Πονοκέφαλος αποδεικνύονται οι κωδικοί 049-050 της φορολογικής δήλωσης όπου αναγράφονται τα ποσά των δαπανών των νοικοκυριών που πληρώθηκαν με ηλεκτρονικές μεθόδους, καθώς εγκυμονεί κινδύνους για την πληρωμή επιπλέον φόρου.
Όπως και πέρυσι έτσι και φέτος, οι κωδικοί είναι ξεκλείδωτοι και οι φορολογούμενοι αναγράφουν σε αυτούς τα ποσά των δαπανών που πραγματοποίησαν το 2018 με ηλεκτρονικά μέσα ή με χάρτινες αποδείξεις, εάν εντάσσονται στις κατηγορίες που εξαιρούνται από τις ηλεκτρονικές πληρωμές.
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί, να αναγράψουν τα σωστά ποσά των ηλεκτρονικών αγορών για τις οποίες έχουν και τις αποδείξεις εάν χρειαστεί και πραγματοποιηθεί έλεγχος από την εφορία.
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να επιδείξουν οι φορολογούμενοι στη δικαιολόγηση των τεκμηρίων αλλά και μισθωτοί, συνταξιούχοι και αγρότες στην ορθή εμφάνιση των αποδείξεων με πλαστικό χρήμα, προκειμένου και το χτίσιμο του αφορολογήτου να πετύχουν και να μην κινδυνεύσουν με πέναλτι φόρου 22% επί των λιγότερων αποδείξεων.
Για το κτίσιμο του αφορολογήτου θα πρέπει μισθωτοί, συνταξιούχοι και αγρότες να εμφανίσουν ηλεκτρονικές συναλλαγές το 10% του εισοδήματός τους αν αυτό δεν ξεπερνά τις 10.000 ευρώ, για το κλιμάκιο εισοδήματος από 10.000 έως 30.000 ευρώ το ποσοστό των αποδείξεων ανεβαίνει στο 15%, ενώ για υψηλότερα εισοδήματα διαμορφώνεται στο 20%.
Τελευταία προθεσμία υποβολής των φορολογικών δηλώσεων έχει οριστεί η 30ή Ιουνίου, ενώ η πληρωμή του φόρου θα γίνει σε 3 διμηνιαίες δόσεις, με την πρώτη να πρέπει να καταβληθεί στα τέλη Ιουλίου και τις επόμενες δύο στα τέλη Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου.
Παγίδα έξτρα φόρου για υψηλόμισθους
Παγίδα πρόσθετου φόρου αντιμετωπίζουν φορολογούμενοι με πολύ υψηλό εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες. Πρόκειται για παγίδα που αφορά στο ελάχιστο ποσό δαπάνης που πρέπει να έχουν πραγματοποιήσει με τραπεζικό μέσο, όπως είναι η πιστωτική ή χρεωστική κάρτα, προκειμένου να λάβουν την έκπτωση φόρου που οδηγεί στο αφορολόγητο όριο.
Η παγίδα προέκυψε από απόφαση της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών η οποία απέρριψε ενδικοφανή προσφυγή φορολογούμενου που είχε αμφισβητήσει το επιπλέον ποσό φόρου που του είχε επιβάλει η φορολογική διοίκηση κατά την εκκαθάριση της φορολογικής του δήλωσης.
Για να λάβει ένας μισθωτός την έκπτωση φόρου που οδηγεί στο αφορολόγητο όριο θα πρέπει να έχει πραγματοποιήσει ελάχιστες δαπάνες με πλαστικό χρήμα που υπολογίζονται με βάση την παρακάτω κλίμακα:
Έως 10.000 ποσοστό 10%
Από 10.001 έως 20.000 ποσοστό 15% και
από 20.001 και άνω ποσοστό 20% με μέγιστο ποσό δαπάνης τα 30.000 ευρώ
Για το ποσό δαπάνης που του λείπει με βάση τα παραπάνω επιβάλλεται πρόσθετος φόρος 22%.
Συγκεκριμένα φορολογούμενος είχε δηλώσει εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες ύψους 184.117,71 ευρώ και είχε δηλώσει δαπάνη με πλαστικό χρήμα ύψους 26.470,27. Το ελάχιστο όριο που προκύπτει από την εφαρμογή των παραπάνω συντελεστών στο εισόδημα είναι 32.823 ευρώ.
Το ελάχιστο όριο που ο φορολογούμενος θεώρησε ότι προκύπτει από την παραπάνω κλίμακα είναι σε μέγιστο ποσό ύψους 30.000 ευρώ όπως ορίζεται στο τελευταίο κλιμάκιο. Έτσι, υποστήριξε με την ενδικοφανή προσφυγή του ότι ο υπολογισμός του ποσού δαπάνης που του λείπει θα πρέπει να γίνει με μέγιστο ποσό τα 30.000 ευρώ.
Έτσι αφού ο φορολογούμενος δήλωσε δαπάνη με πλαστικό χρήμα ύψους 26.470 ευρώ και έπρεπε να δηλώσει 30.000, όπως ο ίδιος ερμήνευσε την κλίμακα ηλεκτρονικού χρήματος, θα έπρεπε να προκύψει μια “έλλειψη” δαπάνης με πλαστικό χρήμα ύψους 3.529 ευρώ και να του επιβληθεί πρόσθετος φόρους 776,5 ευρώ (22% της διαφοράς).
Η φορολογική διοίκηση, ωστόσο, κρίνει ότι το όριο των 30.000 ευρώ στο τρίτο κλιμάκιο της κλίμακας δεν αφορά συνολικά την κλίμακα αλλά μόνο το τελευταίο κλιμάκιο.
Έτσι το μέγιστο ποσό δαπάνης με πλαστικό χρήμα αντί για 30.000 ανέρχεται σε 34.000 ευρώ και έτσι ο φορολογούμενος θα έπρεπε να καλεί δαπάνη ύψους 32.823. Κατά συνέπεια του υπολόγισε διαφορά στη δαπάνη με πλαστικό χρήμα ύψους 6.353 ευρώ και επέβαλε πρόσθετο φόρο ύψους 1.398 ευρώ αντί για 776,5 που υποστήριζε ο φορολογούμενος.
Η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών έκρινε ότι η φορολογική διοίκηση ορθά εκκαθάρισε τη δήλωσή του διότι το μέγιστο όριο των 30.000 αφορά μόνο το τρίτο κλιμάκιο και έτσι το μέγιστο ποσό πληρωμών με τραπεζικό μέσο ανέρχεται όχι σε 30.000 αλλά σε 34.000 ευρώ.