Πώς η άκριτη και υπέρμετρη φορολόγηση των οινοπνευματωδών ποτών οδηγεί στο λαθρεμπόριο και στην επικίνδυνη παραγωγή νοθευμένων ποτών.
Παρακολουθώντας πριν λίγες ημέρες την μελέτη που εκπόνησε το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για την συνεισφορά και τις προοπτικές του κλάδου αλκοολούχων ποτών στην Ελλάδα, με βασάνιζε ένα ερώτημα.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Αυτό του μεγέθους του κρατικού παραλογισμού και των επιπτώσεών του στην δημόσια υγεία –βιολογική και ψυχολογική– ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Ας δούμε όμως ποια είναι η αφετηρία του προβληματισμού και πώς αυτός οριοθετείται.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της μελέτης, την οποία παρουσίασαν ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ καθηγητής κ. Νίκος Βέττας και ο οικονομολόγος συνεργάτης του Ιδρύματος κ. Γ. Μανιάτης, η συνολική συνεισφορά του κλάδου των αλκοολούχων ποτών στην ελληνική οικονομία και απασχόληση είναι ιδιαιτέρως σημαντική.
Πιο αναλυτικά, όπως είπε ο κ. Γ. Μανιάτης, ο κλάδος συνεισφέρει 1,5 δισεκατομμύρια ευρώ στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της ελληνικής οικονομίας, ενώ υποστηρίζει περισσότερες από 31.000 θέσεις εργασίας.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, ο κλάδος (όπως και άλλοι) βρέθηκε αντιμέτωπος με την κρίση της ζήτησης και άρα υπέστη αισθητή συρρίκνωση, η οποία ωστόσο δεν οφείλεται μόνον στην πτώση της νόμιμης ζήτησης.
Η κρίση διόγκωσε και το παράνομο εμπόριο γιατί, πέρα από τις αρνητικές εξελίξεις στην οικονομία, το κράτος είχε την «φαεινή ιδέα» να αυξήσει τόσο τον ΦΠΑ στα ποτά όσο και τον ειδικό φόρο κατανάλωσης (ΕΦΚ) –με την «λογική» τού όταν πονάει το δόντι να κόβει το κεφάλι.
Σύμφωνα με την μελέτη του ΙΟΒΕ, η αύξηση των φόρων στα αλκοολούχα ποτά ενισχύει τα κίνητρα για διασυνοριακές αγορές από γειτονικές χώρες, κυρίως την Βουλγαρία, στις οποίες εφαρμόζονται χαμηλότεροι συντελεστές ΕΦΚ και δίνει ώθηση στην διεξαγωγή λαθρεμπορίου και νοθείας, με αρνητικές συνέπειες στην ανθρώπινη υγεία, οδηγώντας τελικά σε μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγή.
Βάσει συντηρητικών εκτιμήσεων, το λαθρεμπόριο κυμάνθηκε το 2016 περίπου σε 340-680 χιλ. 9λιτρα κιβώτια, δηλαδή περίπου στο 9%-18% της συνολικής αγοράς, με τις απώλειες φορολογικών εσόδων από το παράνομο εμπόριο αλκοολούχων ποτών να υπολογίζονται σε τουλάχιστον 42 εκατ. ευρώ, λόγω μη καταβολής του ΕΦΚ και ΦΠΑ.
Η μελέτη κατέγραψε επίσης τις μεγάλες διαστάσεις που έχει λάβει η παραγωγή και εμπορία του προϊόντος απόσταξης διημέρων, κυρίως τσίπουρου, πέρα από τα όρια που ορίζονται από το νομικό πλαίσιο των διήμερων παραγωγών.
Οι απώλειες φορολογικών εσόδων που προκύπτουν από την χωρίς έλεγχο διακίνηση χύμα αποσταγμάτων υπολογίζονται, βάσει συντηρητικών εκτιμήσεων, σε περίπου 48 εκατ. ευρώ μόνον για το 2016.
Κατά το ΙΟΒΕ, ο περιορισμός του παράνομου εμπορίου αλκοολούχων ποτών θα μπορούσε επομένως να προσφέρει άμεσα έσοδα στα δημόσια Ταμεία. Ενδεικτικά, η βελτίωση της αποτελεσματικότητας στην καταπολέμηση του παράνομου εμπορίου (π.χ. μείωσή του κατά 50%) και η μεταφορά αυτών των ποσοτήτων κατανάλωσης στην νόμιμη αγορά, θα οδηγούσε, σύμφωνα με την μελέτη, σε πρόσθετα φορολογικά έσοδα ύψους 33,5 εκατ. ευρώ.
