Χαρακτηρίστηκε «πύργος από τραπουλόχαρτα», ένα δώρο στο 1% της ελίτ των πλουσίων του πλανήτη, ένα πείραμα νομισματικής πολιτικής που τράβηξε στα άκρα.
Τώρα η μακροβιότερη και πιο ισχυρή bull market (ανοδική αγορά) όλων των εποχών, που διήρκεσε περισσότερο από κάθε άλλη και για 10 χρόνια έκανε traders να σκίζουν τα πτυχία τους, δείχνει να φτάνει στο τέλος της, ενώ επενδυτές και αναλυτές ήδη… την κηδεύουν. Και λέμε «δείχνει» να φτάνει στο τέλος της, διότι από τους τρεις βασικούς αμερικανικούς δείκτες μόνο οι S&P 500 και Nasdaq έχουν εισέλθει επίσημα στο bear market, δηλαδή την πτωτική αγορά με καθοδική τάση, η οποία ξεκινά τυπικά όταν η πτώση αγγίζει το 20% από τα πιο πρόσφατα ιστορικά υψηλά. Αλλά και ο Dow Jones βρίσκεται σε φάση διόρθωσης, με απώλειες σχεδόν 16% από τα ρεκόρ του στις 26.700 μονάδες, καθώς πλέον έχει υποχωρήσει κάτω από τις 22.500 μονάδες. Η Wall Street κατάφερε μέσα σε ένα τρίμηνο βίαιου ξεπουλήματος (sell-off) να γκρεμίσει ό,τι έχτισε τον τελευταίο χρόνο, με την αγορά μάλιστα να καταρρίπτει πολλά αρνητικά ρεκόρ. Ενδεικτικά, ο Δεκέμβριος του 2018 υπήρξε ο πιο τσουχτερός όλων των εποχών για την αμερικανική αγορά, με επιδόσεις χειρότερες από την εποχή της Μεγάλης Υφεσης του 1929! Μάλιστα η παραμονή των Χριστουγέννων υπήρξε η χειρότερη στην Ιστορία, με τη συναλλακτικότητα ωστόσο να καταγράφει ρεκόρ, καθώς ήταν τριπλάσια απ’ ό,τι συνηθίζεται σε περίοδο γιορτών, γεγονός που μαρτυρά ότι οι ρευστοποιήσεις ήταν μαζικές και υποστηριζόμενες από τζίρο.
Και αν σκέφτεστε πως το μίνι κραχ της Wall Street χάρισε χρήμα σε κάποιους, τότε αναλογιστείτε ότι οι πλούσιοι του πλανήτη έχασαν πάνω από 550 δισ. δολάρια στο πρόσφατο ξεπούλημα. Την ίδια ώρα στην Ευρώπη οι μετοχές των ευρωπαϊκών τραπεζών έχουν καταγράψει απώλειες 25% το 2018, κοστίζοντας στους μετόχους σχεδόν 400 δισ. δολάρια. Φυσικά το sell-off είναι γενικευμένο, με τον πανευρωπαϊκό Stoxx 600 να μετρά απώλειες σχεδόν 18% από τις αρχές του 2018 και τις αυτοκινητοβιομηχανίες να δέχονται το μεγαλύτερο σφυροκόπημα ως απόρροια του εμπορικού πολέμου. Βαρύ είναι το πλήγμα ιδίως στις αναδυόμενες αγορές, οι οποίες υπέφεραν από το ισχυρό δολάριο καθώς είναι εκτεθειμένες σε μεγάλο χρέος εκφρασμένο στο αμερικανικό νόμισμα. Πάνω από τις μισές μετοχές παγκοσμίως εισήλθαν σε bear market τον Δεκέμβριο.
Τέλος, όλοι οι δεικτοβαρείς κλάδοι που διαμορφώνουν τον αμερικανικό βιομηχανικό δείκτη (με διεθνή επιχειρηματική παρουσία) αποχαιρετούν το έτος με απώλειες. Τράπεζες, βιομηχανικά υλικά, τηλεπικοινωνίες, πρώτες ύλες και ενέργεια γεύτηκαν περισσότερο τις συνέπειες του εμπορικού πολέμου, με ετήσιες απώλειες της τάξης του 20%-25%. Οι αμφιλεγόμενες εμπορικές -και όχι μόνο- πρακτικές του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος με μότο «Η Αμερική Πρώτη» έχει κάνει τον ασιατικό γίγαντα να λυγίσει (με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την παγκόσμια οικονομία), βρέθηκαν και θα συνεχίσουν να βρίσκονται στο επίκεντρο του επενδυτικού ενδιαφέροντος το 2019. Κίνα – ΗΠΑ αναμένεται να έχουν εμπορικές συνομιλίες στις αρχές Ιανουαρίου, ωστόσο η αγορά κρατά μικρό καλάθι.
