας, την αδυναμία χρηματοδότησης της δραστηριότητάς του και την απίστευτη φοροεπιδρομή των τελευταίων ετών».
Η λύση στην παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων
Κατά τον κ.Σαββάκη, το μήνυμα από τα αποτελέσματα της εφετινής Παγκόσμιας Επετηρίδας Ανταγωνιστικότητας του IMD είναι σαφές: επείγουσα αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας, με ισχυροποίηση του μεταποιητικού τομέα, για την παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων. «Αν η βιομηχανία μπορούσε να επιστρέψει στην κατάσταση του 1995, αυτό θα σήμαινε για τη χώρα αύξηση του ΑΕΠ κατά περίπου 23 δισ. ευρώ ή ποσοστιαία κατά περίπου 13%, άνοδο της απασχόλησης κατά μισό εκατομμύριο θέσεις εργασίας και έσοδα για το δημόσιο αυξημένα κατά 4,6 δισ. ευρώ […] Αναζητούνται, ακόμα και αυτή την “ύστατη” ώρα, οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και το συνεκτικό πλέγμα πολιτικών, που εφαρμοζόμενα από το πολιτικό προσωπικό με θάρρος και χωρίς υπολογισμό του πολιτικού κόστους, θα υποβοηθήσουν έμπρακτα στην ανάπτυξη της χώρας, στην υλοποίηση επενδύσεων και στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας που τόσο πολύ έχει ανάγκη η κοινωνία μας».
Οι πέντε κυρίαρχες προκλήσεις
Με βάση τις επιδόσεις της χώρας μας στους 260 δείκτες (ποσοτικούς και ποιοτικούς) που αξιολογούνται από το IMD στο πλαίσιο της εξαγωγής των αποτελεσμάτων της Παγκόσμιας Επετηρίδας Ανταγωνιστικότητας (WCY), το διεθνούς φήμης ινστιτούτο IMD θεωρεί ότι οι πέντε κύριες προκλήσεις για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας, κατά το 2017, είναι: 1) η επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, για την αναπτυξιακή αξιοποίηση των αποτελεσμάτων από αυτές, 2) η ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα, για την υποβοήθηση της λειτουργίας τους και για την υλοποίηση επενδύσεων, 3) ο σχεδιασμός και η υλοποίηση ενός οικονομικού προγράμματος αναπτυξιακής εξισορρόπησης, για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών, 4) η θεσμοθέτηση μέτρων αντιμετώπισης του μεταναστευτικού προβλήματος και 5) η αύξηση των εγχώριων επενδύσεων, μέσω των Συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ)
Πρωταθλητές και ουραγοί
Στο μεταξύ, η πρωτοκαθεδρία του Χονγκ Κονγκ, που διατήρησε την πρώτη θέση για δεύτερη συνεχή χρονιά, η περαιτέρω υποχώρηση -κατά μία θέση- των ΗΠΑ (τέταρτη φέτος) και η άνοδος της Σιγκαπούρης στην πρώτη τριάδα (από την τέταρτη στην τρίτη θέση) ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά του παγκόσμιου τοπίου ανταγωνιστικότητας, που σκιαγραφεί η επετηρίδα. Στη δεύτερη θέση παρέμεινε η Ελβετία όπως και πέρυσι. Την πρώτη δεκάδα συμπληρώνουν οι χώρες Ολλανδία (5η από 8η), Ιρλανδία (6η από 7η), Δανία (7η από 6η), Λουξεμβούργο (8η από 11η), Σουηδία (9η από 5η) και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (10η από 15η, με τη μεγαλύτερη άνοδο μεταξύ των χωρών της πρώτης δεκάδας).
Στη δεκάδα των χωρών-ουραγών, οι μισές είναι της Λατινικής Αμερικής (Κολομβία στην 54η θέση, Περού στην 55η, Αργεντινή στην 58η, Βραζιλία στην 61η και Βενεζουέλα στην τελευταία, ήτοι 63η), ενώ οι υπόλοιπες είναι η Μογγολία (62η), η Ουκρανία (60ή), η Κροατία (59η), η Ελλάδα (57η) και η Ιορδανία (56η). Η Κίνα (που αξιολογείται ξεχωριστά από το Χονγκ Κονγκ) κατατάσσεται στη 18η θέση και το Ισραήλ στην 22η, ενώ αντίθετα, στα “χαμηλά” της λίστας φιγουράρουν η Ινδία (45η) και η Ρωσία (46η).
Οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και η γεωγραφική γειτονιά της Ελλάδας
Οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, που επίσης αντιμετωπίζουν κρίση, κατέλαβαν τις εξής θέσεις: Ισπανία 34η, Πορτογαλία 39η και Ιταλία 44η. Στη γεωγραφική γειτονιά της Ελλάδας, η κατάταξη διαμορφώνεται ως εξής: Βουλγαρία 49η, Ρουμανία 50ή και Τουρκία 47η.
Κατά τον καθηγητή Αρτούρο Μπρις (Arturo Bris), διευθυντή του Κέντρου Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας του IMD, οι πλέον ανεπτυγμένες οικονομίες έχουν ταυτόχρονα δυο χαρακτηριστικά: «Κυβερνητική Αποτελεσματικότητα» και «Επιχειρηματική Αποτελεσματικότητα». Οι δυο αυτοί παράγοντες τις οδηγούν σε καταστάσεις υψηλής παραγωγικότητας, που επιδρά καταλυτικά στην επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης.
Αυτές οι χώρες έχουν θεσμοθετήσει και λειτουργούν ένα «φιλικό» προς τις επιχειρήσεις περιβάλλον δραστηριοποίησης, το οποίο είναι πραγματικά «ανοικτό» στην ανάληψη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων από τον ιδιωτικό τομέα και ενθαρρύνει έμπρακτα την παραγωγική δραστηριότητα. Ως παράδειγμα για τα παραπάνω, ο καθηγητής ανέφερε την Κίνα, της οποίας η βελτίωση το 2017 κατά επτά (7) ολόκληρες θέσεις (από την 25η στην 18η) προέρχεται -όπως επισημαίνει- ακριβώς από την πολυετή προσήλωσή της στην παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και την διαρκή προσπάθεια για την ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου. Το γεγονός αυτό ουσιαστικά «οδηγεί» την οικονομία και στη συνέχεια επιδρά θετικά στη βελτίωση της διακυβέρνησης και στην περαιτέρω αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων.
Ο ίδιος χαρακτήρισε ώς αναμενόμενη την κατάταξη στις τελευταίες θέσεις χωρών όπως η Ουκρανία (60η), η Βραζιλία (61η) και η Βενεζουέλα (63η) εξ’ αιτίας των πολλών πολιτικών προβλημάτων, άρα της πολιτικής αστάθειας και αβεβαιότητας, αλλά και των αναταραχών που ταλαιπωρούν τις συγκεκριμένες χώρες τα τελευταία χρόνια. Άλλωστε, η πολιτική αστάθεια αποτελεί τη βασική πηγή για «φτωχή διακυβέρνηση» που τελικά επιδρά αρνητικά στην κατάταξη των χωρών αυτών στη διεθνή κατάταξη ανταγωνιστικότητας, καταλήγει.