Αναλύοντας πιο προοπτικά την κατάσταση, το ΙΟΒΕ επισημαίνει ότι το επόμενο διάστημα ο κλάδος των αλκοολούχων ποτών έχει να αντιμετωπίσει δύο προκλήσεις, που θα επηρεάσουν σημαντικά την μελλοντική του πορεία:
*Η παραπομπή της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, με κίνδυνο να καταργηθεί η εφαρμογή μειωμένου ΕΦΚ που εφαρμόζεται στο εμφιαλωμένο τσίπουρο/τσικουδιά, δύναται να επιβάλει εξαιρετικά δυσμενείς όρους στους εγχώριους αποσταγματοποιούς δύο νόμιμων προϊόντων, καθώς θα διευρύνει ακόμα περισσότερο τα κίνητρα διάθεσης χύμα προϊόντων.
*Σημαντική επίπτωση θα έχει και ενδεχόμενη αλλαγή του ευρωπαϊκού κανονισμού για τα αλκοολούχα ποτά, εφόσον καταργηθεί η υποχρέωση εμφιάλωσης προϊόντων με γεωγραφική ένδειξη εντός της περιοχής της γεωγραφικής ένδειξης, με την αιτιολογία ότι συνιστά περιορισμό του ελεύθερου εμπορίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Υπό τις παραπάνω συνθήκες, όπως επισημαίνει η μελέτη, θετική επίδραση για τον κλάδο θα είχε η σταδιακή σύγκλιση του φορολογικού συντελεστή ΕΦΚ στον ευρωπαϊκό μέσον όρο ή, εναλλακτικά, η εξασφάλιση της φορολογικής σταθερότητας, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει συμβάλει στην σχετική σταθεροποίηση της εγχώριας αγοράς αλκοολούχων ποτών. Ταυτόχρονα, επιβάλλεται να εφαρμοστούν πρόσθετα μέτρα διοικητικού ή εποπτικού χαρακτήρα που θα διασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία της αγοράς αλκοολούχων ποτών, όπως:
-Εντατικοποίηση των ελέγχων, τόσο στα σύνορα όσο και επιτόπια στην εγχώρια αγορά, για τον περιορισμό του παράνομου εμπορίου αλκοολούχων ποτών.
-Εξίσωση όρων εμπορίας για τα αποστάγματα που διοχετεύονται στα κανάλια διάθεσης.
-Αποτελεσματική χρήση των ηλεκτρονικών μέσων για τον εντοπισμό της φοροδιαφυγής και επέκταση των ηλεκτρονικών πληρωμών και της ηλεκτρονικής τιμολόγησης σε όλα τα επίπεδα συναλλαγών για την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου.
-Δημιουργία και λειτουργία ενιαίας βάσης δεδομένων όλων των αρχών με μητρώο για όσους συλλαμβάνονται για λαθρεμπορία και ηλεκτρονικής πλατφόρμας με στοιχεία ιχνηλασιμότητας.
-Δημιουργία ηλεκτρονικού μητρώου διήμερων αποσταγματοποιών και αμβυκούχων (ιδιοκτητών καζανιών), στην βάση του πληροφοριακού συστήματος των Τελωνείων ICIS-net, για την διευκόλυνση του έργου των ελεγκτικών μηχανισμών.
-Έλεγχος του τρόπου συσκευασίας και εμπορίας του προϊόντος απόσταξης των διημέρων.
Όπως υποστηρίζει ο κ. Νίκος Καλογιάννης, πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων και Αλκοολούχων Ποτών (ΣΕΑΟΠ), «η ριζική καταπολέμηση του λαθρεμπορίου και των παράνομων αποστάξεων, στην τωρινή φάση της ελληνικής οικονομίας είναι ζωτική για τον κλάδο και την δημόσια υγεία».
Από την άλλη πλευρά, τόσον ο κ. Ν. Καλογιάννης όσο και ο κ. Ισίδωρος Ρεβάχ, πρόεδρος της Ένωσης Επιχειρήσεων Αλκοολούχων Ποτών (ΕΝΕΑΠ), υποστηρίζουν ότι η μείωση της φορολογίας και η λήψη διαρθρωτικών μέτρων μπορούν να οδηγήσουν σε εισοδηματικές βελτιώσεις, περισσότερα φορολογικά έσοδα και βελτίωση του τουριστικού προϊόντος.
Βέβαια, όλα αυτά μπορούν να συμβούν αν κάποιοι καταλαβαίνουν τί πρέπει να κάνουν και πώς λειτουργούν οι νόμοι της πραγματικότητας.