Την ίδια ώρα ολοένα αυξάνονται οι δυσοίωνες προβλέψεις μεγάλων επενδυτικών οίκων (Goldman Sachs, Morgan Stanley κ.ά.), δισεκατομμυριούχων και αναλυτών, καθώς το γενικό επενδυτικό συναίσθημα έχει γυρίσει πλέον στο αρνητικό.
Εξίσου σκοτεινές είναι οι προβλέψεις της Société Générale και για τις ευρωπαϊκές αγορές, καθώς κάνουν λόγο για περαιτέρω πτώση τουλάχιστον 8% του πανευρωπαϊκού δείκτη Euro Stoxx 50. Οσο για τον βρετανικό FTSE που περνάει τον δικό του γολγοθά λόγω Brexit, προβλέπεται πτώση 14%. Οι αμερικανικές μετοχές, και ειδικότερα τα καμάρια του τεχνολογικού κλάδου, οι λεγόμενες FAANG (Facebook, Apple, Amazon, Netflix, Google), χάρισαν φέτος απίστευτες αποδόσεις της τάξης του 200%-400% καταρρίπτοντας όλες τις εκτιμήσεις… και κάπου εδώ βρίσκεται το πρόβλημα. Οι εταιρείες αυτές έχουν ξεπεράσει προ πολλού, σύμφωνα με τους αναλυτές, τα υπερτιμημένα και υπεραγορασμένα επίπεδά τους, και καθότι πλέον αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του Nasdaq και ολόκληρης σχεδόν της αμερικανικής αγοράς, η βίαιη προσγείωσή τους αναμένεται να βυθίσει την αγορά σε ένα αρκετά μακρύ bear market. Πόσο μπορεί να διαρκέσει; Σύμφωνα με τους ειδικούς, τα bear markets στην αμερικανική αγορά διαρκούν, από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έως και σήμερα, κατά μέσο όρο 13 μήνες και οι μετοχές χάνουν περί το 30,4% της αξίας τους. Συνήθως οι μετοχές ανακάμπτουν, πάντα κατά μέσο όρο, σε διάστημα 22 μηνών, βάσει στοιχείων της Goldman Sachs.
Πολλαπλά σινιάλα ύφεσης
Ωστόσο, το ανησυχητικό με το ενδεχόμενο ενός μεγάλου bear market είναι ότι το παγκόσμιο οικονομικό κλίμα αυτή τη στιγμή δεν βρίσκεται στα καλύτερά του. Τα μακροοικονομικά στοιχεία τόσο από Κίνα όσο και από Ευρώπη είναι απογοητευτικά, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αναμένει περαιτέρω επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας το 2019. Τον κώδωνα του κινδύνου έκρουσε πρόσφατα και το ΔΝΤ σε μια δυσοίωνη έκθεση για το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας.
Ταυτόχρονα ας μην ξεχνάμε ότι το 2019 είναι η χρονιά που υποτίθεται ότι παγώνει το QE, δηλαδή το φθηνό χρήμα που τροφοδοτούσε το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων δίνοντας ανάσα στην Ευρώπη μετά την παγκόσμια ύφεση του 2008. Βέβαια η ΕΚΤ δεν αναμένεται να το κόψει μαχαίρι, αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία… Την ίδια ώρα, το πετρέλαιο διανύει το δικό του bear market, πιέζοντας ενεργειακές και πρώτες ύλες, καθώς το brent έχει υποχωρήσει περισσότερο από 40% από τα ιστορικά υψηλά του Οκτωβρίου. Η υποτιθέμενη συμφωνία του πετρελαϊκού καρτέλ για μείωση της παραγωγής κατά 1,2 εκατομμύρια βαρέλια πήγε περίπατο, καθώς ΟΠΕΚ και σύμμαχοι τα μασάνε τώρα ως προς την τελική περικοπή, η οποία ούτως ή άλλως, σε τελική ανάλυση, αντισταθμίζεται από τη ραγδαία αύξηση των αμερικανικών αποθεμάτων.
Οι ΗΠΑ καθίστανται πλέον κυρίαρχος παίκτης στην αγορά μαύρου χρυσού, γεγονός που σε συνδυασμό με την επιρροή τους στη Σαουδική Αραβία, την κορυφαία πετρελαιοπαραγωγό χώρα, δίνει στον Τραμπ τη δυνατότητα να εξουσιάζει -και- το πετρέλαιο. Και ο Αμερικανός πρόεδρος το θέλει όσο πιο φθηνό γίνεται… Την ίδια ώρα, ο Τραμπ τα έχει βάλει και με τη Fed, εκφράζοντας την έντονη δυσαρέσκειά του για τα υψηλά επιτόκια. Η αυστηρή νομισματική πολιτική της Ομοσπονδιακής Τράπεζας σφίγγει ακόμη περισσότερο τα χαλινάρια της αμερικανικής οικονομίας. Οι φήμες περί της πρόθεσης Τραμπ να απολύσει τον πρόεδρο της Fed Τζέρομ Πάουελ πρόσθεσαν και τον παράγοντα της πολιτικής αβεβαιότητας στις ανησυχίες που ήδη υπάρχουν για την κατάσταση της πραγματικής οικονομίας και την πορεία των χρηματιστηρίων.
Ωστόσο, το πιο σημαντικό ίσως αρνητικό σινιάλο, το οποίο πέρασε στα ψιλά γράμματα καθώς όλα τα βλέμματα ήταν συγκεντρωμένα στο μίνι κραχ των χρηματιστηρίων, αποτέλεσε η λεγόμενη αντιστροφή καμπύλης αποδόσεων στα αμερικανικά ομόλογα. Οι αποδόσεις (επιτόκια) των βραχυπρόθεσμων ομολόγων ξεπέρασαν αυτές των μακροπρόθεσμων, πράγμα που ουσιαστικά δείχνει ότι οι επενδυτές είναι πιο βέβαιοι για τη μακροπρόθεσμη πορεία της οικονομίας (βάθος 10ετίας) και όχι για τη βραχυπρόθεσμη (σε βάθος τριών χρόνων). Αυτό ιστορικά αποτελεί προάγγελο ύφεσης, με τις υφέσεις να ξεκινούν, κατά μέσο όρο, 21 μήνες μετά την αναστροφή, με εύρος 9-34 μηνών.
Η Wall Street έπαθε… bitcoin
Τέλος, παραμένοντας στα μοτίβα και επιστρέφοντας στα χρηματιστήρια, την Τετάρτη η Wall Street κατέγραψε ένα εντυπωσιακό ανοδικό ριμπάουντ 5%, το μεγαλύτερο εδώ και σχεδόν 10 χρόνια. Το εντυπωσιακό ράλι στη συνεδρίαση της 26ης Δεκεμβρίου 2018 στη Wall Street, πέραν της λογικής εξήγησης ότι αρκετοί επενδυτές θέλησαν να αγοράσουν φθηνά μετοχές, έχει και μία πιο περίπλοκη αιτία, την οποία αποκαλύπτει η Wells Fargo. Συνταξιοδοτικά ταμεία στις ΗΠΑ, στο πλαίσιο αναδιάρθρωσης χαρτοφυλακίων, αγοράζουν μετοχές και πουλάνε ομόλογα. Ωστόσο η αναλαμπή γρήγορα και σαν πυροτέχνημα έσβησε, δίνοντας τη σκυτάλη και πάλι στους πωλητές. Κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί και τον Οκτώβριο του 2008, λίγο πριν σκάσει η κατάρρευση της Lehman Brothers και ξεσπάει η παγκόσμια κρίση. Το εντυπωσιακό είναι ότι οι αγορές τον τελευταίο χρόνο και ειδικότερα η Wall Street παρουσιάζουν τρελές διακυμάνσεις, με καθημερινές ανόδους της τάξης του 3%-5% να ακολουθούνται από αντίστοιχες πτώσεις, κάτι που συναντάμε συνήθως μόνο στην… τρελή αγορά των κρυπτονομισμάτων! Δεν είναι τυχαίο ότι η μεταβλητότητα έχει βαρέσει κόκκινο, με τον σχετικό μετρητή φόβου VIX να βρίσκεται δύο φορές πάνω από τον ιστορικό μέσο όρο του. Σε κάθε περίπτωση, η υπερβολική μεταβλητότητα, ιστορικά, δεν είναι θετικό σημάδι…
Πάντως, στατιστικά οι μετοχές είθισται τον Ιανουάριο να ανακάμπτουν από τα χαμηλά του Δεκεμβρίου. Δύο φορές, το 2000 και το 1974, οι μετοχές επανήλθαν στη συνέχεια σε bear market. Στατιστικά, ένα χαμηλό 6 μηνών τον Δεκέμβριο ή μια υποχώρηση τον Δεκέμβριο είναι εξαιρετικά σπάνια (λιγότερο από το 5% των περιπτώσεων), αλλά όταν συμβεί αυτό, υπάρχει πιθανότητα τουλάχιστον 50% να ακολουθήσει μια σχετικά μεγάλης διάρκειας ύφεση. Στις περισσότερες περιπτώσεις η ανάκαμψη των αποτιμήσεων είναι μία αργή διαδικασία και διαρκεί πάνω από 22 μήνες.
Πηγή: Newmoney